Η πανδημία του κορωνοϊού συνεχίζει να επηρεάζει αρνητικά την παγκόσμια και την ελληνική οικονομία, καθώς έχει εξελιχθεί σε παγκόσμια υγειονομική κρίση με τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Και όπως καταγράφει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στην πρόσφατη Έκθεση για την Νομισματική Πολιτική, έχει οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε πολύ μεγάλη ύφεση και σε αποπληθωρισμό, σε αύξηση του πιστωτικού κινδύνου και του δημοσιονομικού ελλείμματος, ενώ αναμένεται και αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Την ίδια ώρα, ο κρατικός προϋπολογισμός του 2021, ο οποίος ψηφίστηκε από τη Βουλή, αποτυπώνει τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης στη χώρα μας, τις παρεμβάσεις της κυβέρνησης για την ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας καθώς και τις αβεβαιότητες. Οι εκτιμήσεις τόσο για την ύφεση του 2020, όσο και για την ανάπτυξη του 2021, έχουν αναθεωρηθεί επί τα χείρω, διατηρώντας ένα αίσθημα επιφυλακτικότητας και μειωμένων προσδοκιών για το επόμενο έτος. Άλλωστε, ήδη οι παρεμβάσεις της Κυβέρνησης για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας αναμένεται να φτάσουν τα 31,4 δισ. ευρώ μέχρι τα τέλη του 2021.
Δυστυχώς, η δυσμενής εξέλιξη του δεύτερου κύματος της πανδημίας, εμβάθυνε ακόμα περισσότερο τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης, η οποία βρήκε την ελληνική οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά μετά από μια δύσκολη δεκαετία και τρία προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής. Το πιο ανησυχητικό στοιχείο έγκειται στην πρόβλεψη για μερική ανάκαμψη την επόμενη χρονιά και καθυστέρηση επιστροφής στα επίπεδα πριν την εμφάνιση της πανδημίας. Καθοριστικό ρόλο για την αμεσότερη ανάκαμψη της οικονομίας θα διαδραματίσουν οι πόροι από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που δεν πρέπει να καθυστερήσουν άλλο.
Σύμφωνα με την ΤτΕ
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η πρόσφατη αναζωπύρωση της πανδημίας έχει αυξήσει την αβεβαιότητα για την έκταση της ύφεσης και τις προοπτικές ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Για το λόγο αυτό, η δημοσιονομική και η νομισματική πολιτική θα πρέπει να παραμείνουν επεκτατικές έως ότου η ευρωπαϊκή οικονομία επανέλθει σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά. Μια πρώιμη άρση των μέτρων στήριξης θα καθυστερούσε την ανάκαμψη. Η ελληνική οικονομία έχει πληγεί σε σημαντικό βαθμό από την υγειονομική και οικονομική κρίση, παρά τις εγχώριες και ευρωπαϊκές δράσεις ανάσχεσης των επιπτώσεων της πανδημίας.
Το δεύτερο κύμα της πανδημίας και τα νέα γενικευμένα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν προκειμένου να διασφαλιστεί η δημόσια υγεία μείωσαν περαιτέρω την οικονομική δραστηριότητα και αύξησαν την αβεβαιότητα για την πορεία της οικονομίας το αμέσως επόμενο διάστημα. Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα οι προοπτικές της οικονομίας εμφανίζονται βελτιωμένες, εξαιτίας των θετικών ειδήσεων όσον αφορά την παραγωγή και διάθεση αποτελεσματικών εμβολίων για τον κορωνοϊό, καθώς και λόγω των διαθέσιμων πόρων από το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης. Η πανδημία έχει βαρύτατες υγειονομικές, κοινωνικές, οικονομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις. Ωστόσο, μέσω των κονδυλίων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης δίνεται η δυνατότητα να αξιοποιηθεί η κρίση ως ευκαιρία για τον εκσυγχρονισμό, την πράσινη μετάβαση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας και την υιοθέτηση ενός βιώσιμου και εξωστρεφούς προτύπου οικονομικής ανάπτυξης.
Το “πισωγύρισμα” από το δεύτερο κύμα της πανδημίας
Στην έκθεσή της η ΤτΕ σημειώνει ότι η αναζωπύρωση της πανδημίας σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και στην Ελλάδα, από το Σεπτέμβριο και μετά έχει επιτείνει την αβεβαιότητα. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες έλαβαν πρόσθετα περιοριστικά μέτρα εν όψει της εκθετικής αύξησης των κρουσμάτων και των αυξημένων πιέσεων στα συστήματα υγείας. Η ελληνική κυβέρνηση, μετά από σειρά μέτρων τοπικού χαρακτήρα, ανακοίνωσε τη λήψη νέων γενικευμένων περιοριστικών μέτρων (lockdown), τα οποία τέθηκαν σε ισχύ στις 7 Νοεμβρίου. Η απόφαση αυτή αναμένεται να οδηγήσει σε βαθύτερη ύφεση για το 2020 και να μετριάσει την προσδοκώμενη ανάκαμψη το 2021, αλλά ήταν επιβεβλημένη για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας.
Η πίεση που ασκείται στο δημόσιο σύστημα υγείας από την πανδημία αναμένεται να συνεχιστεί τους χειμερινούς μήνες. Αυτό ενδεχομένως θα οδηγήσει σε παράταση των περιοριστικών μέτρων σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο. Συνεπώς, η αυξημένη αβεβαιότητα όσον αφορά την εξέλιξη της πανδημίας και η αρνητική επίπτωσή της στο ΑΕΠ αναμένεται να συνεχιστούν και στις αρχές του 2021 και έως ότου καταστούν διαθέσιμα στο ευρύ κοινό αποτελεσματικά εμβόλια και φάρμακα για τον κορωνοϊό. Σύμφωνα με την ιατρική κοινότητα, υπάρχει αξιόλογη πρόοδος σ’ αυτό τον τομέα και απτά αποτελέσματα αναμένονται το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους. Μέχρι τότε, οι μακροοικονομικές προβλέψεις συνεχίζουν να εμπεριέχουν σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας και οι αρμόδιες εθνικές και ευρωπαϊκές αρχές μπορούν να διατυπώσουν μόνο εκτιμήσεις με βάση εναλλακτικά σενάρια.
Παράλληλα, η πανδημία του κορωνοϊού έχει επιτείνει σημαντικά κάποια από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Ελλάδα μετά τη δεκαετή κρίση χρέους. Συγκεκριμένα, παρατηρείται μεγάλη κάμψη του ΑΕΠ, αποπληθωρισμός, αναβολή επενδυτικών αποφάσεων, ανακοπή της πτωτικής πορείας της ανεργίας, ενώ προβλέπεται ότι θα δημιουργηθεί μια νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων δανείων τα οποία θα αυξήσουν το ήδη υψηλό απόθεμα. Τα αναγκαία δημοσιονομικά μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών επιδεινώνουν τη δημοσιονομική θέση της χώρας και αυξάνουν τον ήδη υψηλό λόγο δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ.
Χαμηλή ανταγωνιστικότητα
Τα παραπάνω προβλήματα προστίθενται σε αυτά που ήδη αντιμετώπιζε η ελληνική οικονομία πριν από την πανδημία, δηλαδή στη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της χώρας και τη χαμηλή αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα, παρά την πρόσφατη βελτίωση της θέσης της Ελλάδος στην κατάταξη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του Ινστιτούτου IMD.
Επιπλέον, παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί την περίοδο της πανδημίας, παραμένει αργός ο ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας λαμβάνοντας υπόψη τις επιδόσεις της χώρας στο δείκτη DESI της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Διαχρονικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας εξακολουθούν να αποτελούν το υψηλό επίπεδο φοροδιαφυγής και η προβλεπόμενη δημογραφική επιδείνωση λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Παράλληλα, η επερχόμενη κλιματική αλλαγή αναδεικνύει ως νέα πρόκληση τη μετάβαση της οικονομίας σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας.
Του Σπύρου Σταθάκη