Ο Adriano Celentano λάτρεψε από μικρός οτιδήποτε αμερικανικό. Και δεν ήταν ο μόνος.
Στην εποχή του, γεννημένος τις παραμονές του Β’ παγκόσμιου πόλεμου, οι ΗΠΑ φάνταζαν ο σωτήρας της ανθρωπότητας, ο από μηχανής θεός που με το άγγιγμά του εξαφάνισε τις δυνάμεις του κακού από την Ευρώπη και τον κόσμο όλο.
Η χώρα που έδινε καταφύγιο σε όλους όσους είχαν τη θέληση να δοκιμάσουν και να πετύχουν μια καλύτερη ζωή.
Όταν λοιπόν ξεκίνησε να τραγουδάει, η αμερικανική προφορά ήταν μονόδρομος. Και όλοι τον λάτρεψαν.
Το τραγούδι δεν ήταν ικανό να απορροφήσει όλη αυτή την ενέργεια που ήταν συγκεντρωμένη σε αυτόν τον άνθρωπο.
Γνωστός για τις φάρσες του, τις εκκεντρικές του εμφανίσεις που ήταν μάλλον περιστασιακές, αλλά πάντα στρατηγικά τοποθετημένες, αλλά και τον τρόπο που παρατηρούσε το κοινό, προσπαθώντας να κατανοήσει τους μηχανισμούς πίσω από τη ‘’θεοποίηση’’ ειδώλων.
Σε αυτό το πλαίσιο, προχώρησε το 1972 σε ένα πανέξυπνο ‘’κοινωνικό πείραμα’’ όπως ήταν στην πραγματικότητα η κυκλοφορία του κομματιού ‘’Prisencolinensinainciusol”.
Αν κάποιος έψαχνε να βρει νόημα στους στίχους του, δεν υπήρχε περίπτωση να καταλάβει το παραμικρό πέρα από το ‘’all right’’.
Όσο για τα υπόλοιπα; Gibberish, όπως θα έλεγαν οι Αμερικανοί, κοινώς, ακαταλαβίστικα.
Ο Celentano θέλησε να δει αν όντως οι συμπατριώτες του λατρεύουν κάτι απλά και μόνο λόγω προέλευσης και ας είναι κενό μηνυμάτων.
Το τραγούδι αγαπήθηκε πολύ, κάτι που έγινε έντονα αισθητό στα club κυρίως και λιγότερο στα ταμεία των δισκοπωλείων.
Είχε μια αρκετά καλή πορεία στα charts όπου έφτασε σε αρκετές χώρες και μέχρι το νούμερο 4, γεγονός απίστευτο για μία φάρσα στην ουσία.
Φάρσα που κέρδισε όχι μόνο την αγάπη του κοινού, αλλά και του ίδιου του Celentano ο οποίος το τίμησε με αρκετά edits και εκτελέσεις, ακόμα και στα Ιταλικά.