DOCUMENTS

Το ιδιωτικό χρέος, η αύξηση των επιτοκίων και οι κίνδυνοι για τα νοικοκυριά

Η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης λόγω της ανόδου των επιτοκίων, η επιβάρυνση του διαθέσιμου εισοδήματος νοικοκυριών και επιχειρήσεων από τον πληθωρισμό, και η “ακτινογραφία” των μη εξυπηρετούμενων δανείων

Η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία, με την ενεργειακή κρίση που έχει πυροδοτήσει, έχει επιδράσει καθοριστικά στην αύξηση των εισαγόμενων πληθωριστικών πιέσεων, με δυσμενείς συνέπειες για το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, όπως εμφατικά επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στην πρόσφατη Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

Ειδικότερα, η ταχεία οικονομική ανάπτυξη η οποία καταγράφεται με βάση τα στοιχεία του α΄ εξαμήνου του 2022 έχει συντελέσει στην άμβλυνση των πιέσεων. Εντούτοις, η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ, με τη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος υψηλότερων επιτοκίων, καθιστά σαφές ότι τόσο το κόστος χρηματοδότησης όσο και οι δυνατότητες αποπληρωμής χρέους από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις θα επηρεαστούν δυσμενώς.

Στον αντίποδα, θετική επίδραση αναμένεται να υπάρξει στις αποδόσεις των καταθέσεων, καθώς σταδιακά η άνοδος του επιτοκιακού περιβάλλοντος θα μετακυλιστεί σε κάποιο βαθμό και στους καταθετικούς λογαριασμούς. Το περιβάλλον αυτό, σε συνδυασμό με τις προοπτικές για χαμηλότερη οικονομική ανάπτυξη το προσεχές διάστημα, αναμένεται να επηρεάσει εκ νέου την ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών με τη δημιουργία νέων ΜΕΔ.

Ωστόσο, όπως τονίζει η ΤτΕ, το ύψος των νέων Μη εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) είναι δύσκολο να εκτιμηθεί εξαιτίας της αβεβαιότητας για την πορεία των παραμέτρων που σχετίζονται με τη γεωπολιτική και ενεργειακή κρίση, ιδίως υπό το ενδεχόμενο αυτές να παραταθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα ή να κλιμακωθούν περαιτέρω. Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η μεταφορά των ΜΕΔ εκτός τραπεζικού τομέα δεν σημαίνει αυτόματα και την οριστική εξάλειψη του χρέους από την οικονομία.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, το χρέος παραμένει, με τη διαχείρισή του πλέον να πραγματοποιείται από τις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ). Συνεπώς, η εύρυθμη λειτουργία της εν λόγω αγοράς για την επίτευξη της οριστικής εκκαθάρισης του χρέους είναι σημαντική παράμετρος και η αξιοποίηση του συνόλου των διαθέσιμων εργαλείων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση.

Η εξέταση των δυνατοτήτων επανένταξης σε καθεστώς ενημερότητας πιστούχων οι οποίοι έχουν αξιόλογα βιώσιμα επενδυτικά σχέδια που μπορούν να χρηματοδοτηθούν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και να αναδεικνύεται ως μία επιλογή η οποία θα συμβάλει καθοριστικά στην οριστική εκκαθάριση του ιδιωτικού χρέους, αλλά και στην ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας.

Το ιδιωτικό χρέος και η χρηματοδότηση των νοικοκυριών από τις τράπεζες

Εστιάζοντας περισσότερο στην χρηματοοικονομική εικόνα των νοικοκυριών, από τα στοιχεία της έκθεσης της ΤτΕ προκύπτει ότι ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης των νοικοκυριών από τα εγχώρια νομισματικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (ΝΧΙ) παρέμεινε αρνητικός την περίοδο Ιανουαρίου–Σεπτεμβρίου 2022 (Σεπτέμβριος 2022: -2,2%). Αναλυτικότερα, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των στεγαστικών δανείων παρέμεινε αρνητικός (Σεπτέμβριος 2022: -3,1%,), ενώ από το Μάρτιο του 2022 ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής για τα καταναλωτικά δάνεια έγινε θετικός (Σεπτέμβριος 2022: 0,8%).

