Μετά από χρόνια διαπραγματεύσεων, οι Βρυξέλλες είναι σχεδόν έτοιμες να παρουσιάσουν ένα πολυαναμενόμενο σχέδιο για τις τηλεπικοινωνίες, με στόχο την αναβάθμιση των δικτύων και τη στήριξη του κλάδου.

Το Digital Networks Act που αναμένεται να ψηφιστεί στις 16 Δεκεμβρίου, θα αναθεωρήσει τον ισχύοντα κανονισμό, ώστε να διευκολυνθεί η ανάπτυξη του 5G και των οπτικών ινών από τους φορείς εκμετάλλευσης και να ενισχυθούν οι επενδύσεις στην ψηφιακή υποδομή της Ευρώπης. Ωστόσο, είναι πιθανό να προκαλέσει αναστάτωση σε όλους τους εμπλεκόμενους, από τις κυβερνήσεις έως τις εταιρείες τεχνολογίας.

Οι μεγαλύτερες εταιρείες τηλεπικοινωνιών της ηπείρου υποστηρίζουν εδώ και καιρό ότι οι ασφυκτικοί κανόνες και η κατακερματισμένη ενιαία αγορά τους δυσκολεύουν να αναπτυχθούν και να αποκομίσουν βιώσιμα κέρδη, καθώς και να αναβαθμίσουν τα ευρωπαϊκά δίκτυα.

Η Επιτροπή εξετάζει τώρα πώς θα αντιμετωπίσει τις «προκλήσεις στη συνεργασία» μεταξύ των εταιρειών τεχνολογίας και τηλεπικοινωνιών στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεών της.

Μία από τις επιλογές που εξετάζονται μετατρέπεται σε πολιτικό ναρκοπέδιο, αφού αφορά την ενίσχυση των ρυθμιστικών αρχών για την επίλυση πιθανών διαφορών μεταξύ των δύο ομάδων σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης της κυκλοφορίας.

Οι αντίπαλοι της ρυθμιστικής παρέμβασης φοβούνται ότι θα δώσει στους φορείς εκμετάλλευσης τη δυνατότητα να ασκήσουν πίεση στους παρόχους περιεχομένου και θα μπορούσε ακόμη και να ανατρέψει το διαδίκτυο όπως το γνωρίζουμε, υπονομεύοντας την ουδετερότητά του.

Η διάθεση των Βρυξελλών για απορρύθμιση, όμως, εντείνει ακόμη περισσότερο τις διαμάχες μεταξύ των κορυφαίων τηλεπικοινωνιακών παρόχων της Ευρώπης και των ανταγωνιστών τους, οι οποίοι από καιρό επαινούν τον ισχύοντα κανονισμό, ο οποίος, όπως υποστηρίζουν, τους επιτρέπει να ανταγωνιστούν τους παλαιότερους παίκτες.

Η εκτελεστική εξουσία της ΕΕ θέλει να απομακρυνθεί από τους αυστηρούς, προκαταρκτικούς κανόνες και τον στενότερο έλεγχο των κυρίαρχων φορέων για την πρόληψη των καταχρήσεων και να βασιστεί αντίθετα στην τυπική επιβολή του νόμου. Υποστηρίζει ότι το τρέχον σύστημα λειτούργησε για την ενίσχυση του ανταγωνισμού, αλλά έχει πλέον εκπληρώσει το σκοπό του.

Αυτή η αλλαγή, σύμφωνα με πολλούς, θα μπορούσε να ανατρέψει τα επιτεύγματα πολλών ετών, υπονομεύοντας την προβλεψιμότητα της αγοράς, αποθαρρύνοντας τις επενδύσεις και ωθώντας προς τα πάνω τις χονδρικές τιμές — κόστη που αναπόφευκτα θα περάσουν στους καταναλωτές.

Οι παλαιότεροι παίκτες δε συμφωνούν. «Το τρέχον σύστημα εκ των προτέρων οδηγεί σε χαμηλές επενδύσεις και βλάπτει την ανάπτυξη καινοτόμων δικτύων», δήλωσε ο Aλεσάντρο Γκροπέλι της Connect Europe. «Η μεταρρύθμιση είναι απαραίτητη, αλλιώς θα παραμείνουμε πίσω στην ανάπτυξη κρίσιμων δικτύων».

Οι εθνικές κυβερνήσεις επίσης δεν επικροτούν τις μεταρρυθμίσεις, με τις πρωτεύουσες της ΕΕ να αντιδρούν έντονα στην ιδέα ότι οι Βρυξέλλες παρεμβαίνουν σε ένα τομέα που θεωρούν δικό τους.

Αυτό ισχύει για την κατανομή του φάσματος — του περιορισμένου και πολύ περιζήτητου πόρου που τροφοδοτεί τις ασύρματες επικοινωνίες, ο οποίος δημοπρατείται σε εθνικό επίπεδο για δισεκατομμύρια ευρώ.

«Το 5G έχει αποβεί καταστροφικό, διότι το πραγματικό 5G δεν έχει σχεδόν καθόλου εμφανιστεί», δήλωσε τον Σεπτέμβριο ο Ρομπέρτο Βιόλα, ανώτατος αξιωματούχος της Επιτροπής για θέματα ψηφιακής πολιτικής. «Κοιμόμασταν και χάσαμε δεκαπέντε χρόνια συζητώντας ποιος πρέπει να εκχωρήσει τις συχνότητες».

Ωστόσο, το θέμα δεν έχει τεθεί επί τάπητος από τις εθνικές κυβερνήσεις. «Η εναρμόνιση του φάσματος δεν είναι το αγαπημένο θέμα των κρατών-μελών», δήλωσε πέρυσι η Καταλίν Μολνάρ, πρέσβειρα της Ουγγαρίας, όταν η χώρα της προήδρευε των συνομιλιών μεταξύ των κυβερνήσεων της ΕΕ για το θέμα.

Η τρέχουσα συνεργασία μεταξύ των χωρών «λειτουργεί καλά», δήλωσαν οι 27 χώρες της ΕΕ σε κοινό ανακοινωθέν, τονίζοντας ότι η διαχείριση του φάσματος είναι ένα «βασικό εργαλείο δημόσιας πολιτικής» που εμπίπτει στην «διαρκή σημασία των εθνικών αρμοδιοτήτων των κρατών μελών στον τομέα αυτό».

Αυτό θα αποτελέσει μια σημαντική κόκκινη γραμμή για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Ωστόσο, όπως τονίζει το Politico, ο κλάδος υποστηρίζει ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες για τα οικονομικά οφέλη που επιδιώκει η ΕΕ.

Διαβάστε ακόμη: