Κεντρικός στόχος για την ελληνική οικονομία κατά την επόμενη δεκαετία πρέπει να είναι η συστηματική αύξηση του κατά κεφαλήν πραγματικού εισοδήματος, ώστε αυτό να συγκλίνει σταδιακά με τον μέσο όρο της ΕΕ και να κερδηθεί το στοίχημα με τη χρηματοδότηση των επενδύσεων.
Επιπλέον βασικοί στόχοι κατά τη διαδικασία σύγκλισης πρέπει να είναι η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, κυρίως μέσω της κοινωνικής κινητικότητας και της αναβάθμισης των ευκαιριών για τα περισσότερο αδύναμα νοικοκυριά, και η βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων.
Οι δράσεις πολιτικής που περιγράφονται στην τελική έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη, έχουν ακριβώς αυτό το σκοπό, με επίκεντρο την συστηματική αύξηση της παραγωγικότητας και της συμμετοχής στην αγορά εργασίας, τομείς όπου καταγράφεται διαχρονικά υστέρηση.
Για την αύξηση της παραγωγικότητας είναι απαραίτητες δομικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του δημόσιου τομέα και των αγορών, ενώ κεντρικό ρόλο πρέπει να έχουν οι επενδύσεις και η ενσωμάτωση καινοτόμων μεθόδων παραγωγής και νέων τεχνολογιών. Οι μεταρρυθμίσεις ωστόσο χρειάζονται χρηματοδοτική στήριξη.
Τι επισημαίνει η Επιτροπή Πισσαρίδη, για το φλέγον ζήτημα στη χρηματοδότηση των επενδύσεων
Καταρχήν, αν και η δυναμική της παγκόσμιας οικονομίας θα είναι ιδιαίτερα αβέβαιη την επόμενη δεκαετία, αυτή η περίοδος μπορεί σχηματικά να διαιρεθεί σε δύο μέρη όσον αφορά το πλαίσιο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας, αναμένεται να συνυπάρχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά
Δυνατότητα εκμετάλλευσης του παραγωγικού κενού εγχωρίως για επίτευξη μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ, με σταδιακή μείωση ανεργίας και επενδυτικού κενού.
Δυνατότητα ενίσχυσης εξαγωγών λόγω αύξησης της διεθνούς ζήτησης, σε συνέχεια της αναγκαστικής μείωσης της κατανάλωσης και των επενδύσεων κατά την κρίση της πανδημίας COVID-19. Οι ιδιωτικές επενδύσεις εγχωρίως θα υστερούν, όμως, σε σχέση με τις ανάγκες, στον βαθμό που οι σχετικές αγκυλώσεις στο θεσμικό περιβάλλον και στη χρηματοδότηση θα αίρονται μόνο σταδιακά.
Η χρηματοδότηση των επενδύσεων από τα προγράμματα της ΕΕ σχετικά με την αντιμετώπιση της πανδημίας θα είναι σημαντική
Τα επιτόκια διεθνώς αναμένεται να κυμαίνονται χαμηλά, παρά την αντιστροφή των ευρύτερων μέτρων νομισματικής πολιτικής, στοιχείο που θα επιτρέπει σχετικά ευκολότερη αναχρηματοδότηση του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους.
Οι απαιτήσεις για την αναχρηματοδότηση του διμερούς δημόσιου χρέους, σε συμφωνία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, θα είναι χαμηλές
Σε αυτό το διάστημα, είναι κρίσιμη η αποτελεσματική χρησιμοποίηση ευρωπαϊκών και εθνικών δημόσιων πόρων για να στηριχθούν αφενός επενδύσεις σε δημόσιες υποδομές και αφετέρου δομικές μεταρρυθμίσεις που θα δρομολογήσουν την αύξηση της παραγωγικότητας και της συμμετοχής στην αγορά εργασίας.
Δεδομένης της αρχικά ιδιαίτερα υψηλής ανεργίας, προτεραιότητα θα πρέπει επίσης να δοθεί σε παρεμβάσεις που βραχυπρόθεσμα θα δημιουργούν μεγάλο αριθμό θέσεων εργασίας ή τις συνθήκες ώστε η ανεργία να παραμείνει συστηματικά χαμηλή κατά τα επόμενα έτη.