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Έρευνας Τραπεζικών Χορηγήσεων, τα κριτήρια και οι συνολικοί όροι χορήγησης δανείων προς τα νοικοκυριά δεν παρουσίασαν μεταβολή για το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2022. Η ζήτηση στεγαστικών δανείων το α΄ τρίμηνο του 2022 αυξήθηκε έως ένα βαθμό, ενώ υποχώρησε στη συνέχεια λόγω της οριακής επιδείνωσης της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και της μεταβολής του γενικού επιπέδου των επιτοκίων.

Από την άλλη πλευρά, η ζήτηση καταναλωτικών δανείων παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη το α΄ εξάμηνο ενώ παρουσίασε αύξηση το γ΄ τρίμηνο του 2022. Όσον αφορά την προσφορά δανείων για το δ΄ τρίμηνο του 2022, τα κριτήρια χορήγησης δανείων προς τα νοικοκυριά, σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα, αναμένεται να παραμείνουν σχεδόν αμετάβλητα.

Όσον αφορά τις υποχρεώσεις των νοικοκυριών για το 2021, ο δείκτης χρέους, όπως εκφράζεται από το λόγο χρέους των νοικοκυριών προς το ΑΕΠ, υποχώρησε σε σχέση με το προηγούμενο έτος και διαμορφώθηκε σε 55,2%. Σύμφωνα με προσωρινά στοιχεία, η Ελλάδα παραμένει κοντά στη διάμεση τιμή μεταξύ των 27 κρατών-μελών της ΕΕ. Για το 2022 αναμένεται περαιτέρω βελτίωση του δείκτη σε σχέση και με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ, κυρίως λόγω της σημαντικής αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ.

Η επίπτωση της αύξησης των επιτοκίων

Σύμφωνα με την ΤτΕ, η διατήρηση των επιτοκίων των στεγαστικών δανείων σε χαμηλό επίπεδο διευκόλυνε τα νοικοκυριά να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις το α΄ εξάμηνο 2022 και βοήθησε να αποφευχθούν αρνητικές επιδράσεις στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι δαπάνες για τόκους ως ποσοστό του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών μειώθηκαν περαιτέρω για τα στεγαστικά δάνεια χάρη στην αύξηση του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος, ενώ αντίθετα ενισχύθηκαν οι αντίστοιχες δαπάνες για τα καταναλωτικά δάνεια λόγω της αύξησης του υπολοίπου τους και του επιτοκιακού κόστους.

Ωστόσο, από τον Ιούλιο του 2022 το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των δανείων προς τα νοικοκυριά αυξήθηκε (Σεπτέμβριος 2022: 4,5%, Ιούνιος 2022: 3,9%) αντανακλώντας τη σταδιακή ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ. Η αύξηση αυτή ήταν πιο αισθητή στα μακροπρόθεσμα δάνεια. Ειδικότερα, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα στεγαστικών δανείων με διάρκεια άνω των πέντε ετών αυξήθηκε κατά 74 μονάδες βάσης (Σεπτέμβριος 2022: 2,7%, Ιούνιος 2022: 2%), ενώ στα στεγαστικά δάνεια με διάρκεια από ένα έως πέντε έτη αυξήθηκε κατά 25 μονάδες βάσης (Σεπτέμβριος 2022: 4,1%, Ιούνιος 2022: 3,9%).

Αντίστοιχα, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των καταναλωτικών και λοιπών δανείων προς τα νοικοκυριά με διάρκεια άνω των πέντε ετών αυξήθηκε κατά 29 μονάδες βάσης (Σεπτέμβριος 2022: 6,6%, Ιούνιος 2022: 6,3%), ενώ σε αυτά με διάρκεια έως ένα έτος παρέμεινε αμετάβλητο στο 14,1%. Η περαιτέρω ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος το προσεχές διάστημα αναμένεται να ασκήσει σταδιακά μεγαλύτερη επίδραση στο κόστος εξυπηρέτησης των δανείων προς τα νοικοκυριά, τα οποία σε σημαντικό ποσοστό έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο.

Οι κίνδυνοι για το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών

Από την άλλη, η εξέλιξη του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών αποτελεί βασικό προσδιοριστικό παράγοντα της σχετικής ευχέρειας εξυπηρέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων. Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε κατά 1,7% το β΄ τρίμηνο του 2022 έναντι του β΄ τριμήνου του 2021, ενώ το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε.

Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 7,8% το α΄ εξάμηνο του 2022 σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2021, διατηρώντας τη δυναμική ανάπτυξης που παρατηρήθηκε το προηγούμενο έτος. Επισημαίνεται ότι η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών παρουσίασε σημαντική αύξηση κατά 11,0% το β΄ τρίμηνο του 202215 σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2021.

Παράλληλα, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε σημαντικά από 12,9% το Δεκέμβριο του 2021 σε 11,8% το Σεπτέμβριο του 2022,χάρη στον υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομικής δραστηριότητας και την ενίσχυση της απασχόλησης σε κλάδους όπως ο τουρισμός, οι κατασκευές, οι υπηρεσίες και η βιομηχανία.

Η αναζωπύρωση του πληθωρισμού (αύξηση του ΕνΔΤΚ κατά 12% το Σεπτέμβριο του 2022 σε σχέση με το Σεπτέμβριο του 2021) λόγω των σημαντικών αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας, των διατροφικών αγαθών και του μεταφορικού κόστους, αλλά και της συνακόλουθης διάχυσης των ανατιμήσεων στο σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών, ασκεί σημαντικές πιέσεις στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, ιδιαίτερα των ευάλωτων.

Ειδικότερα το κόστος στέγασης παρουσίασε ιδιαίτερα υψηλό ετήσιο ρυθμό μεταβολής κατά 35,4% το Σεπτέμβριο του 2022. Οι πιέσεις αυτές αναμένεται να συνεχιστούν τους πρώτους μήνες του 2023 και να μετριαστούν μόνο εν μέρει αφενός από τα δημοσιονομικά μέτρα για την άμβλυνση των επιπτώσεων του αυξημένου ενεργειακού κόστους και αφετέρου από τις αναμενόμενες αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις.

Ο ρόλος της αγοράς ακινήτων

O ρυθμός αύξησης των τιμών των διαμερισμάτων επιταχύνθηκε το α΄ εξάμηνο του 2022 στο 9,3% σε ετήσια βάση, από 7,5% το 2021. Μάλιστα, το β΄ τρίμηνο του 2022 οι τιμές των διαμερισμάτων για το σύνολο της χώρας αυξήθηκαν κατά 9,4% συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021. Για το β΄ τρίμηνο του 2022, υψηλότερο ετήσιο ρυθμό αύξησης των τιμών παρουσίασαν τα νεόδμητα διαμερίσματα έναντι των παλαιών (ηλικίας άνω των πέντε ετών), 10,5% και 8,7% αντίστοιχα.

Από την ανάλυση των στοιχείων κατά γεωγραφική περιοχή προκύπτει ότι οι μεγαλύτερες αυξήσεις για το β΄ τρίμηνο του 2022 καταγράφηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου διαμορφώθηκαν διψήφιοι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης στην Αθήνα (10,9%) και στη Θεσσαλονίκη (10,4%). Ωστόσο, επισημαίνεται ότι παράλληλα εντάθηκαν οι πληθωριστικές πιέσεις, με αποτέλεσμα ο ρυθμός μεταβολής των πραγματικών τιμών των κατοικιών να έχει επιβραδυνθεί.

Οι προσδοκίες για την ελληνική αγορά ακινήτων παραμένουν θετικές. Βραχυπρόθεσμα, εκτιμάται ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον θα παραμείνει έντονο, ειδικά για συγκεκριμένες προνομιακές θέσεις στο λεκανοπέδιο της Αττικής και για περιοχές με τουριστικά χαρακτηριστικά. Μεσοπρόθεσμα, πρωτοβουλίες σχετικές με τη στήριξη προς συγκεκριμένες κατηγορίες νοικοκυριών (π.χ. νέοι, ευάλωτες κοινωνικές ομάδες) για απόκτηση κατοικίας καθώς και για την ανακαίνιση παλαιών κατοικιών (π.χ. προγράμματα “Σπίτι μου” και “Ανακαινίζω – εξοικονομώ/ενοικιάζω”) αναμένεται να συμβάλουν στη βελτίωση του κτηριακού αποθέματος, αλλά και στην ενίσχυση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών αυτών.

Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι οι τιμές των κατοικιών απέχουν ακόμη σημαντικά από το ιστορικό υψηλό που είχε καταγραφεί πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση. Με βάση το δείκτη τιμών διαμερισμάτων που καταρτίζει η Τράπεζα της Ελλάδος για το σύνολο της χώρας, η υψηλότερη τιμή του δείκτη παρατηρήθηκε το έτος 2008 (101,7), στη συνέχεια ο δείκτης ακολούθησε σταθερά καθοδική πορεία και κατέγραψε τη χαμηλότερη τιμή του το 2017 (59). Έκτοτε, ο δείκτης εμφανίζει σταθερά ανοδική πορεία και διαμορφώθηκε σε 78,5 το β΄ τρίμηνο του 2022.

Η εικόνα των “κόκκινων” δανείων

Σε ότι αφορά το φλέγον ζήτημα των ΜΕΔ, σύμφωνα με την έκθεση της ΤτΕ, το α΄ εξάμηνο του 2022 βελτιώθηκε περαιτέρω η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) συνεχίστηκε, με αποτέλεσμα στο τέλος του α΄ εξαμήνου το συνολικό απόθεμα των ΜΕΔ να διαμορφωθεί σε 14,9 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 19,0% ή 3,5 δισ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2021 (18,4 δισεκ. ευρώ) με ατομικά στοιχεία εντός ισολογισμού.

Η ΤτΕ σημειώνει, ότι η συνολική μείωση των ΜΕΔ σε σχέση με το υψηλότερο επίπεδό τους, που καταγράφηκε το Μάρτιο του 2016, έφθασε το 86,1% ή 92,3 δισεκ. ευρώ. Η υποχώρηση των ΜΕΔ κατά το α΄ εξάμηνο 2022 οφείλεται κυρίως στην ταξινόμησή τους σε διακρατούμενα προς πώληση εν αναμονή της ολοκλήρωσης συναλλαγών πώλησης μέσω τιτλοποίησης, καθώς και σε συμφωνίες απευθείας πώλησης δανείων στη δευτερογενή αγορά, ενώ σε μικρότερο βαθμό οφείλεται σε εισπράξεις και διαγραφές. Οι συναλλαγές τιτλοποίησης πρόκειται να αξιοποιήσουν εκ νέου το πρόγραμμα για τη χορήγηση εγγυήσεων από το Ελληνικό Δημόσιο στους τίτλους ανώτερης διαβάθμισης senior tranche (σχέδιο “Ηρακλής” 25).

Ωστόσο, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η μεταφορά των εν λόγω ΜΕΔ εκτός πιστωτικού συστήματος δεν σημαίνει αυτόματα και την οριστική εξάλειψη του χρέους από την οικονομία. Το χρέος παραμένει, με τη διαχείρισή του πλέον να πραγματοποιείται από τις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ). Συνεπώς, η εύρυθμη λειτουργία της εν λόγω αγοράς για την επίτευξη της οριστικής εκκαθάρισης του χρέους είναι σημαντική παράμετρος και η αξιοποίηση του συνόλου των διαθέσιμων εργαλείων και επιλογών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση.

