Η υπόθεση θεωρείται ένα από τα πιο περίπλοκα μυστήρια στην ιστορία της εγκληματολογίας και η έρευνά της εκτείνεται για περισσότερα από 40 χρόνια. Παρά το γεγονός ότι οι Ιταλικές αρχές ζήτησαν τη βοήθεια ειδικών ερευνητών, εγκληματολόγων, ψυχολόγων και κοινωνιολόγων απ’ όλο τον κόσμο, η υπόθεση παραμένει άλυτος γρίφος.
Τα πρώτα γνωστά θύματα του Τέρατος ήταν ο Antonio Lo Bianco και η Σαρδηνή (δηλ. από τη Σαρδηνία) ερωμένη του, Barbara Locci (φωτό). Σκοτώθηκαν τη νύχτα της 21ης Αυγούστου 1968, στη Signa, μια μικρή πόλη κοντά στη Φλωρεντία, ενώ έκαναν σεξ στο αυτοκίνητο.
Ο 6χρονος γιος της Locci, Natalino κοιμόταν στο αυτοκίνητο και ξύπνησε από τους δυνατούς πυροβολισμούς. Ο δολοφόνος τον μετέφερε στους ώμους του, ενώ τραγουδούσε ένα γνωστό τραγούδι για να τον χαλαρώσει.
Μετέφερε το αγόρι στο σπίτι ενός αγνώστου και το άφησε εκεί ζωντανό. Όταν βρέθηκε, ο Natalino είπε στον κάτοικο του σπιτιού ότι ο πατέρας του ήταν άρρωστος στο σπίτι και ότι η μητέρα του και ο «θείος» του ήταν νεκροί σ’ ένα αυτοκίνητο. Ο Natalino αργότερα κατόρθωσε να δώσει μια περιγραφή του δολοφόνου, αν και η ιστορία του δεν έδειχνε με βεβαιότητα κάποιους ως υπόπτους.
Σε μεταγενέστερες ανακρίσεις, ο Natalino ανακάλεσε την προηγούμενη εκδοχή της ιστορίας και ισχυρίστηκε ότι περπάτησε μόνος του προς στο σπίτι (το οποίος αμέσως αμφισβητήθηκε από το γεγονός ότι δεν φορούσε παπούτσια όταν βρέθηκε και ότι δεν έμοιαζε να είχε περπατήσει προς το σπίτι ξυπόλητος) ή ότι υπήρχαν περισσότερα από ένα άτομα παρόντα και ότι κάποιος είχε αποκαλέσει τον δολοφόνο “Salvatore”.
Ο σύζυγος της Locci, Stefano Mele, συνελήφθη μετά τη διπλή δολοφονία. Κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων, επιβεβαίωσε την πρώτη εκδοχή της ιστορίας του γιου του, ότι κατά τη διάρκεια των φόνων ήταν άρρωστος στο σπίτι.
Όταν ένα τεστ παραφίνης έδειξε ότι είχε πρόσφατα πυροβολήσει με όπλο, παραδέχτηκε ότι ήταν παρών στη σκηνή του εγκλήματος. Ισχυρίστηκε επίσης ότι ο δράστης ήταν ένας από τους εραστές της συζύγου του, ο Salvatore Vinci.
Λίγο αργότερα, ο Mele απέσυρε τις κατηγορίες και ανέλαβε την πλήρη ευθύνη της διπλής ανθρωποκτονίας. Είπε ότι είχε πετάξει το όπλο της δολοφονίας σ’ένα χαντάκι, αλλά αυτό δεν βρέθηκε ποτέ.
Ο Mele κρίθηκε ένοχος για τη δολοφονία και καταδικάστηκε σε μόλις δεκατέσσερα χρόνια φυλάκισης λόγω της αποκαλούμενης «ασθένειας του νου», αν και αργότερα αναίρεσε την ομολογία του.
Μια μεταγενέστερη θεωρία πρότεινε ότι ήταν συνεργός στις δολοφονίες και ότι είχε πυροβολήσει μόνο την Locci μετά τον θάνατό της, εξηγώντας έτσι τα θετικά αποτελέσματα που έδειξε το τεστ παραφίνης.
Έξι χρόνια αργότερα, το 1974, ένα άλλο ζευγάρι, ο Pasquale Gentilcore και η Stefania Pettini, βρέθηκαν βάναυσα δολοφονημένοι. Η Pettini οδηγήθηκε έξω από το αυτοκίνητο (φωτό) αφότου απεβίωσε, μαχαιρώθηκε επιφανειακά πάνω από ενενήντα φορές και κακοποιήθηκε σεξουαλικά με κλαδί αμπελιού.
Άλλα επτά χρόνια πέρασαν και μια τρίτη διπλή ανθρωποκτονία συνέβη τον Ιούνιο του 1981. Τα θύματα ήταν ο Giovanni Foggi και η Carmela di Nuccio. Τα γεννητικά όργανα της τελευταίας κόπηκαν αφότου πέθανε και πάρθηκαν από τον δολοφόνο.
Και οι τρεις διπλές ανθρωποκτονίες θεωρήθηκαν άσχετες μέχρι που ο Mario Spezi, ένας αστυνομικός συντάκτης που εργαζόταν στην εφημερίδα La Nazione, αναγνώρισε ομοιότητες μεταξύ των δολοφονιών του 1974 και του 1981 και τις χαρακτήρισε έργο ενός serial killer, τον οποίο αποκάλεσε «Το Τέρας της Φλωρεντίας».
Ένας τοπικός μπανιστιρτζής, ο Enzo Spalletti, συνελήφθη επειδή μίλησε για τις δολοφονίες στη σύζυγό του προτού αυτές γνωστοποιηθούν. Ως αποτέλεσμα αυτής της υποψίας, πέρασε τρεις μήνες προφυλακισμένος, αλλά στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος όταν το Τέρας χτύπησε ξανά τον Οκτώβριο.
Τα θύματα ήταν ο Stefano Baldi και η Susanna Cambi. Δύο ζευγάρια εμφανίστηκαν και δήλωσαν ότι είδαν έναν μοναχικό, «ελαφρώς τρελό» άνθρωπο να απομακρύνεται από τη σκηνή οδηγώντας μία κόκκινη Alfa Romeo. Αυτές οι μαρτυρίες οδήγησαν στην δημιουργία του πρώτου και δημοφιλέστερου σκίτσου του δολοφόνου (φωτό).
Τα επόμενα θύματα, ο Paolo Mainardi και η Antonella Migliorini, σκοτώθηκαν στις 19 Ιουνίου 1982. Επειδή ο Migliorini είχε ακούσει για το Τέρας και φοβόταν μήπως πέσει θύμα του δολοφόνου, το ζευγάρι αποφάσισε να θυσιάσει κάπως την προστασία της ιδιωτικής του ζωής για περισσότερη ασφάλεια, σταθμεύοντας έτσι σε μια ελαφρώς πολυσύχναστη περιοχή που ήταν ορατή από το δρόμο και όχι βαθιά μέσα στο δάσος, όπως είχαν αρχικά προγραμματίσει.
Ως αποτέλεσμα, ο Mainardi μπορούσε να δει το Τέρας να πλησιάζει ενώ αυτός και η Migliorini παρέμειναν στο όχημα. Το Τέρας πυροβόλησε αμέσως και τους δυο, σκοτώνοντας την Migliorini.
Σοβαρά τραυματισμένος, ο Mainardi έβαλε μπροστά την μηχανή και άρχισε να οδηγεί με την όπισθεν, αφήνοντας τελικά το αυτοκίνητο παγιδευμένο σ’ ένα χαντάκι απέναντι από το δρόμο. Το αυτοκίνητο βρέθηκε σύντομα από έναν περαστικό οδηγό, ο οποίος αρχικά νόμισε ότι επρόκειτο για ατύχημα και σταμάτησε για να βοηθήσει.
Διακοπτόμενος από αυτό το γεγονός, το Τέρας εγκατέλειψε τη σκηνή του εγκλήματος χωρίς να καταφέρει να εκτελέσει τον συνήθη ακρωτηριασμό του στην Migliorini ή ακόμα και να αποτελειώσει τον Mainardi, ο οποίος ήταν ακόμα οριακά ζωντανός.
Ο Mainardi πέθανε λίγες ώρες αργότερα στο νοσοκομείο. Αν και ο Mainardi δεν ανέκτησε ποτέ τις αισθήσεις του, η βοηθός εισαγγελέα που ασχολούνταν με την υπόθεση, η Silvia della Monica, εξέδωσε ένα δελτίο τύπου στο οποίο ισχυρίστηκε ότι ο Mainardi έζησε αρκετά ώστε να «πει κάποιες λέξεις»,σε μια προσπάθεια να αναγκάσει τον δολοφόνο να αποκαλυφθεί.
Το απόγευμα μετά τη δημοσίευση της δήλωσης, ένας διασώστης του Ερυθρού Σταυρού, ο οποίος είχε συνοδεύσει τον Mainardi στο νοσοκομείο, δέχτηκε κλήση από ένα άτομο που ισχυρίστηκε ότι ήταν ο δολοφόνος και τον ρώτησε τι είπε ο Mainardi.
Τον ίδιο διασώστη κάλεσε αργότερα το ίδιο άτομο ενώ βρισκόταν σε διακοπές στο Ρίμινι. Αυτή η δεύτερη κλήση άφησε τους ανακριτές σαστισμένους για το πώς γνώριζε ο καλών πού να βρει τον διασώστη.
Λίγο μετά τη δολοφονία των Mainardi-Migliorini (φωτό) το αυτοκίνητο του Francesco Vinci βρέθηκε στο νότο της Τοσκάνης, κρυμμένο μέσα στο δάσος.
Μπορεί το Τέρας να έπεσε στην παγίδα της εισαγγελέα; Φοβήθηκε ο Vinci ότι ο Mainardi είχε αναγνωρίσει τον τύπο του αυτοκινήτου που οδηγούσε, ώστε αποφάσισε να το κρύψει; Τελικά, ο Francesco Vinci τέθηκε υπό κράτηση με την υπόνοια ότι είναι το Τέρας της Φλωρεντίας.
Η Σύνδεση της Σαρδηνίας
Την 1η Ιουλίου, δώδεκα ημέρες μετά τη δολοφονία των Migliorini-Mainardi, τα κεντρικά της αστυνομίας έλαβαν ένα γράμμα που περιείχε ένα κιτρινισμένο απόκομμα εφημερίδας από το 1968, που αναφερόταν στην δολοφονία των Locci-Lo Bianco.
Πάνω στο άρθρο, κάποιος έγραφε, «Ρίξτε μια ματιά σ’ αυτό το έγκλημα». Η αστυνομία συνέκρινε τους κάλυκες της δολοφονίας του 1968 με εκείνους που βρέθηκαν στις πρόσφατες δολοφονίες και διαπίστωσε τα εξής:
Οι σφαίρες που βρέθηκαν σε όλες τις σκηνές του εγκλήματος είχαν βληθεί από το ίδιο όπλο.
Οι σφαίρες προέρχονταν από το ίδιο κουτί.
Το όπλο του Τέρατος είχε ελαττωματικό επικρουστήρα που άφηνε σε κάθε κάλυκα ξεχωριστά, μοναδικά σημάδια.
Ο τύπος των πυρομαχικών είναι σφαίρες Winchester της σειράς H, με χάλκινο περίβλημα (φωτό).
Αν και ο Mele δεν θα μπορούσε να είναι υπεύθυνος για το έγκλημα του 1981, μιας και βρισκόταν ακόμα στη φυλακή, ο Spezi τον εντόπισε σε κέντρο επανένταξης στη Βερόνα και του πήρε συνέντευξη.
Καθ’όλη τη διάρκεια, ο Mele πίστευε ότι η συνέντευξη ήταν για ένα ντοκιμαντέρ για το κέντρο. Ο Mele μουρμούρισε αρκετά μπερδεμένα σχόλια πριν τελειώσει λέγοντας: «Πρέπει να καταλάβουν πού είναι το πιστόλι. Αλλιώς θα υπάρξουν περισσότερες δολοφονίες. Θα συνεχίσουν να σκοτώνουν… Θα συνεχίσουν».
Τα λόγια του Mele εκλήφθησαν ως απόδειξη ότι η δολοφονία του 1968 ήταν μια παραδοσιακή «φατριακή δολοφονία» της Σαρδηνίας (προγραμματισμένη εκ των προτέρων και εκτελεσμένη από ομάδα ανδρών, συνήθως σχετιζόμενων μεταξύ τους), αντί για ένα αυθόρμητο έγκλημα πάθους του Mele και μόνο.
Στις φατριακές δολοφονίες, το όπλο είτε καταστρέφεται αργότερα είτε διατηρείται σε ασφαλές μέρος, αλλά ποτέ δεν εγκαταλείπεται στη σκηνή του εγκλήματος, όπως είχε ισχυριστεί ο Mele.
Η αστυνομία θεωρούσε ότι ένας άλλος άνθρωπος που ήταν παρών στη σκηνή είχε κρατήσει το όπλο και του άρεσε τόσο πολύ η εμπειρία ώστε να την επαναλάβει χρόνια αργότερα. Αυτή η θεωρία ονομάστηκε Pista Sarda, ή η «Σύνδεση της Σαρδηνίας».
Οι αξιωματικοί διερεύνησαν τους αδελφούς του Mele και του Salvatore Vinci, τον οποίο ο Mele κατηγόρησε αρχικά το 1968. Όλοι τους ήταν μέλη της κοινότητας των Σαρδηνών στην Φλωρεντία.
Όταν ανακάλυψαν στο δάσος το αυτοκίνητο που ανήκε στον μικρότερο αδελφό του Salvatore, Francesco, η αστυνομία πίστευε ότι το αυτοκίνητο χρησιμοποιήθηκε σε κάποιο έγκλημα και ότι ο Francesco το είχε κρύψει σε μια προσπάθεια να αποφύγει τις υποψίες.
Ο Francesco συνελήφθη στα τέλη του 1983. Λίγο αργότερα, ο Τέρας σκότωσε δύο Γερμανούς τουρίστες, τους Horst William Meyer και Jens Uwe Rüsch. Αυτή τη φορά, και τα δύο θύματα ήταν άνδρες και δεν ακρωτηριάστηκαν.
Πιστεύεται ότι το Τέρας πέρασε τον Rüsch, που είχε μακρά, ξανθά μαλλιά, για γυναίκα. Στη σκηνή βρέθηκε ένα σκισμένο γκέι πορνοπεριοδικό, οδηγώντας μερικούς να υποψιάζονται ότι τα θύματα ήταν ένα ομοφυλόφιλο ζευγάρι και ότι το Τέρας έσκισε το περιοδικό θυμωμένο όταν συνειδητοποίησε το λάθος του.
Επειδή το τέρας μπορούσε εύκολα να πυροβολήσει τους Meyer και Rüsch μέσα από τα παράθυρα του van τους (φωτό), ένα πολύ ψηλότερο όχημα σε σχέση με τα συνηθισμένα Ιταλικά, θεωρήθηκε ότι ο δολοφόνος ήταν άνδρας ύψους τουλάχιστον 1.80. Ωστόσο, η αστυνομία δεν ήταν ακόμα βέβαιη ότι ο Vinci δεν ήταν το Τέρας.
Ως αποτέλεσμα, θεώρησαν το λάθος του να στοχοποιήσει δύο άντρες αντί για έναν άνδρα και μια γυναίκα, ως απόδειξη ότι ένας από τους συγγενείς του Francesco Vinci, προσπάθησε να αντιγράψει το έγκλημα σε μια προσπάθεια ν’αφεθεί αυτός ελεύθερος.
Ο ανιψιός του Francesco, Antonio, συνελήφθη για οπλοκατοχή, ακολουθούμενος από τον αδελφό του Francesco, και πατέρα του Antonio, Salvatore, για τον ύποπτο θάνατο της συζύγου του το 1961 στη Σαρδηνία.
Και οι τρεις ανακρίθηκαν για μήνες, ελπίζοντας ότι τουλάχιστον ένας από αυτούς τελικά θα σπάσει και θα ομολογήσει ότι είναι το Τέρας, αλλά αρνούνταν επιμόνως τα πάντα και τελικά αφέθηκαν ελεύθεροι.
Στις 29 Ιουλίου 1984, το Τέρας σκότωσε ξανά, τα θύματα ήταν ο Claudio Stefanacci και η Pia Gilda Rontini. Αυτή τη φορά, ήταν παρόντα όλα τα χαρακτηριστικά μιας τυπικής δολοφονίας του Τέρατος, καθώς και ένα νέο: Το αριστερό στήθος της Rontini πάρθηκε μαζί με τα γεννητικά της όργανα.
Το Τέρας χρησιμοποίησε και πάλι γάντια, αλλά άφησε κατά λάθος ένα αποτύπωμα χεριού στην οροφή του αυτοκινήτου και σημάδια από το γόνατο στο πλάι, γεγονός που επιβεβαίωσε τις υποψίες της αστυνομίας ότι ήταν δεξιόχειρας και ύψους άνω του 1.80.
