Τη δοκιμασμένη συνταγή των τελευταίων ετών θα επιχειρήσει να εφαρμόσει και φέτος το οικονομικό επιτελείο θέτοντας ως στόχο τα φορολογικά έσοδα να καταρρίψουν νέο ιστορικό ρεκόρ, ξεπερνώντας και το φράγμα των 70 δισ. ευρώ μέσα σε μία χρονιά. Με υπερβάσεις των στόχων όλα τα προηγούμενα χρόνια και ιδίως μετά την πανδημία –οπότε… βοήθησαν οι ηλεκτρονικές πληρωμές και ο πληθωρισμός– κατέστη εφικτό και να παραχθούν τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και να χρηματοδοτηθούν μειώσεις φόρων.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, για να γίνει και φέτος το ίδιο, θα πρέπει όμως να υπάρξει υπέρβαση και σε άλλους κωδικούς και όχι μόνο στον ΦΠΑ, που αποτέλεσε την «ατμομηχανή» των φορολογικών εσόδων και το 2023 και το 2024. Το ζητούμενο δεν είναι μόνο να μπουν τα λεφτά στο ταμείο –αυτό έχει τη μέγιστη σημασία για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων– αλλά και να αποδειχθεί ότι τα πρόσθετα έσοδα πηγάζουν από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Μόνον έτσι θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για περαιτέρω μειώσεις φορολογικών συντελεστών οι οποίες αυτή τη φορά θα αφορούν την κλίμακα φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, η οποία έχει μείνει αμετάβλητη από το 2009 εις βάρος κυρίως των «μεσαίων» εισοδημάτων. Από πού μπορεί να προκύψει η υπεραπόδοση; Εκτός από τον ΦΠΑ, που κρίνεται ότι έχει ακόμη περιθώρια, στον κατάλογο μπαίνουν ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων, ο φόρος στο εισόδημα από ενοίκια, αλλά και ο φόρος των νομικών προσώπων, που εκτιμάται πως μπορεί να κινηθεί πάνω από τα προβλεπόμενα λόγω και των ηλεκτρονικών τιμολογίων.
Ο στόχος όπως επικαιροποιήθηκε στο τέλος του χρόνου από το υπουργείο Οικονομικών και την ΑΑΔΕ είναι να εισπραχθούν 69,4 δισ. ευρώ αποκλειστικά από φορολογικά έσοδα. Αν φτάσουμε σε αυτά τα επίπεδα, τα περιθώρια για πρόσθετες φορολογικές ελαφρύνσεις από τον Ιανουάριο του 2026 (δηλαδή στον επόμενο προϋπολογισμό) θα είναι περιορισμένα, ενώ για την τρέχουσα χρήση θα είναι μηδενικά. Γι’ αυτό και αναφέρεται το ποσό των 70 δισ. ευρώ. Οσο περισσότερο απομακρυνθούμε από αυτό το επίπεδο, τόσο μεγαλύτερα θα είναι και τα περιθώρια για τη χρηματοδότηση μιας νέας ευνοϊκότερης κλίμακας φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Το στοίχημα δεν είναι μόνο ποσοτικό αλλά και ποιοτικό. Για παράδειγμα, μπορεί τα έσοδα από τον ΦΠΑ να κινηθούν πάνω από τα επίπεδα που έχουν προϋπολογιστεί εξαιτίας της ανάπτυξης και της αύξησης της κατανάλωσης. Αυτό φέρνει χρήμα στα ταμεία, αλλά δεν επιτρέπει τη λήψη πρόσθετων ευνοϊκών μέτρων. Για να υπάρξουν δημοσιονομικά περιθώρια για ελαφρύνσεις, θα πρέπει στο τέλος του καλοκαιριού να έχει το οικονομικό επιτελείο στοιχεία στη διάθεσή του τα οποία θα δείχνουν όχι μόνο το ύψος της πιθανής υπέρβασης αλλά και την πηγή προέλευσης αυτής.
Μόνο από τον ΦΠΑ, έχει προγραμματιστεί να εισπραχθούν εντός του 2025 περίπου 26,6 δισ. ευρώ, ποσό που αποτελεί και ιστορικό ρεκόρ για τον συγκεκριμένο κωδικό.
Από τα πετρελαιοειδή προγραμματίζεται να εισπραχθούν 2,26 δισ. ευρώ, από τα καπνικά 630 εκατ. ευρώ και όλο το υπόλοιπο ποσό αφορά τα υπόλοιπα προϊόντα και τις υπηρεσίες (23,75 δισ. ευρώ). Γιατί μπορεί να υπάρξει υπέρβαση έναντι του στόχου (και ας αποτελεί αυτός νέο ιστορικό ρεκόρ); Τα βασικά επιχειρήματα του οικονομικού επιτελείου είναι τα εξής:
1. Τα μέτρα που ελήφθησαν μέσα στο 2024 (διασύνδεση ταμειακών μηχανών με POS, επέκταση υποχρεωτικής αποδοχής πληρωμής με κάρτες σε όλα τα επαγγέλματα κ.λπ.) δεν εφαρμόστηκαν για ολόκληρο το 12μηνο. Αυτό θα συμβεί για πρώτη φορά μέσα στο 2025, οπότε δημιουργούνται οι προϋποθέσεις περαιτέρω αύξησης των εισπράξεων.
2. Η Ελλάδα έχει μειώσει το «κενό» ΦΠΑ αλλά και την απόσταση που χωρίζει τη χώρα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (σ.σ. ο τελευταίος διαμορφώνεται γύρω στο 9% ενώ η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει διψήφιο ποσοστό). Η ΑΑΔΕ έθεσε ως στόχο την εξάλειψη της διαφοράς με την Ευρώπη μέχρι το 2029, κάτι που θα γίνει σταδιακά και με όπλο την περαιτέρω αύξηση των ηλεκτρονικών πληρωμών. Αυτό είναι μια εξέλιξη που δεν έχει ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό του εισπρακτικού στόχου από τον ΦΠΑ (σ.σ. έχει χαραχθεί μόνο με γνώμονα την πορεία της κατανάλωσης) γι’ αυτό και μπορεί να δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο.
Ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων έχει προϋπολογιστεί να αποδώσει περί τα 15,163 δισ. ευρώ και ο φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων περίπου 8,4 δισ. ευρώ. Οι προβλέψεις έχουν γίνει με βάση την εκτίμηση για τον ρυθμό αύξησης των κερδών και των εισοδημάτων.
Αυτό στο οποίο ποντάρει η κυβέρνηση για την υπέρβαση και από τους συγκεκριμένους κωδικούς είναι οι ηλεκτρονικοί έλεγχοι για την αποκάλυψη κρυφών εισοδημάτων και η υποχρεωτική εφαρμογή των ηλεκτρονικών τιμολογίων για όλες τις επιχειρήσεις.
Ειδικά το τελευταίο μέτρο μπορεί να αποφέρει πρόσθετα έσοδα (αυξάνοντας τα δηλωθέντα κέρδη των νομικών προσώπων) όχι μόνο μέσα στο 2025 (σ.σ. τα βιβλία έχουν πλέον κλείσει για την περυσινή χρήση) αλλά και για το 2026, όταν θα αποτυπωθεί καλύτερα η εφαρμογή του μέτρου κατά τη διάρκεια της φετινής χρονιάς. Πολλές ελπίδες σημαντικής αύξησης της φορολογητέας ύλης υπάρχει για το εισόδημα από ενοίκια.
Αφενός, διότι υπάρχει η πίεση των ηλεκτρονικών διασταυρώσεων για τις εισπράξεις από τη βραχυχρόνια μίσθωση και, αφετέρου, διότι το 2024 ήταν χρονιά σημαντικής αύξησης των μισθωμάτων, κάτι που πρέπει να αποτυπωθεί και στις φορολογικές δηλώσεις.
Από το καλοκαίρι στο τραπέζι οι αλλαγές
Η απόφαση για διάθεση του όποιου δημοσιονομικού χώρου προκύψει μέσα στο 2025 για τη χρηματοδότηση αλλαγών στην κλίμακα φορολογίας εισοδήματος έχει ληφθεί. Κρίνονται επιβεβλημένες οι τροποποιήσεις για δύο λόγους. Πρώτον, οι τελευταίες έγιναν το μακρινό 2019, με αποτέλεσμα ο πληθωρισμός να έχει αλλοιώσει τη διαδικασία κατανομής των φορολογικών βαρών, με τα μεσαία και τα υψηλότερα εισοδήματα να υφίστανται πολλαπλάσια ποσοστιαία αύξηση του φόρου συγκριτικά με τον ρυθμό μεταβολής του εισοδήματος. Και δεύτερον, η αλλαγή της φορολογικής κλίμακας είναι μέτρο με άμεσο αποτέλεσμα, καθώς από τον πρώτο κιόλας μήνα ενεργοποίησης των νέων κλιμακίων και συντελεστών, το όφελος αποτυπώνεται σε μισθούς και συντάξεις μέσω της αλλαγής της παρακράτησης.
Το… μειονέκτημα των αλλαγών της φορολογικής κλίμακας είναι ότι είναι δημοσιονομικά «δαπανηρές». Το μεγαλύτερο μέρος του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων περνάει μέσα από τη συγκεκριμένη κλίμακα, οπότε το «διακύβευμα» είναι πώς θα επηρεαστεί μια συνολική είσπραξη της τάξεως των 14 δισ. ευρώ τουλάχιστον (εξαιρούνται ουσιαστικά μόνο τα αυτοτελώς φορολογούμενα εισοδήματα αλλά και οι φόροι ενοικίων που υπολογίζονται με ξεχωριστή κλίμακα).
Η εισοδηματική κλίμακα στην Ελλάδα (τουλάχιστον με βάση τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώνεται μέσω των φορολογικών δηλώσεων) έχει πολύ πλατιά βάση και «στενή» κορυφή. Αυτό σημαίνει ότι είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός των φορολογουμένων που δηλώνουν χαμηλά εισοδήματα και –αντίστοιχα– μικρός ο αριθμός αυτών που εμφανίζουν υψηλά εισοδήματα. Αυτό δημιουργεί τον εξής προβληματισμό για το οικονομικό επιτελείο: Αν επιλεγεί οι αλλαγές να ξεκινούν από… χαμηλά (σ.σ. ουσιαστικά από το πρώτο ή το δεύτερο κλιμάκιο), ναι μεν εκτοξεύεται ο αριθμός των ωφελουμένων αλλά μαζί με αυτόν ανεβαίνει σε πολύ υψηλά επίπεδα και το δημοσιονομικό κόστος των αλλαγών. Από την άλλη, όσο μετατοπίζεις τις παρεμβάσεις προς τα υψηλότερα κλιμάκια, χρειάζεσαι και λιγότερους πόρους αλλά –αντίστοιχα– μειώνεις και τον αριθμό αυτών που κερδίζουν, ενώ υφίστασαι και την κριτική ότι ευνοείς όσους έχουν τα υψηλότερα εισοδήματα.
Τα σενάρια αλλαγών στη φορολογική κλίμακα δεν πρόκειται να αρχίσουν να μπαίνουν στο τραπέζι των διαβουλεύσεων πριν υπάρξουν βάσιμες εκτιμήσεις για τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο. Αυτό μας φέρνει χρονικά προς το τέλος του καλοκαιριού, ώστε να υπάρχει σαφής εικόνα για την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού, αλλά και μια πρώτη έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία έχει λόγο (σ.σ. στο πλαίσιο εφαρμογής του νέου συμφώνου σταθερότητας) για το αν μπορούν να χρηματοδοτηθούν πρόσθετες φορολογικές ελαφρύνσεις.
Πολιτικά, πάντως, ο στόχος είναι να ευνοηθούν τα μεσαία εισοδήματα τα οποία δεν έχουν εξασφαλισμένες αυξήσεις όπως τα χαμηλότερα λόγω της αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού, ενώ από την άλλη υφίστανται τις μεγαλύτερες πιέσεις λόγω της μη τιμαριθμικής αναπροσαρμογής της φορολογικής κλίμακας.
Επίσης, η Ελλάδα, θέλοντας να ενθαρρύνει την επιστροφή εργατικού δυναμικού που χάθηκε εν μέσω οικονομικής κρίσης, πρέπει να αποκτήσει μια περισσότερο ελκυστική φορολογική κλίμακα. Η υφιστάμενη δεν κρίνεται ως τέτοια, καθώς ειδικά ο ανώτατος συντελεστής (44%) μπορεί να μην είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη, όμως ενεργοποιείται από πολύ χαμηλά επίπεδα τουλάχιστον αναλογικά με τον μέσο μισθό.