Η εξέταση των δυνατοτήτων επανένταξης σε καθεστώς ενημερότητας πιστούχων οι οποίοι έχουν αξιόλογα βιώσιμα επενδυτικά σχέδια που μπορούν να χρηματοδοτηθούν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και να αναδεικνύεται ως μία επιλογή η οποία θα συμβάλει καθοριστικά στην οριστική εκκαθάριση του ιδιωτικού χρέους, αλλά και στην ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας.

Το απόθεμα των συνολικών δανείων ανήλθε σε 147,5 δισ. ευρώ, σημειώνοντας μικρή αύξηση κατά 2,3%, προερχόμενη κυρίως από το χαρτοφυλάκιο των επιχειρηματικών δανείων (+4,1%). Αντίστοιχα, το συνολικό απόθεμα των εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκε κατά 5,5%, αύξηση που επίσης οφείλεται στο χαρτοφυλάκιο των επιχειρηματικών δανείων (+8,3%).

Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων στο τέλος του α΄ εξαμήνου 2022 διαμορφώθηκε σε 10,1%, έναντι 12,8% στο τέλος του 2021. Η μείωση αυτή αντανακλά την πρόοδο στις προσπάθειες εξυγίανσης του πιστωτικού συστήματος, ενώ επισημαίνεται εκ νέου ότι και οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες έχουν πετύχει τον επιχειρησιακό στόχο που είχαν θέσει για μονοψήφιο ποσοστό ΜΕΔ πριν από το τέλος του έτους.

Εντούτοις, στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες επισημαίνεται ότι ο δείκτης των ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων είναι ιδιαίτερα υψηλός και διαμορφώνεται σε 49,7% (ποσοστό που σχετίζεται και με τη μη συμβατότητα του προγράμματος παροχής κρατικών εγγυήσεων στη συντριπτική πλειονότητα των μικρότερων τραπεζών).

Επιπρόσθετα, ο δείκτης ΜΕΔ σε επίπεδο συστήματος είναι ακόμη ιδιαίτερα υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Ιούνιος 2022: 1,8%), συνεπώς οι προσπάθειες αποκλιμάκωσης του υφιστάμενου αποθέματος χρειάζεται να συνεχιστούν και να εντατικοποιηθούν περαιτέρω, ιδίως υπό το πρίσμα των προκλήσεων που αναδεικνύονται. Η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία, με την ενεργειακή κρίση που έχει πυροδοτήσει, έχει επιδράσει καθοριστικά στην αύξηση των εισαγόμενων πληθωριστικών πιέσεων, με δυσμενείς συνέπειες για το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων.

Η ταχεία οικονομική ανάπτυξη η οποία καταγράφεται με βάση τα στοιχεία του α΄ εξαμήνου του 2022 έχει συντελέσει στην άμβλυνση των πιέσεων. Εντούτοις, η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με τη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος υψηλότερων επιτοκίων παρέμβασης, καθιστά σαφές ότι τόσο το κόστος χρηματοδότησης όσο και οι δυνατότητες αποπληρωμής χρέους από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις θα επηρεαστούν δυσμενώς. Το περιβάλλον αυτό, σε συνδυασμό με τις προοπτικές για χαμηλότερη οικονομική ανάπτυξη το προσεχές διάστημα, αναμένεται να επηρεάσει εκ νέου την ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών με τη δημιουργία νέων ΜΕΔ. Ωστόσο, το ύψος των νέων ΜΕΔ είναι δύσκολο να εκτιμηθεί εξαιτίας της αβεβαιότητας για την πορεία των παραμέτρων που σχετίζονται με τη γεωπολιτική και ενεργειακή κρίση, ιδίως υπό το ενδεχόμενο αυτές να παραταθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα ή να κλιμακωθούν περαιτέρω.

Διαβάστε ακόμη: