Η συρρίκνωση του αμερικανικού ΑΕΠ για πρώτη φορά στα τρία χρόνια ενισχύει την πεποίθηση των οικονομολόγων που θεωρούν υψηλή την πιθανότητα ύφεσης στις ΗΠΑ. Κινητήρια δύναμη της αρνητικής είδησης γύρω από την πορεία της αμερικανικής οικονομίας είναι το γεγονός ότι οι αμερικανικές επιχειρήσεις σπεύδουν μαζικά να εισαγάγουν αγαθά από το εξωτερικό για να προλάβουν τους δυσβάσταχτους δασμούς τους οποίους προωθεί η κυβέρνηση Τραμπ και τη διαφαινόμενη πτώση της κατανάλωσης στις ΗΠΑ.
Τα στοιχεία για την πορεία της αμερικανικής οικονομίας στο πρώτο τρίμηνο του έτους (-0,3% του ΑΕΠ) συντείνουν στο κακό σενάριο για τη Fed, όπως το έχει περιγράψει ο ίδιος ο διοικητής της. Ο Τζερόμ Πάουελ είχε πει ότι η κεντρική τράπεζα κινδυνεύει να βρεθεί στην εξαιρετικά δύσκολη θέση όπου θα έρθουν σε σύγκρουση οι δύο εντολές με βάση το καταστατικό της, δηλαδή να διατηρεί σταθερό τον πληθωρισμό και υψηλή την απασχόληση. Ο λόγος είναι ότι οι δασμοί Τραμπ ασκούν ανοδικές πιέσεις στις τιμές και καθοδικές πιέσεις στην ανάπτυξη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις επιλογές που θα πρέπει να ακολουθήσει η κεντρική τράπεζα στον ορισμό των επιτοκίων πολιτικής.
Τα δεδομένα που διαμορφώνονται γύρω από την εμπορική πολιτική Τραμπ συνεχίζουν να επιδρούν όχι με τον καλύτερο τρόπο στις αγορές κεφαλαίων, οι οποίες αντέδρασαν εκ νέου με νευρικότητα, αυτήν τη φορά στο άκουσμα της τριμηνιαίας συρρίκνωσης στο αμερικανικό ΑΕΠ. Μάλιστα, σύμφωνα με τους NYT, υπό την προεδρία Τραμπ οι μετοχές έχουν το χειρότερο ξεκίνημα συγκριτικά με οποιαδήποτε άλλη προεδρική θητεία από το 1974, όταν ο Φορντ είχε παραλάβει τον Λευκό Οίκο από τον Νίξον μετά το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ· πάνω από 6,5 τρισ. δολάρια έχουν χαθεί από την αξία των εισηγμένων εταιρειών.
Παρ’ όλα αυτά, με μία ανάρτηση στο Truth Social η οποία δεν μπορεί παρά να προκαλεί αίσθηση, ο πρόεδρος Τραμπ δήλωσε ότι η αστάθεια της χρηματιστηριακής αγοράς δεν έχει καμία σχέση με τις πολιτικές του: «Αυτή είναι η χρηματιστηριακή αγορά του Μπάιντεν, όχι του Τραμπ. Δεν ανέλαβα εγώ καθήκοντα μέχρι τις 20 Ιανουαρίου. Οι δασμοί σύντομα θα αρχίσουν να ισχύουν και οι εταιρείες αρχίζουν να μετακινούνται στις ΗΠΑ σε αριθμούς-ρεκόρ. Η χώρα μας θα ανθήσει, αλλά πρέπει να απαλλαγούμε από την “υπερβολή” του Μπάιντεν. Αυτό θα πάρει λίγο χρόνο, δεν έχει καμία σχέση με τους δασμούς, μόνο που μας άφησε με κακούς αριθμούς, αλλά όταν ξεκινήσει η άνθηση, δεν θα μοιάζει με καμία άλλη. Κάντε υπομονή!!!». Η ιδιάζουσα αυτή τοποθέτηση ήρθε ως σχόλιο μετά τα αρνητικά στοιχεία για το αμερικανικό ΑΕΠ, το οποίο βρισκόταν σαφώς σε θετική τροχιά μέχρι την αρχή του έτους – η Fed της Ατλάντας προέβλεπε ανάπτυξη 2%-3% του ΑΕΠ. Και, σε αντίθεση με τον Αμερικανό πρόεδρο, ο εμπορικός του σύμβουλος Πίτερ Ναβάρο αναγνώρισε ευθέως ότι οι δασμοί, ενισχύοντας τις εισαγωγές, προφανώς συνέβαλαν στη συρρίκνωση του πρώτου τριμήνου.
Σύμφωνα με το Market Watch, ο βιομηχανικός δείκτης του Dow Jones σημείωσε άνοδο άνω των 12.000 μονάδων κατά τη διάρκεια της θητείας Μπάιντεν. Μέχρι στιγμής, υπό τον Τραμπ, ο δείκτης αναφοράς των αμερικανικών εταιρειών blue-chip έχει υποχωρήσει κατά 3.000 μονάδες. Ο S&P 500, επί Μπάιντεν, κατέγραψε απόδοση 28%, 26% και 25%, πλην μιας κακής χρονιάς όταν έχασε 18%. Στο σύντομο διάστημα της δεύτερης θητείας Τραμπ ο S&P 500 έχει ήδη υποχωρήσει κατά περίπου 7%. Οι κύριοι δείκτες μεσαίων και μικρών αμερικανικών μετοχών –ο S&P MidCap 400 και ο Russell 2000– έχουν χάσει περίπου 11% και 13% αντίστοιχα. Θα πρέπει αντιθέτως να σημειωθεί ότι, από την ημέρα της ορκωμοσίας Τραμπ, οι διεθνείς μετοχές όπως υπολογίζονται με τον τυπικό δείκτη EAFE των χρηματιστηρίων της Ευρώπης, της Αυστραλίας και της Aπω Ανατολής έχουν σημειώσει κέρδη περίπου 10%, γεγονός που βρίσκεται σε συνάρτηση με το αρνητικό περιβάλλον στις ΗΠΑ.
«Μακάρι να μπορούσα να πω ότι τα πράγματα δεν θα χειροτερέψουν ή ότι έχουμε ήδη περάσει τα χειρότερα. Δυστυχώς όμως η Ιστορία μας δείχνει ότι τα πράγματα μπορούν να χειροτερέψουν προτού βελτιωθούν. Ωστόσο, και αυτό είναι εξίσου σημαντικό, η Ιστορία μας δείχνει επίσης ότι τα πράγματα κάποια στιγμή θα βελτιωθούν», έλεγε σε ενημερωτικό σημείωμα ο παγκόσμιος επικεφαλής Επενδυτικής Στρατηγικής της Saxo, τονίζοντας ότι «η αβεβαιότητα είναι ο σιωπηλός δολοφόνος της οικονομικής ανάπτυξης – κάνει τις επιχειρήσεις να σταματούν, τους καταναλωτές να υποχωρούν και τις αγορές να τρέμουν».
Ενδεικτικό του κλίματος που επικρατεί στην αμερικανική οικονομία είναι το γεγονός ότι κορυφαίος σύμβουλος του προέδρου Τραμπ, ο πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων – CEA των ΗΠΑ Στιβ Μιράν, είχε συνάντηση με μεγάλους διαχειριστές κεφαλαίων εν μέσω της αναταραχής που προκαλεί η άκρατη πολιτική των δασμών. Σύμφωνα με τους FT, όμως, φαίνεται πως δεν κατάφερε να τους καθησυχάσει: «Συμμετέχοντες θεώρησαν τη συνάντηση αντιπαραγωγική, με δύο άτομα να περιγράφουν τα σχόλια του Μιράν σχετικά με τους δασμούς και τις αγορές ως ασυνάρτητα ή ελλιπή: “ιδίως όταν δέχθηκε ερωτήσεις, τότε ήταν που κατέρρευσαν”».
Στο μεταξύ, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Σκοτ Μπέσεντ ρωτήθηκε από Αμερικανό δημοσιογράφο αν ανησυχεί για το ενδεχόμενο να προκύψουν άδεια ράφια στις ΗΠΑ λόγω των πιθανώς επερχόμενων ελλείψεων σε αγαθά και προϊόντα. «Οχι επί του παρόντος. Εχουμε μερικούς εξαιρετικούς λιανεμπόρους. Υποθέτω ότι έχουν κάνει προπαραγγελίες», ανέφερε χαρακτηριστικά, σε μια δήλωση η οποία μόνο ως καθησυχαστική δεν ερμηνεύεται από τους οικονομικούς παρατηρητές.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η πλειονότητα των οικονομολόγων που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση του Reuters διαβλέπει υψηλό κίνδυνο η παγκόσμια οικονομία να βυθιστεί σε ύφεση φέτος, λόγω της βλάβης στο επιχειρηματικό κλίμα από τους δασμούς Τραμπ. Μόλις πριν από τρεις μήνες, η ίδια ομάδα οικονομολόγων –καλύπτουν σχεδόν 50 οικονομίες– ανέμενε ισχυρή και σταθερή ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Μεσολάβησαν όμως οι ανακοινώσεις Τραμπ στις αρχές Απριλίου, οι οποίες αύξησαν τον μέσο συντελεστή των αμερικανικών δασμών στο υψηλότερο επίπεδο εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα.
Σε προειδοποιήσεις για τον κίνδυνο ύφεσης στις ΗΠΑ προέβη και το ΔΝΤ, υποβαθμίζοντας την πρόβλεψη για τον ρυθμό ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας. Στην τελευταία του έκθεση για τις παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές, το Ταμείο αναθεώρησε την εκτίμηση για το 2025 στο 1,8% από 2,7%, προειδοποιώντας ότι οι δασμολογικές πολιτικές Τραμπ θέτουν την παγκόσμια οικονομία σε τροχιά επιβράδυνσης. Σημειωτέον, σύμφωνα με τη WSJ, ο CEO της JP Morgan Τζέιμι Ντάιμον ανέφερε σε επενδυτές ότι το καλύτερο σενάριο για τις ΗΠΑ είναι πλέον μια ήπια ύφεση.
Στο κάδρο υπάρχει μάλιστα και η ερμηνεία –συνεργάτες του Αμερικανού προέδρου την έχουν υπαινιχθεί– ότι είναι σε εξέλιξη μια συνειδητή «δημιουργική καταστροφή», υπό την έννοια ότι για να δημιουργηθεί ένα νέο οικονομικό σύστημα όπως ο Ντόναλντ Τραμπ το έχει στο μυαλό του θα πρέπει προηγουμένως να γκρεμιστεί το υφιστάμενο.
Η διαδρομή της ύφεσης
Η οικονομική θεωρία υπαγορεύει πως όταν οι επιχειρήσεις δεν θα μπορούν να προμηθευτούν σε καλές τιμές τα ενδιάμεσα αγαθά που θα χρειάζονται για να παραγάγουν προϊόντα, θα ακολουθήσουν μείωση της παραγωγικότητας, αύξηση των τιμών και κάμψη της κατανάλωσης. Η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης με τη σειρά της θα προκαλέσει ανησυχία και διστακτικότητα τόσο στους καταναλωτές όσο και στους επενδυτές, δημιουργώντας συνθήκες τελικά πρόσφορες για απολύσεις και περαιτέρω μείωση της ζήτησης. Θα σηματοδοτήσει έτσι έναν φαύλο κύκλο για την οικονομία, όπου οι επιχειρήσεις θα σταματήσουν να επεκτείνονται και να αγοράζουν εξοπλισμό εν μέσω της μειωμένης οικονομικής δραστηριότητας. Αναπόφευκτη εξέλιξη, μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, θα είναι η μείωση του εισοδήματος για τους εργαζόμενους.
«Μέσα στους επόμενους λίγους μήνες θα διαπιστώσουμε εάν η οικονομία έχει πέσει ήδη από τον γκρεμό και απλώς δεν το βλέπουμε στα ακριβή δεδομένα», σχολιάζουν παράγοντες της αμερικανικής αγοράς, τονίζοντας πάντως ότι η ύφεση μπορεί και να αποφευχθεί «εάν οι μετριοπαθείς δυνάμεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης Τραμπ ενισχύσουν την επιρροή τους».
Ενας ορισμός της ύφεσης θεωρούνται ατύπως τα δύο συνεχόμενα τρίμηνα με αρνητικό πρόσημο του ΑΕΠ. Το Εθνικό Γραφείο Οικονομικής Ερευνας – NBER των ΗΠΑ ορίζει την ύφεση ως «σημαντική μείωση της οικονομικής δραστηριότητας που εκτείνεται σε ολόκληρη την οικονομία και διαρκεί περισσότερο από μερικούς μήνες», αναφέροντας μια σειρά παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη εκτός από το ΑΕΠ – αγορά εργασίας, εισόδημα, κατανάλωση, βιομηχανική παραγωγή, πωλήσεις στη χονδρεμπορική.
Στον βαθμό που θα επιβεβαιωθούν οι δυσοίωνες εκτιμήσεις γύρω από την οικονομία των ΗΠΑ, ακόμη μεγαλύτερη διάσταση θα αποκτήσουν αναλύσεις που φωτίζουν την αστοχία της εμπορικής πολιτικής Τραμπ. «Οι δασμοί επιβάλλονται για να προστατευθούν οι τομείς παραγωγής αγαθών, όμως λίγοι Αμερικανοί εργάζονται σε αυτούς τους τομείς: περίπου 8% στη μεταποίηση και περίπου 2% στη γεωργία. Οι περισσότεροι Αμερικανοί έχουν θέσεις εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών, όπου δεν μπορούν να επιβληθούν δασμοί. Οι δασμοί επιβάλλονται καθώς τα αγαθά περνούν από τον τελωνειακό έλεγχο. Αλλά οι υπηρεσίες δεν περνούν από τον τελωνειακό έλεγχο, επομένως δεν μπορούν να επιβαρυνθούν με δασμούς», έγραφε στο VoxEU o καθηγητής Διεθνών Οικονομικών του IMD Business School, Ρίτσαρντ Μπάλντγουιν, ο οποίος εκφράζει μάλιστα την άποψη ότι η αποχή των ΗΠΑ δεν θα σημαίνει απαραιτήτως το τέλος του παγκόσμιου εμπορικού συστήματος όπως το γνωρίζουμε: «Οι ΗΠΑ συνεχίζουν μεν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο παγκόσμιο εμπόριο, όμως με την πάροδο του χρόνου το σχετικό τους μερίδιο έχει μειωθεί, λόγω της αυξανόμενης σημασίας άλλων οικονομιών και της εξελισσόμενης δυναμικής του παγκόσμιου εμπορίου. Οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν σήμερα λιγότερο από το 15% του παγκόσμιου εμπορίου, επομένως, εφόσον οι άλλες χώρες δεν ακολουθήσουν το παράδειγμα των ΗΠΑ μεταξύ τους, το εμπόριο συνολικά θα μπορεί να τα πάει καλά και χωρίς αυτές».