Αυτό το νέο έγκλημα οδήγησε στη δημιουργία μιας ειδικής ομάδας δράσης που ονομάστηκε Squadra Anti-Mostro, η οποία συγκροτήθηκε τόσο από αστυνομικούς όσο και από Καραμπινιέρους.
Αυτή ήταν η άμεση προκάτοχος της σύγχρονης Εξεταστικής Ομάδας Κατά συρροήν Εγκλημάτων της Ιταλίας (GIDES). Η κυβέρνηση προσέφερε επίσης αμοιβή ύψους 290.000 δολαρίων για οποιαδήποτε πληροφορία που οδηγούσε στη σύλληψη του Τέρατος και μοίραζε αφίσες και καρτ-ποστάλ που συμβούλευαν τους τουρίστες να μην πηγαίνουν τα βράδια στους λόφους γύρω από τη Φλωρεντία.
Παρά τις προσπάθειες αυτές, ο Τέρας σκότωσε για τελευταία φορά το Σεπτέμβριο του 1985. Τα θύματα ήταν ένα ζευγάρι Γάλλων τουριστών που ονομάζονταν Jean-Michel Kraveichvili και Nadine Mauriot (φωτό).
Τα πτώματά τους βρέθηκαν στις 9 Σεπτεμβρίου στις 2 μ.μ., από κάποιον που μάζευε μανιτάρια. Οι ερευνητές εκτίμησαν ότι ο χρόνος του θανάτου ήταν η προηγούμενη ημέρα, αν και ένα ντόπιο κορίτσι, η Sabrina Carmignani, εμφανίστηκε και αφηγήθηκε το πώς αυτή και ένας φίλος της είδαν τα πολύ αποσυντιθέμενα πτώματα εκείνη την ημέρα.
Η μαρτυρία της αγνοήθηκε εντελώς, παρόλο που οι Kraveichvili και Mauriot πιθανότατα επέστρεφαν στη Γαλλία στις 8 Σεπτεμβρίου για να είναι παρούσα η Mauriot στις 9 Σεπτεμβρίου, που θα πήγαινε η κόρη της για πρώτη μέρα στο σχολείο. Τα στοιχεία έδειξαν ότι το Τέρας τρύπησε τη σκηνή τους μ’ένα μαχαίρι και περίμενε τα θύματα να βγουν έξω για να δουν τι συμβαίνει ,και στην συνέχεια τα πυροβόλησε.
Η Mauriot πυροβολήθηκε στο πρόσωπο και πέθανε αμέσως, αλλά ο Kraveichvili, ένας ερασιτέχνης πρωταθλητής στα 100 μέτρα, τραυματίστηκε μόνο στον καρπό και έτρεξε στο δάσος. Το τέρας τον κυνήγησε, τον έφτασε και τον σκότωσε με μία μόνο μαχαιριά που έκοψε το λαιμό του Kraveichvili στο σημείο σχεδόν του αποκεφαλισμού.
Ο δολοφόνος επέστρεψε στο πτώμα της Mauriot και πήρε το αριστερό στήθος και τα γεννητικά της όργανα. Στις 10 Σεπτεμβρίου, η Silvia della Monica έλαβε ένα γράμμα, η διεύθυνση της οποίας ήταν γραμμένη με γράμματα κομμένα από περιοδικά και έγραφε “DOTT. DELLA MONICA SILVIA PROCURA DELLA REPUBLICA CA 5000 FIRENZE” (φωτό). Μέσα, τυλιγμένη σε χαρτί περιτυλίγματος, ήταν η ρώγα της Mauriot.
Το γράμμα εκτιμάται ότι είχε σταλεί ταχυδρομικώς μέσα στο Σαββατοκύριακο και ότι εισήλθε στο ταχυδρομικό σύστημα στις 9 Σεπτεμβρίου. Δεν υπήρχαν δακτυλικά αποτυπώματα και ο αποστολέας είχε αποφύγει ακόμη και να κλείσει το γράμμα με τη γλώσσα του, παρότι η τεχνολογία DNA ήταν ανύπαρκτη εκείνη την εποχή.
Η εμπειρία αυτή σημάδεψε την della Monica, η οποία έφυγε από την υπόθεση και λίγο αργότερα αποχώρησε και από την δικαιοσύνη. Μετά από αυτό, το Τέρας δεν εμφανίστηκε ξανά.
Ο Ανακριτής, Mario Rotella, παρέμενε πεπεισμένος ότι ένα μέλος της φατρίας των Σαρδηνών ήταν υπεύθυνο. Υποψιαζόταν ιδιαίτερα τον Salvatore Vinci (φωτό), παρόλο που ο Vinci ήταν ακόμα υπό κράτηση όταν δολοφονήθηκε το ζευγάρι των Γάλλων.
Χωρίς αποδείξεις για τη συμμετοχή του Vinci στις δολοφονίες του Τέρατος, ο Rotella του άσκησε δίωξη για τη δολοφονία της συζύγου του. Ωστόσο, ο γιος του Salvatore Vinci, Antonio, αρνήθηκε να καταθέσει εναντίον του πατέρα του και οι καταθέσεις των άλλων μαρτύρων ήταν εξαιρετικά αόριστες.
Ο Vinci αθωώθηκε και έφυγε από τη χώρα. Αυτό εξόργισε τον Επικεφαλής Εισαγγελέα, Pier Luigi Vigna, που ήταν υποστηρικτής της θεωρίας ότι το Τέρας δεν εμπλέκεται στην δολοφονία των Locci-Lo Bianco (για την οποία κανείς δεν μπορούσε να διωχθεί, αφού είχε ήδη καταδικαστεί γι’αυτήν ο Mele) και απλά απέκτησε το όπλο από τους Σαρδηνούς.
Ο Vigna και η αστυνομία ζήτησαν να ξεκινήσει από την αρχή η έρευνα, αλλά ο Rotella και οι Καραμπινιέροι αρνήθηκαν. Όταν επικράτησε ο Vigna, ο Rotella και οι Καραμπινιέροι διέλυσαν αμέσως την ομάδα δράσης.
Από εδώ και στο εξής, η Squadra Anti-Mostro θα είναι μια καθαρή αστυνομική επιχείρηση υπό την ηγεσία του Επιθεωρητή Ruggero Perugini, ο οποίος συμφωνούσε με την άποψη του Vigna και επίσης θεωρούσε ότι όλα τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από τις σκηνές των δολοφονιών ήταν αναξιόπιστα λόγω της κακής συντήρησής τους από τις αρχές. Όλοι οι Σαρδηνοί ύποπτοι απαλλάχτηκαν επισήμως το 1989.
Η υπόθεση έγινε η μεγαλύτερη στην ποινική ιστορία της Ιταλίας, με περισσότερους από 100.000 ανθρώπους να ανακρίνονται σε σχέση με τα εγκλήματα. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1985, η ομάδα δράσης έλαβε ένα ανώνυμο γράμμα που κατονόμαζε τον Pietro Pacciani (φωτό), έναν ημι-αγράμματο 60χρονο αγρότη από την Τοσκάνη, με βίαιο παρελθόν.
Το 1951, ο Pacciani επιτέθηκε στη μέλλουσα σύζυγό του και σ’ έναν αντίπαλο εραστή, ενώ φιλιόντουσαν μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο. Έβγαλε έξω τον άνδρα, τον χτύπησε στο κεφάλι μ’ένα βράχο και τον μαχαίρωσε θανάσιμα δεκαεννέα φορές.
Στη συνέχεια, ανάγκασε τη γυναίκα να ξαπλώσει δίπλα στο πτώμα, την βίασε, μετά έκλεψε το πορτοφόλι του άνδρα και βίασε το πτώμα του.
Υποστηρίχθηκε ότι το έγκλημά του έμοιαζε με τον τρόπο δράσης του Τέρατος, αν και κάθε profiler (εγκληματολόγος που αναλύει συμπεριφορές εγκληματιών και μπορεί να προβλέψει τι θα μπορούσαν να κάνουν ή όχι) θα υποστήριζε ότι η επίθεσή του ήταν ένα χαρακτηριστικά ανοργάνωτο έγκλημα, ενώ οι δολοφονίες του Τέρατος ήταν οργανωμένες.
Επιπλέον, το Τέρας ποτέ δεν έκλεψε αντικείμενα από τα θύματά του, παρόλο που άνοιξε και έπαιξε με τις τσάντες των γυναικών σε τρεις περιπτώσεις. Αν ο δολοφόνος ήταν ο Pacciani, δεν θα έχανε την ευκαιρία να κλέψει τα θύματά του, αφού είναι γνωστό ότι τάιζε σκυλοτροφή την οικογενειά του για να γλιτώσει χρήματα.
Ο Επιθεωρητής Perugini διεξήγαγε έρευνα με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή ανάμεσα σε κατοίκους της περιοχής που είχαν διαπράξει σεξουαλικά εγκλήματα, είχαν τάση για βία και ποινές φυλάκισης που μπορούσαν να εξηγήσουν το κενό ανάμεσα στα εγκλήματα μεταξύ 1974 και 1981.
Για μια ακόμη φορά, εμφανίστηκε το όνομα του Pacciani. Είχε φυλακιστεί μεταξύ 1974 και 1981 επειδή βίαζε τις κόρες του. Στις 29 Απριλίου 1992, την καταληκτική προθεσμία της έρευνας, βρήκαν ένα σκουριασμένο φυσίγγιο Winchester της σειράς Η, το ίδιο είδος πυρομαχικών που χρησιμοποιούσε το Τέρας.
Το φυσίγγιο ήταν θαμμένο στον κήπο του Pacciani. Επειδή δεν είχε βληθεί, δεν είχε το σημάδι που άφηνε τ’ όπλο του Τέρατος στον κάλυκα, αν και υπήρχαν στοιχεία ότι είχε εισαχθεί σε όπλο. Αφού πιέστηκαν από τους προϊσταμένους τους, οι εμπειρογνώμονες βαλλιστικής, υπονόησαν ότι η σφαίρα είχε εισαχθεί στο όπλο του Τέρατος.
Λίγο αργότερα, η αστυνομία έλαβε ένα κομμάτι από μια Beretta 22 χιλιοστών (το ίδιο μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε στις δολοφονίες) τυλιγμένο σε ένα κομμάτι κουρέλι που είχε κοπεί από ένα πανί απ’ το γκαράζ του Pacciani και ένα ανώνυμο γράμμα που δήλωνε ότι βρέθηκε κάτω από ένα δέντρο που πήγαινε συχνά ο Pacciani.
Σε ηχογραφημένη συνέντευξη με τον Spezi, ο αξιωματικός Arturo Minoliti εξέφρασε τις υποψίες του ότι το φυσίγγι φυτεύτηκε από τον Perugini και ότι το γράμμα κατασκευάστηκε με παρόμοιο τρόπο από την αστυνομία.
Γιατί ο Pacciani δεν είναι το Τέρας
Ο serial killer θεωρείται ανίκανος σεξουαλικά, ενώ ο Pacciani (φωτό) ήταν σεξουαλικά υπερδραστήριος: είχε σύζυγο, ερωμένες και πήγαινε συχνά σε πόρνες (θυμηθείτε ότι το 1951 ανάγκασε τη φίλη του να κάνει σεξ μαζί του κοντά στο νεκρό σώμα του αντιπάλου του).
Χρήματα και τα άλλα τιμαλφή δεν εκλάπησαν ποτέ από τα θύματα του Τέρατος και ο Pacciani ήταν γνωστός τσιγκούνης που εκμεταλλευόταν κάθε ευκαιρία για να βγάλει εύκολα χρήματα (θυμηθείτε, είχε κλέψει ακόμα και το πορτοφόλι του άνδρα που δολοφόνησε το 1951).
Ηταν 60 ετών την στιγμή της επίθεσης το 1985 και ήταν επίσης καρδιοπαθής. Δεν ήταν πιθανό να μπορούσε να προλάβει τον νεαρό 25χρονο αθλητή που έτρεχε για να σώσει τη ζωή του.
Το Τέρας υπολογίστηκε ότι είχε ύψος 1.80, ενώ ο Pacciani ήταν μόλις 1.60.
Ο Pacciani είχε άλλοθι για το βράδυ του Σαββάτου πριν από το έγκλημα του 1985, ο οποίος θεωρείται από πολλούς ο πραγματικός χρόνος του εγκλήματος (οι εισαγγελείς υποψιάζεται ότι άλλαξαν την επίσημη ημερομηνία σε Κυριακή για να καταδικαστεί ο Pacciani).
Ο Pacciani κατηγορήθηκε επισήμως ότι ήταν το Τέρας στις 19 Ιανουαρίου 1993. Η δίκη, που μεταδόθηκε ζωντανά από την τηλεόραση, ξεκίνησε στις 14 Απριλίου. Ο Pacciani διακύρηξε την αθωότητά του, αν και η σύζυγος και οι κόρες του Pacciani αφηγήθηκαν πολλά από τα εγκλήματα που διέπραξε εναντίον τους, κατέθεσαν ότι ο Pacciani δεν θα μπορούσε να είναι το Τέρας επειδή ήταν πάντα μεθυσμένος στο σπίτι.
O Pacciani παρά την έλλειψη στοιχείων καταδικάστηκε το 1994. Στο εφετείο το 1996 αθωώθηκε και αφέθηκε ελεύθερος.
Το περιβάλλον του Pacciani
Στο εφετείο η Εισαγγελεία εμφάνισε τέσσερις μαρτύρες-«αστέρια» όταν η αρχική καταδίκη του Pacciani ήταν έτοιμη ν’ ανατραπεί.
Αυτά τα άτομα ισχυρίστηκαν ότι ήταν παρόντα σε ένα ή περισσότερα εγκλήματα. Ήταν: μια πόρνη, η Gabriella Ghiribelli, ο νταβατζής της, Norberto Galli και ένας φίλος του Pacciani, ονόματι Giancarlo Lotti (φωτό).
Σύμφωνα με τους Ghiribelli και Galli, το αυτοκίνητο του Giancarlo Lotti ήταν παρκαρισμένο κοντά στο σημείο της επίθεσης του 1985, τη νύχτα του εγκλήματος. Αυτό οδήγησε την αστυνομία να ερευνήσει περαιτέρω τον Lotti.
Αφού αποκόμισαν κάποια στοιχεία μέσω τηλεφωνικής παρακολούθησης, ο Lotti τελικά ομολόγησε ότι ήταν παρών σε μερικά από τα εγκλήματα που διέπραξε το Τέρας της Φλωρεντίας.
Σύμφωνα με τον Lotti, ήταν ο Pacciani που πυροβόλησε τα θύματα και ένας φίλος του Pacciani, ο Mario Vanni, που χρησιμοποίησε το μαχαίρι για τους ακρωτηριασμούς. Ο Lotti, αρχικά είπε ότι ο ρόλος του ήταν απλώς να κρατάει τσίλιες για να βεβαιωθεί ότι δεν πλησίαζε κανείς.
Όσο περισσότερο όμως τον πίεζε η αστυνομία, τόσα περισσότερα παραδεχόταν, μέχρι που ομολόγησε τελικά ότι είχε τραβήξει την σκανδάλη στο τροχόσπιτο των Γερμανών το 1983, πυροβολώντας τους δύο τουρίστες.
Αυτό οδήγησε στη μοναδική δίκη και καταδίκη για την υπόθεση του Τέρατος της Φλωρεντίας: οι Giancarlo Lotti και Mario Vanni καταδικάστηκαν και οδηγήθηκαν στη φυλακή.
Υπό το φως της κατηγορίας του Lotti, νέα δίκη ορίστηκε για τον Pietro Pacciani, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Ο Pacciani πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1998. Παρά τη δίκη και την καταδίκη των Lotti και Vanni, η επικρατούσα απόψη είναι ότι η υπόθεση του Τέρατος της Φλωρεντίας παραμένει ακόμα ανοικτή.
Ο βασικός πληροφοριοδότης που οδήγησε σε αυτές τις καταδίκες ήταν ο Giancarlo Lotti, ο οποίος εν μέρει ομολόγησε τους πυροβολισμούς, όμως ο Lotti από πολλούς δεν θεωρείται αξιόπιστος μάρτυρας. Την εποχή εκείνη ήταν αλκοολικός που ζούσε άφραγκος σ’ ένα κέντρο επανένταξης .
Θεωρείται ευρέως ότι οι ομολογίες του είχαν ως κίνητρο την επιθυμία για κάποιου είδους αναγνώριση και την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής του, όσο παράξενο κι αν φαίνεται, με το να πάει στην φυλακή όπου θα του εξασφαλιζόταν τουλάχιστον μια στέγη πάνω από το κεφάλι του και τρία γεύματα ημερησίως.
Ο Antonio Segnini, συγγραφέας του ebook, «Η αλήθεια για το Τέρας της Φλωρεντίας» (“La Verità sul Mostro di Firenze”) έχει μια διαφορετική θεωρία για τον Giancarlo Lotti και τις ομολογίες του (βλ. θεωρίες παρακάτω).
Το Τέρας στοχοποιούσε ζευγάρια που έκαναν σεξ σε αυτοκίνητα, που ήταν σταθμευμένα σε κάποια απομονωμένη περιοχή, μέσα στη νύχτα. Έφτανε περπατώντας στα αυτοκίνητα και πυροβολούσε τα θύματα από τα παράθυρα ή μερικές φορές μέσα από τις πόρτες του αυτοκινήτου με την ίδια Beretta 22 χιλιοστών, γεμισμένη με σφαίρες Winchester της σειράς H, που προέρχονταν όλες από το ίδιο κουτί.
Όταν και τα δύο θύματα ήταν νεκρά ή πέθαιναν, έσερνε τις γυναίκες λίγα μέτρα μακρύτερα από το αυτοκίνητο, τις έγδυνε, τις ακρωτηρίαζε και τις μαχαίρωνε ενώ ήταν ήδη νεκρές. Συγκεκριμένα εστίαζε τις μαχαιριές γύρω από τα στήθη και τα σεξουαλικά όργανα, τα οποία στη συνέχεια αφαιρούνταν και παίρνονταν από τον δολοφόνο (με εξαίρεση την Barbara Locci, δεδομένου ότι ήταν το πρώτο του γυναικείο θύμα και την Antonella Migliorini, διότι διακόπηκε από διερχόμενο οδηγό).
Ο τύπος του μαχαιριού δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα, αλλά μπορεί να ήταν ένα μαχαίρι καταδύσεων. Πιστεύεται επίσης ότι φορούσε χειρουργικά γάντια για να μην αφήνει δακτυλικά αποτυπώματα.
Το προφίλ του Τέρατος της Φλωρεντίας
Το 1989, η Μονάδα Συμπεριφορικής Επιστήμης (BSU) του FBI περιέγραψε το προφίλ του Τέρατος, ύστερα από ανεπίσημο αίτημα των Carabinieri. Δεν μοιάζει με τον Pacciani και δεν συμπεριλήφθηκε ποτέ στην αστυνομική έρευνα. Αυτά είναι τα περιεχόμενα του προφίλ:
Μόνος, σεξουαλικά ανίκανος άντρας ηλικίας 40-45 ετών (το 1985).
Δεξιόχειρας.
Μέτριας νοημοσύνης, με ολοκληρωμένες σπουδές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή αντίστοιχες στο Ιταλικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Χειρώνακτας.
Ζούσε μόνος ή μ’ έναν ηλικιωμένο συγγενή σε περιοχή της εργατικής τάξης την εποχή των δολοφονιών.
Μπορεί να έχει ποινικό μητρώο, αν και μόνο για μικρότερα εγκλήματα, όπως κλοπές ή εμπρησμοί, και όχι για σοβαρά βίαια εγκλήματα.
Δεν είναι συνήθως βίαιος και δεν είναι βιαστής.
Μικρή σεξουαλική επαφή με γυναίκες της ηλικίας του, ανώριμος και ανεπαρκής σε σεξουαλικά ζητήματα.
Παθολογικό μίσος εναντίον των γυναικών.
Πιθανότατα ζούσε σε κάποιο άλλο μέρος και όχι στη Φλωρεντία κατά τη διάρκεια της παύσης των εγκλημάτων ανάμεσα στο 1974 και το 1981.
Επιλέγει μέρη που γνωρίζει, όχι συγκεκριμένα θύματα.
Πιθανότατα ζούσε κοντά στο σημείο όπου σκότωσε τα πρώτα του θύματα.
Νιώθει πιο άνετος χρησιμοποιώντας μαχαίρι παρά όπλο.
Το γεγονός ότι παρακολουθούσε τα θύματά του να κάνουν σεξ και τους επιτεθόταν αστραπιαία ενώ αυτά ήταν ανυποψίαστα, δείχνει ότι δεν είχε εμπιστοσύνη στην ικανότητά του να ελέγχει τα θύματά του ή δεν μπορούσε να τα αντιμετωπίσει ενώ αυτά ήταν ζωντανά.
Στόχευε πρώτα τους άντρες, προκειμένου να εξαλείψει αυτή που θεωρούσε ως τη μεγαλύτερη απειλή. Το γεγονός ότι ο δολοφόνος έριχνε τόσους πυροβολισμούς δείχνει ότι ήθελε να εξασφαλίσει ότι και τα δύο θύματα ήταν νεκρά, πριν προχωρήσει στον ακρωτηριασμό των γυναικών.
Αυτό το τελετουργικό, το οποίο χαρακτηρίζεται από την πράξη του δολοφόνου να κατέχει τα θύματα, ήταν πολύ σημαντικό γι’αυτόν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο χρησιμοποιεί το ίδιο όπλο, πυρομαχικά από το ίδιο κουτί, και το ίδιο μαχαίρι σε όλες τις δολοφονίες.
Πιθανώς φορούσε ακόμα και τα ίδια ρούχα και αξεσουάρ. Τα μέρη του σώματος που παίρνονταν ως αναμνηστικά, ενδεχομένως μαζί με κοσμήματα και μπιχλιμπίδια των θυμάτων, του επέτρεπαν να ξαναζεί τις δολοφονίες. Μπορεί ακόμη και να έχει φάει κάποια από τα μέρη του σώματος για να ολοκληρώσει την πράξη της κατοχής.
Η αποστολή γραμμάτων στις αρχές δείχνει ότι η κάλυψη από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ήταν σημαντική γι’αυτόν και ότι αποκτούσε όλο και περισσότερη αυτοπεποίθηση.
Εκτός από το προφίλ της BSU, ένα αποτύπωμα παπουτσιού νούμερο 44 (φωτό) βρέθηκε στη σκηνή του φόνου των Cambi-Baldi, σημάδια από γόνατο βρέθηκαν στο πλάι του αυτοκινήτου στη σκηνή του εγκλήματος των Rontini-Stefanacci και ο δολοφόνος που πυροβόλησε μέσα από τα παράθυρα του van των Rüsch και Meyer (που είναι συνήθως υψηλότερο από το μέσο Ιταλικό όχημα), δείχνει ότι το Τέρας έχει ύψος μεταξύ 1.80 και 1.85.
Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για το ποιος είναι το Τέρας της Φλωρεντίας.
Η θεωρία του Mario Spezi
Ο Mario Spezi είναι ο δημοσιογράφος που έκανε ρεπορτάζ στον τόπο των εγκλημάτων και κάλυψε την υπόθεση από πρώτο χέρι από το 1981.Ο Spezi είναι πεπεισμένος ότι ο δολοφόνος σχετίζεται με τη φατρία των Σαρδηνών που συμμετείχε στην πρώτη δολοφονία το 1968.
Η θεωρία του Spezi επιλύει το ζήτημα του όπλου και πώς χρησιμοποιήθηκε το ίδιο πιστόλι στις δολοφονίες του Τέρατος. Σύμφωνα με τη θεωρία του, ένα άτομο που σχετίζεται με τη φατρία απέκτησε το όπλο και το χρησιμοποίησε για να εκτελέσει εγκλήματα-αντιγραφές. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να προτείνει ένα συγκεκριμένο άτομο ως τον δολοφόνο.
Ο Spezi στηρίζει τη θεωρία του επισημαίνοντας πως το εν λόγω άτομο -ο Antonio Vinci – αν και μικροκακοποιός, δεν βρισκόταν στη φυλακή ενώ διαπράχθηκαν όλα τα εγκλήματα και επίσης ήταν μακριά από τη Φλωρεντία (στη Σαρδηνία και τη λίμνη Κόμο) ανάμεσα στο 1974 και το 1981, όταν δεν πραγματοποιήθηκε καμμία δολοφονία.
Ο Antonio Vinci έμενε με τον πατέρα του το 1970, αλλά έφυγε το 1973, μετά από αρκετούς καυγάδες, ενώ τουλάχιστον μία φορά απείλησε τον πατέρα του με μαχαίρι καταδύσεων.
Ο Antonio Vinci (φωτό) συνελήφθη για διάρρηξη στο σπίτι του πατέρα του το 1974, αλλά δεν αποδείχθηκε ότι έκλεψε κάτι. Ο Spezi υποθέτει ότι έκλεψε το όπλο από τον πατέρα του, Salvatore.
Για να υποστηρίξει περαιτέρω τη θεωρία του, ο Spezi επισημαίνει επίσης ότι ο γάμος του Antonio Vinci είχε ακυρωθεί με επίσημη αιτιολογία «αδυναμία τεκνοποίησης», που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως «ανικανότητα».
Ο Spezi ήταν ο πρώτος που επινόησε τη φράση “Il Mostro di Firenze” και έχει γράψει τρία βιβλία για το αντικείμενο.
Το πιο πρόσφατο βιβλίο του, που συνέγραψε με τον Douglas Preston, ονομάζεται “The Monster of Florence” και είναι μία από τις πιο ακριβείς, ενημερωμένες και δραματικές περιγραφές της ιστορίας.
Ο Spezi αναλύει με μεγάλη λεπτομέρεια τη θεωρία του για το ποιος είναι το Τέρας και πώς καταλήγει στο συμπέρασμά του.
Η θεωρία του Nino Filastò
Ο Nino Filastò είναι ο δικηγόρος που υπεράσπισε τον Mario Vanni, έναν από τους δύο άνδρες που καταδικάστηκαν ως κουστωδία του Pacciani.
Ο Filastò πιστεύει ότι οι δολοφονίες του Τέρατος της Φλωρεντίας ξεκίνησαν το 1968 και όχι το 1974, άρα το όπλο δεν άλλαξε χέρια από τους Σαρδηνούς στον μανιακό της Φλωρεντίας. Σύμφωνα με τον Filastò, οι Σαρδηνοί και ο Mele δεν είχαν καμία σχέση με το έγκλημα του 1968, το οποίο διαπράχθηκε από το Τέρας.
Η θεωρία του είναι ότι ο δολοφόνος είναι -ή προσποιείται ότι είναι- μέλος της αστυνομίας. Για να δικαιολογήσει τη θεωρία του, ο Filastò παραθέτει το γεγονός ότι σε δύο περιπτώσεις η πινακίδα του αυτοκινήτου του δολοφονημένου ζευγαριού βρέθηκε στο πάτωμα του οχήματος, ακριβώς κάτω από το κάθισμα του οδηγού, σαν να είχε βγει για να επιδειχθεί.
Ο Filastò (φωτό) θεωρεί ότι ο δολοφόνος πλησίασε το αυτοκίνητο με τη δικαιολογία ότι είναι αστυνομικός που έκανε τυχαίο έλεγχο και στη συνέχεια άνοιξε πυρ εναντίον των θυμάτων.
Σε άλλη περίπτωση, ένας ανώνυμος μάρτυρας εκμυστηρεύτηκε στον Filastò ότι λίγο πριν από μία από τις δολοφονίες είχαν δει ένα ύποπτο αστυνομικό αυτοκίνητο που κυκλοφορούσε αργά στην περιοχή που αργότερα θα γινόταν τόπος του εγκλήματος.
Ο μάρτυρας δήλωσε ότι το αστυνομικό αυτοκίνητο φάνηκε να «σκανάρει» την περιοχή και ήταν διπλά παράξενο επειδή το οδηγούσε ένας μόνο αστυνομικός, ενώ στην Ιταλία οι αστυνομικοί συνήθως δεν περιπολούν μόνοι τους αλλά με συνάδελφο.
Ο Filastò υποθέτει ότι ο δολοφόνος δρα μόνος του και διαπράττει τα εγκλήματα τις ημέρες σύμφωνα με κάποιο θρησκευτικό ή λατρευτικό γεγονός. Υποστηρίζει περαιτέρω τη θεωρία του επισημαίνοντας πως ο δολοφόνος χειραγωγούσε το αστυνομικό έργο για την υπόθεση.
Για παράδειγμα, ο Filastò πιστεύει ότι ήταν το Τέρας που έστειλε το απόκομμα εφημερίδας για το έγκλημα του 1968, προκειμένου να στείλει την αστυνομία σε λάθος μονοπάτι.
Σύμφωνα με τη θεωρία του, αυτό δίνει την εντύπωση ενός ατόμου που είχε γνώση για το τι έκανε η αστυνομία, κάτι που μόνο ένα μέλος της θα μπορούσε να γνωρίζει.
Η θεωρία του Michele Giuttari
Ο Michele Giuttari ήταν ο επικεφαλής αστυνομικός ερευνητής στην υπόθεση του Τέρατος από το 1995 έως το 2003. Ο Giuttari πιστεύει σε αυτό που έχει θεωρηθεί ως η επίσημη λύση των εγκλημάτων και η οποία ήταν σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα της δικής του έρευνας για την υπόθεση.
Σύμφωνα με τον Giuttari, ο Pacciani ήταν ο δολοφόνος, δουλεύοντας με την κουστωδία του, τον Mario Vanni και τον Giancarlo Lotti που τον βοήθησαν να πραγματοποιήσει τις δολοφονίες.
Οι τρεις -σύμφωνα με την επίσημη λύση της υπόθεσης- ενεργούσαν κατόπιν εντολής και πληρωνόντουσαν για τα μέρη του σώματος που έφερναν στο άτομο που διέταζε τα εγκλήματα.
Ο «εντολέας» των εγκλημάτων υποτίθεται ότι ήταν ένα μυστηριώδες άτομο που ανήκει στην κοινωνική ελίτ, όπως ένας διακεκριμένος γιατρός ή καθηγητής.
Ο Giuttari (φωτό) πιστεύει ότι τα μέρη του σώματος χρησιμοποιούνταν στη συνέχεια σε σατανιστικές τελετές ή φετιχιστικά όργια, μαύρη μαγεία ή θυσίες στο Διάολο από μια σατανιστική σέχτα που λάμβανε χώρα σε κάποιο υπόγειο περιβάλλον, που όμως δεν αποκαλύφθηκε ποτέ.
Ο Giuttari υποστηρίζει αυτές τις ιδέες αναφερόμενος σε αυτά που θεωρεί στοιχεία που επισημαίνουν τη σχέση μεταξύ των εγκλημάτων και της λατρείας του Διαβόλου.
Ένα παράδειγμα είναι μια περίεργη εξάγωνη πέτρα (φωτό) με μορφή πυραμίδας που βρέθηκε σε μια από τις σκηνές του εγκλήματος. Εκεί κοντά βρέθηκε και ένας κύκλος από πέτρες με ένα σταυρό στη μέση. Ο Giuttari πιστεύει ότι αυτά είναι σύμβολα που χρησιμοποιούνται από σατανιστικές αιρέσεις.
Ο Spezi θεωρεί την σατανιστική θεωρία γελοία και αναφέρει ότι ο τύπος της πέτρας που δείχνει ο Giuttari, χρησιμοποιείται σε παλιά σπίτια της Τοσκάνης ως στοπ στις πόρτες. Για τον Spezi, η λύση για το γρίφο του Τέρατος της Φλωρεντίας βρίσκεται στη φατρία των Σαρδηνών.
Ο Giuttari αφιέρωσε χρόνια στην έρευνα για το ποιος μπορεί να είναι αυτός που πλήρωσε για την εκτέλεση αυτών των πράξεων και δημιούργησε μέχρι και μια ειδική ομάδα για το σκοπό αυτό, με το όνομα “Gides”.
Δύο άντρες τελικά διερευνήθηκαν, ένας γιατρός από την Περούτζια, ο Francesco Narducci, ο οποίος πέθανε υπό μυστηριώδεις συνθήκες το 1985 και ένας φαρμακοποιός, ο Francesco Calamandrei, από μια πόλη κοντά στη Φλωρεντία, το San Casciano (η πόλη που ζούσε ο Pietro Pacciani).
Και οι δύο άνδρες απαλλάχθηκαν εντελώς από όλες τις κατηγορίες και δεν βρέθηκαν ποτέ «εντολείς» για τις δολοφονίες του Τέρατος. Ωστόσο, ο Giuttari συνέχισε να γράφει πολλά βιβλία εμπνευσμένα από αυτές τις εμπειρίες και τώρα είναι συγγραφέας αστυνομικών βιβλίων.
Ο πάρα πολύ περίεργος θάνατος του Francesco Narducci
Ο Narducci (φωτό) ήταν γιατρός και καθηγητής πανεπιστημίου στην Περούτζια. Ανήκε σε μία από τις πλουσιότερες οικογένειες στην Περούτζια και ολόκληρης της Ιταλίας. Βρέθηκε νεκρός στη λίμνη Trasimeno, στις 13 Οκτωβρίου 1985, λίγες εβδομάδες μετά την τελευταία δολοφονία του Τέρατος.
Ο θάνατος θεωρήθηκε τυχαίος πνιγμός και δεν έγινε νεκροψία, παρά το γεγονός ότι είναι υποχρεωτική από το νόμο.
Το ενδιαφέρον επανήλθε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν μια συμμορία που έκανε απειλητικά τηλεφωνήματα σε μια γυναίκα, ισχυρίστηκε ότι θα τη δολοφονήσουν όπως δολοφόνησαν τον Pacciani και τον Narducci, οι οποίοι υποτίθεται ότι ήταν μέλη μιας σατανιστικής αίρεσης και είχαν βγει από τη μέση επειδή την πρόδωσαν.
Ο Pacciani πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του απομονωμένος, αμπαρώνοντας όλες τις πόρτες και τα παράθυρα τη νύχτα, μέχρι που βρέθηκε νεκρός το 1998, με κατεβασμένο το παντελόνι και ένα πουλόβερ γύρω από το λαιμό του.
Ο θάνατός του προκλήθηκε από αντι-ασθματικό φάρμακο που αντενδεικνύεται έντονα σε καρδιοπαθείς όπως ήταν ο Pacciani, ο οποίος δεν ήταν ασθματικός. Ο θάνατός του διερευνήθηκε ως δολοφονία.
Μια εκταφή του 2002 έδειξε ότι η σορός στον τάφο του Narducci δεν ανήκε στον ίδιο, αλλά σ’ έναν άγνωστο, ο οποίος είχε πράγματι δολοφονηθεί. Πιστεύεται ότι δολοφονήθηκε από μια Μασονική στοά στην οποία ήταν μέλος ο πατέρας του και ότι είχε αλλάξει τη σορό για να καλύψει την δολοφονία του Narducci.
Ο πατέρας του ισχυρίστηκε ότι ο Narducci είχε αυτοκτονήσει αφού διαγνώστηκε με μια ανίατη ασθένεια, αλλά δεν έδωσε καμία εξήγηση γιατί είχε αλλαχτεί η σορός.
Ένας ανακριτής θεωρεί ότι ο Narducci «ήταν θαμώνας του περιβάλλοντος που συνδέεται με τα εγκλήματα (του Τέρατος)», επικαλούμενος «πολλές δηλώσεις ενημερωμένων ανθρώπων». Υποτίθεται ότι ο Narducci ήταν ο εγκέφαλος των «Φίλων από το Πικνίκ» (το περιβάλλον του Pacciani) ή της αποκρυφιστικής ομάδας που βρισκόταν πίσω από αυτούς.
Το 2012, ο προκαταρκτικός δικαστής αμφισβήτησε όλα τα προηγούμενα ευρήματα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σορός ήταν στην πραγματικότητα του Narducci, ότι είχε αυτοκτονήσει από υπερβολική δόση Demerol και ότι σε καμία περίπτωση δεν συνδεόταν με τις δολοφονίες του Τέρατος.
Η απόφαση προσβλήθηκε από τον εισαγγελέα της Perugia, Giuliano Mignini, και η έφεσή του έγινε δεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο το 2013.
Οι ντετέκτιβ της Φλωρεντίας υπέκλεπταν τηλεφωνικές συνομιλίες ατόμων που σχετίζονταν με υπόπτους που ευθύνονταν για τον εκτροχιασμό της υπόθεσης Narducci, συμπεριλαμβανομένου του δημοσιογράφου Mario Spezi. Ο Spezi (φωτό) ήταν παλιός φίλος με τον φαρμακοποιό Francesco Calamandrei.
Από κάποιες τηλεφωνικές συνομιλίες -μερικές ανάμεσα Spezi και τον Aμερικανό συγγραφέα Douglas Preston- φαινόταν ότι ο Spezi και άλλοι υποτίθεται ότι προετοιμάζονταν να κάνουν «κάτι ανησυχητικό», ενώ δεν μπορούσε να εξακριβωθεί τι.
Στις 23 Φεβρουαρίου 2006, ο εισαγγελέας Mignini κάλεσε τον Douglas Preston για να τον ανακρίνει ως άτομο που γνώριζε για τις δραστηριότητες του Spezi.
Ο Mignini έβαλε στον Preston να ακούσει μία από τις τηλεφωνικές υποκλοπές που ακουγόταν η δική του φωνή. Ο Mignini διέκοψε την ανάκριση καθώς υποπτεύτηκε ότι ο Preston υπέπεσε σε ψευδορκία, δεδομένης της εμφανούς αντίφασης μεταξύ της απάντησής του και του περιεχομένου των τηλεφωνικών υποκλοπών.
Τον Απρίλιο του 2006, η αστυνομία της Φλωρεντίας συνέλαβε τον Ιταλό δημοσιογράφο Mario Spezi μαζί με τον μαφιόζο Luigi Ruocco και τον πρώην αξιωματικό των Carabinieri, Ferdinando Zaccaria, ενώ εντοπίστηκαν να προσπαθούν να εισέλθουν στον περίβολο μιας ιδιωτικής βίλας, σε εξοχική τοποθεσία τηςΤοσκάνης.
Η αστυνομία, σύμφωνα με τις εντολές του Mignini, είχε υποκλέψει τηλεφωνική συνομιλία τους, στην οποία φαινόταν να σχεδιάζουν να τοποθετήσουν κάποια στοιχεία σχετικά με το Τέρας της Φλωρεντίας στη βίλα.
Η προκαταρκτική δικαστής, Marina De Roberti, κατόπιν αιτήματος του Mignini, διέταξε τους άνδρες να τεθούν υπό κράτηση και επίσης υποπτεύτηκε επισήμως τον Spezi (φωτό) για συμμετοχή στις ανθρωποκτονίες του Τέρατος της Φλωρεντίας.
Το αίτημα της κράτησης δεν προκλήθηκε από υποψία για δολοφονία, αλλά βασίστηκε στην κατηγορία ότι επιχείρησε να εκτρέψει την έρευνα για τον Narducci. Ο Spezi κρατήθηκε για 23 ημέρες, τις 4 χωρίς δικηγόρο, γεγονός που προκάλεσε σάλο στην Ιταλία και έντονη κριτική εναντίον του εισαγγελέα Mignini.
Ποια ήταν η αλήθεια; Ο Spezi είχε πληροφορηθεί από έναν πρώην Carabinieri, ότι οι Σαρδηνοί κατά την περίοδο των δολοφονιών του Τέρατος και μετά, σύχναζαν σε ένα ερειπωμένο παρακείμενο κτίσμα μιας μεγάλης βίλας, που βρισκόταν έξω από την Φλωρεντία.
Λίγους μήνες νωρίτερα, η αστυνομική πηγή του Spezi, του είπε ότι ένας πρώην φυλακισμένος φίλος του, ήταν στο κτίσμα μαζί με τον Antonio Vinci που του έδειξε έξι κλειδωμένα σιδερένια κουτιά και δύο όπλα: ένα πολυβόλο πιστόλι και μια Beretta 22 χιλιοστών.
Ο Antonio Vinci όταν ρωτήθηκε τι έχουν τα κουτιά δήλωσε: «Αυτά είναι δικά μου πράγματα» χτυπώντας το στήθος του. Το 6 σιδερένια κουτιά μπορεί να αντιστοιχούσαν στα 6 γυναικεία θύματα του Τέρατος.
Ο Spezi σκεφτόταν το ενδεχόμενο να μπει στην βίλα για να βγάλει ίσως τη μεγαλύτερη είδηση της ζωής του. Είχε πάει έξω από την βίλα μαζί με τον Preston και έναν πρώην αστυνομικό, νυν ιδιοκτήτη εταιρείας security. Έκαναν μια βόλτα στο δρομάκι και επέστρεψαν στο αυτοκίνητο.
Ο Mignini που είχε βάλει κοριούς και στο αυτοκίνητο του Spezi –λίγες μέρες νωρίτερα του είχαν κλέψει το κασετόφωνο του αυτοκινήτου και του τοποθέτησαν κοριό- έβγαλε το συμπέρασμα ότι o Spezi πήγε στη βίλα για να τοποθετήσει ψεύτικα στοιχεία για να κατηγορήσει κάποιον αθώο ότι είναι το Τέρας, και να εκτρέψει την έρευνα από τον πραγματικό συνεργό του Τέρατος, που είναι ο Spezi!!!
Αυτή η θεωρία μάλλον πηγάζει από το γεγονός ότι ο Spezi ως δημοσιογράφος έχει ανακαλύψει περισσότερα στοιχεία για το Τέρας απ’ότι η Αστυνομία. Λίγο καιρό νωρίτερα είχε δείξει φωτογραφίες από το τελευταίο έγκλημα του Τέρατος το 1985 σε έναν καθηγητή εντομολογίας που του είπε ότι από τις κάμπιες που υπήρχαν στα θύματα, ο χρόνος της δολοφονίας ήταν νωρίτερα από το βράδυ της Κυριακής.
Σύμφωνα με τον εντομολόγο οι δολοφονίες πραγματοποιήθηκαν το αργότερο το Σάββατο το βράδυ. Το Σάββατο όμως ο Pacciani είχε ατράνταχτο άλλοθι. Αυτό -πέρα από το ύψος και τη υγεία του Pacciani- κατέρριπτε την θεωρία του Giuttari ότι ο Pacciani εκτελούσε εντολές σατανιστικής ομάδας.
Ο Antonio Segnini (φωτό) είναι συγγραφέας του «Η Αλήθεια για το Τέρας της Φλωρεντίας», ενός ebook γραμμένο στα Ιταλικά (“La Verità sul Mostro di Firenze”). Ο Segnini παίρνει το ρίσκο και δηλώνει ξεκάθαρα ποιος πιστεύει ότι είναι το Τέρας: ο Giancarlo Lotti.
Η θεωρία του είναι η ακόλουθη: ο Lotti ήταν ένας μπανιστιρτζής, ο οποίος το 1968, έπαιρνε μάτι τη Barbara Locci και τον εραστή της μέσα στο αυτοκίνητο.
Κρυμμένος στο σκοτάδι, ήταν ακούσιος μάρτυρας της διπλής δολοφονίας που διέπραξε η οικογένεια του Mele που στη συνέχεια σχεδίαζε να ρίξει το έγκλημα στον Salvatore Vinci.
Το όπλο αφέθηκε επίτηδες στο έδαφος, για να μπλέξουν περισσότερο τον Vinci, καθώς ήταν ο Salvatore Vinci που είχε πουλήσει το όπλο στην οικογένεια Mele. Ο Lotti, ο οποίος ήταν κρυμμένος στο σκοτάδι, πήρε το όπλο και το κράτησε.
Αυτή η διπλή δολοφονία τον ενέπνευσε αργότερα να «βρει μια ταυτότητα», αναπαράγοντας παρόμοια εγκλήματα και να γίνει το Τέρας της Φλωρεντίας. Ως άνθρωπος, ο Lotti ήταν κοινωνικός παρίας που δεν είχε σχεδόν καθόλου φίλους και δεν είχε ποτέ ερωτική σχέση με γυναίκα.
Η θεωρία του Segnini είναι ότι σκότωνε για να αισθανθεί σημαντικός, να διαβάσει τις πράξεις του στις εφημερίδες και ν’ ακούσει όλους τους ανθρώπους στην πόλη να μιλάνε για αυτό που είχε κάνει.
Πράγματι, ο Lotti είχε πολλά χαρακτηριστικά που αναφέρονται στα προφίλ του Τέρατος της Φλωρεντίας και είχε το σωστό ύψος και ηλικία (δεν ζει πλέον).
Σύμφωνα με τον Segnini, ο Lotti ομολόγησε και κατηγόρησε τον Vanni και τον Pacciani, ώστε να ρίξει το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης σε άλλους, επιτυγχάνοντας έτσι μια πολύ ελαφρύτερη ποινή για τον εαυτό του. Η ομολογία του εξηγούσε επίσης ότι υπήρχαν κάποια στοιχεία εναντίον του.
Με το να λέει ότι βρισκόταν στις σκηνές του εγκλήματος απλώς «για να κρατάει τσίλιες» και ότι «πυροβόλησε μόνο μία φορά, τους Γερμανούς τουρίστες» εξηγούσε, με πιστευτό τρόπο, γιατί είδαν το αυτοκίνητό του στην περιοχή, χωρίς όμως ν’αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη. Ο Segnini πιστεύει ότι ο Lotti ήταν το μοναδικό Τέρας της Φλωρεντίας.
Υπάρχουν όμως δύο μεγάλα κενά στη θεωρία του Segnini: Ο Lotti βρήκε το όπλο πεταμένο στον τόπο του εγκλήματος το 1968, αλλά τις σφαίρες που ανήκουν στο ίδιο κουτί πού τις βρήκε; Και επίσης, στους φατριακούς φόνους δεν συνηθίζεται να εγκαταλείπεται το όπλο στο τόπο του εγκλήματος. Άρα, μάλλον στους Σαρδηνούς παρέμεινε το όπλο.
Ο Francesco Bruno (φωτό), πανεπιστημιακός καθηγητής στην εγκληματολογία, ο οποίος έχει μελετήσει εκτενώς την υπόθεση του Τέρατος, πιστεύει ότι ο δολοφόνος είναι μέρος μιας σατανιστικής αίρεσης που σκοτώνει για να προσφέρει θυσίες για μαύρη μαγεία.
Ο Bruno φτάνει στο σημείο να λέει ότι το Τέρας αφήνει αινιγματικά μηνύματα στην αστυνομία. Για παράδειγμα, το “b” που λείπει από τη λέξη “repubblica” δεν είναι, όπως πολλοί πιστεύουν, ορθογραφικό λάθος.
Ο Bruno πιστεύει ότι ο δολοφόνος σκόπιμα άφησε το γράμμα “b”, για να υποδείξει ότι ζούσε σε μια πόλη που τ’ όνομά της αρχίζει από το γράμμα “b”, όπως το Bagno a Ripoli, μια περιοχή στη νότια Φλωρεντία.
Η θεωρία του Paolo Cochi
Ο Paolo Cochi, συγγραφέας και σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ “I Delitti del Mostro di Firenze” («Τα εγκλήματα του Τέρατος της Φλωρεντίας») είναι της γνώμης ότι ο δολοφόνος είναι ένα άτομο που κατά πάσα πιθανότητα «δεν έχουν υποψιαστεί ποτέ, ούτε έχει ερευνηθεί ποτέ».
Ο εισαγγελέας Paolo Canessa που ασχολείται με την υπόθεση ερευνά τώρα επισήμως τον 87χρονο Giampiero Vigilanti (φωτό), κάτοικο του Prato και πρώην λεγεωνάριο.
Ο Vigilanti, ο νέος ύποπτος, πιστεύεται ότι γνώριζε τον Pietro Pacciani, έναν από τους τέσσερις άνδρες που καταδικάστηκαν. Και οι δύο ζούσαν στο χωριό Vicchio, στο Mugello, το 1951 όταν ο Pacciani δολοφόνησε τον ερωτικό του αντίπαλο, αφού τον ξάφνιασε ενώ βρισκόταν με τη φίλη του.
Λίγο μετά την πρώτη διπλή δολοφονία και πριν εμπλακεί το όνομα του Pacciani, ο Vigilanti γράφτηκε στην Γαλλική Λεγεώνα των Ξένων. Ο συνταξιούχος συνδέεται επίσης με ακροδεξιές ομάδες. Ο Vigilanti έχει ανακριθεί από τον Canessa αρκετές φορές τους τελευταίους μήνες και οδηγήθηκε στους τόπους των εγκλημάτων.
«Δεν φοβάμαι, είμαι καθαρός», δήλωσε ο πρώην λεγεωνάριος στην Tgr Rai της Τοσκάνης, «είχα πάντα τέσσερα όπλα». Πρόσθεσε: «Αυτοί [οι επιθεωρητές] ήρθαν σε μένα και δεν έφυγαν ποτέ, γι’αυτό θέλω να πω ότι είμαι καθαρός».
Ωστόσο, αποκαλύφθηκε ότι ένα από τα όπλα που είχε στην κατοχή του ήταν μια Beretta 22 χιλιοστών, ο ίδιος τύπος όπλου που χρησιμοποιήθηκε και στις δολοφονίες. Τα όπλα δεν μπορούν να βρεθούν αν και είναι κανονικά δηλωμένα, για το οποίο ο Vigilanti δίνει την απάντηση: «Με λήστεψαν και το ανέφερα».
Η ανοικτή και πάλι έρευνα εξετάζει επίσης τη θεωρία που διατύπωσε πριν από 30 χρόνια ο δικηγόρος Vieri Adriani (φωτό), σύμφωνα με τον οποίο τα εγκλήματα του Τέρατος της Φλωρεντίας ήταν «προβοκάτσιες» (“pista nera”).
Πρότεινε ότι τα εγκλήματα χρησίμευαν ως αντιπερισπασμοί για τους δικαστές και την κοινή γνώμη από αυτό που συνέβαινε στην Ιταλία κατά τη διάρκεια της «Στρατηγικής της Έντασης».
Η Ιταλική «Στρατηγική της Έντασης» αναφέρεται σε τρομοκρατικές ενέργειες που διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1970 και του 1980 από ακροδεξιούς εξτρεμιστές, όπως η έκρηξη βόμβας στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια το 1980 με 85 νεκρούς, που στόχευε στο να ρίξουν την ευθύνη στους κομμουνιστές, για να εξουδετερωθούν τα κομμουνιστικά κινήματα και να κερδίσουν υποστήριξη οι δεξιές πολιτικές.