Τέλος, η οικονομία θα πρέπει να κινηθεί σε πλαίσιο δημοσιονομικής αξιοπιστίας, με πρωτογενή πλεονάσματα που θα μειώνουν σταδιακά το δημόσιο χρέος, αλλά θα είναι ήπια ώστε να μην εμποδίζεται η ανάπτυξη της παραγωγικής βάσης.
Ο ρόλος του «Ταμείου Ανάκαμψης» (NextGenerationEU) και του ΕΣΠΑ 2021-2027 (Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο) σε αυτό το διάστημα θα είναι ιδιαίτερα σημαντικός, όχι μόνο για να καλυφθεί μέρος του αρχικού κενού των ιδιωτικών επενδύσεων και να επουλωθούν πληγές που θα έχει αφήσει η πανδημία, αλλά κυρίως για να υποβοηθηθεί η στροφή στο παραγωγικό υπόδειγμα της οικονομίας. Παράλληλα το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων θα πρέπει να ενισχυθεί με πόρους και ως προς την αποτελεσματικότητά του στη βάση κυλιόμενου αλλά συστηματικού μεσοπρόθεσμου (πενταετούς) σχεδιασμού.
Όμως, οι δημόσιοι πόροι, αν και σημαντικοί, δεν επαρκούν από μόνοι τους για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων, να καλύψουν το επενδυτικό κενό και τις άλλες σχετικές ανάγκες. Θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν καταλυτικά ώστε να μοχλεύσουν πολλαπλάσιους ιδιωτικούς πόρους, με διάφορους τρόπους συμπεριλαμβάνοντας ΣΔΙΤ και προγράμματα της Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας αναμένονται τα παρακάτω
Κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας, οι περισσότερες από τις τάσεις που αναφέρονται παραπάνω αναμένεται να έχουν αναστραφεί προς τους μακροχρόνιους μέσους όρους τους. Τα επιτόκια χρηματοδότησης ενδέχεται να κινηθούν ανοδικά, σε ένα διάστημα όταν και οι απαιτήσεις για την αναχρηματοδότηση του διμερούς δημόσιου χρέους είναι προγραμματισμένες να αυξηθούν.
Η δυνατότητα αύξησης της απασχόλησης μέσω μείωσης της ανεργίας θα έχει περιοριστεί. Η χρηματοδότηση από ειδικά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναμένεται να έχει επίσης περιοριστεί, αν και όχι πλήρως απαλειφθεί. Εξελίξεις, με αβέβαιη κατεύθυνση, αναμένονται σχετικά με την περαιτέρω εμβάθυνση της Ευρωζώνης και τον συντονισμό της οικονομικής πολιτικής.
Αναμένεται επιτάχυνση των τεχνολογικών εξελίξεων, όπως αυτών που σχετίζονται με την ψηφιοποίηση και τεχνητή νοημοσύνη, τις πράσινες τεχνολογίες και την ιατρική, που θα καταργήσουν πολλές θέσεις εργασίας και θα δημιουργήσουν άλλες. Σε αυτό το διάστημα, είναι κρίσιμο να έχουν αποδώσει καρπούς οι δομικές παρεμβάσεις των προηγούμενων ετών, που θα στηρίζουν υψηλότερη παραγωγικότητα και συμμετοχή στην αγορά εργασίας.
Η ισχυρότερη παραγωγική βάση και το ευνοϊκότερο επιχειρηματικό περιβάλλον θα μπορούν να προσελκύσουν υψηλότερες επενδύσεις από εγχώριους και ξένους επενδυτές και να υποστηρίξουν την επιθυμητή αύξηση της παραγωγικότητας και των εξαγωγών.
Η εμπέδωση μιας περιβαλλοντικά φιλικής ταυτότητας και ένας αποτελεσματικότερος δημόσιος τομέας θα καταστήσουν επίσης τη χώρα ελκυστικότερη για μόνιμους κατοίκους και επισκέπτες.
Μάθετε εδώ περισσότερα για την έκθεση Πισσαρίδη