Η κίνηση της ΑΔΕΔΥ ήρθε έπειτα από αγωγή που κατέθεσε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών υπάλληλος του υπουργείου Παιδείας, με την οποία ζητά την επαναφορά των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος θερινής άδειας, αλλά και να αναγνωριστεί υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλει αναδρομικά τον 13ο και 14ο μισθό της διετίας 2023 και 2024.

Εισήγηση «παράθυρο»

«Κλειδί» για την μερική επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στο Δημόσιο θα αποτελέσει, σύμφωνα με την εισήγηση που διατυπώθηκε, η ερμηνεία που θα δώσει το ΣτΕ στην ευρωπαϊκή οδηγία για τον κατώτατο μισθό (ενσωματώθηκε το 2024), η οποία προβλέπει την εξίσωση των κατώτατων αμοιβών σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, χωρίς όμως τις διακρίσεις που διατήρησε η κυβέρνηση ως προς τα δώρα των δημοσίων υπαλλήλων.

Σύμφωνα με τον εισηγητή της υπόθεσης Ιωάννη Μιχαλακόπουλο, θα πρέπει «να ελεγχθεί αν η περίοδος της αγωγής για τα Δώρα εμπίπτει εν όλω ή εν μέρει στην περίοδο μετά τη λήξη της προθεσμίας (15.11.2024) μεταφοράς της Οδηγίας, να ερμηνευθούν οι ορισμοί της Οδηγίας, αν θεσπίζουν και επιταγές για άνευ ετέρου εξομοίωση μισθών και μάλιστα μεταξύ των εργαζομένων στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, αλλά κι αν η εξομοίωση αφορά κατωτάτους μόνο μισθούς, αν υφίσταται ενωσιακή έννοια τέτοιου κατωτάτου μισθού, πώς αυτή συγκροτείται και ποια τα περιθώρια των κρατών-μελών για άλλη, διαφορετική διάπλαση των μισθών (κατωτάτων ή μη) κατά κατηγορίες».

Τέλος, θα πρέπει να ερευνηθεί ποια είναι η νομοθετική διάπλαση των αποδοχών των πολιτικών δημοσίων υπαλλήλων (διαχρονικώς, λαμβανομένου υπόψη και του ν. 4354/2015), συγκρινόμενη προς αυτήν των αποδοχών των εργαζομένων με σχέση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, κατά το Εργατικό Δίκαιο.

«Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο νομοθέτης του ν. 5045/2023 παρέλειψε να ενσωματώσει τα επίμαχα επιδόματα στις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων κατά παράβαση σαφών ορισμών (άρ. 6 παρ. 1) της Οδηγίας αυτής, την οποία πλημμελώς μετέφερε κατ’ αυτόν ο ν. 5163/2024 και η οποία  επιτάσσει ίση μεταχείριση των εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα -και μάλιστα από την άποψη της (επιδιωκτέας, ισάξιας, εν όψει του εκάστοτε κόστους διαβίωσης) αγοραστικής δύναμης των κατωτάτων μισθών [άρ. 5 παρ. 2 (α) αυτής]. Έτσι, ο τρόπος καθορισμού (νομοθετικώς) του κατωτάτου μισθού στον δημόσιο τομέα καταλήγει στο αποδοκιμαζόμενο από την Οδηγία αποτέλεσμα να υφίστανται δυσμενή εις βάρος τους διάκριση οι μισθοδοτούμενοι βάσει του ν. 5045/2023 έναντι των εργαζομένων με σχέση εξηρτημένης εργασίας στον ιδιωτικό τομέα» ανέφερε μεταξύ άλλων.

Υπενθυμίζεται ότι ο υπάλληλος του υπουργείου Παιδείας υποστήριζε στην προσφυγή του ότι η παράλειψη του νομοθέτη να επαναφέρει τα επιδόματα εορτών και αδείας αντίκειται στο Σύνταγμα και ειδικότερα στις αρχές της ανθρώπινης αξίας, της ισότητας, της ισότητας στα δημόσια βάρη και της αναλογικότητας, καθώς και σε διατάξεις του ενωσιακού δικαίου. Υποστηρίζει ακόμα ότι θα έπρεπε, σε κάθε περίπτωση, να του καταβληθούν ευθέως τα ζητούμενα ποσά, μέσω της επέκτασης και στον ίδιο διατάξεων του ατομικού εργατικού δικαίου, λόγω της επιβαλλόμενης εκ της Οδηγίας 2022/2041/ΕΕ ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων του ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, αναφορικά με τη διασφάλιση επαρκούς κατωτάτου μισθού ο οποίος να εγγυάται την αξιοπρεπή διαβίωσή τους.

Στην υπόθεση κατέθεσε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του υπαλλήλου η ΑΔΕΔΥ και με αίτηση στο ΣτΕ ζητά την εξέταση της υπόθεσης ως πρότυπης δίκης από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο. Η δικηγόρος της ΑΔΕΔΥ επισήμανε ότι τα επιδόματα νομοθετήθηκαν αρχικά το 1951 και το 2012 καταργήθηκαν, όμως τώρα δεν υπάρχουν οι οικονομικές συγκυρίες του 2012 και υπάρχει παράλειψη της Πολιτείας να τα επαναφέρει, προκειμένου οι δημόσιοι υπάλληλοι να εξασφαλίσουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η Ευρωπαϊκή νομοθεσία  και  η συνταγματική αρχή της ισότητας. Και ενώ υπάρχουν δημοσιονομικά πλεονάσματα, τα επιδόματα δεν επαναφέρονται.

Στον αντίποδα το Δημόσιο υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η μη επαναφορά των επίμαχων παροχών δεν παραβιάζει συνταγματικές ή υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, καθώς και ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι διέπονται ως προς τις απολαβές τους από ειδικά νομοθετήματα, στο πλαίσιο της ιδιαίτερης υπηρεσιακής τους κατάστασης, αποτελώντας διαφορετική κατηγορία από εκείνη των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα. Μάλιστα, τονίστηκε ότι η ΑΔΕΔΥ ζητά στην ουσία να νομοθέτησει η Πολιτεία για να επανέλθουν τα δώρα και διατυπώθηκε το ερώτημα αν έχει αρμοδιότητα το ΣτΕ να κρίνει εάν μπορεί να ακυρώσει την άρνηση της Πολιτείας να νομοθετήσει. «Έχουν ξεπεραστεί τα όρια ελέγχου του ΣτΕ και εισέρχεται πλέον στο νομοθετικό πλαίσιο» σχολίασαν.

Τι θα κριθεί

Η Ολομέλεια του ΣτΕ καλείται να αποφασίσει, μεταξύ άλλων, εάν η παράλειψη του νομοθέτη να επαναφέρει τα επιδόματα εορτών και αδείας στους υπαλλήλους του Δημοσίου στο ύψος που προβλέπονταν από τον ν. 3205/2003, αντίκειται προς το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο, ειδικότερα δε, εάν προσβάλλει το αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, το δικαίωμά τους να συμβάλλουν ισότιμα με τους υπόλοιπους πολίτες στην εκπλήρωση του χρέους τους στην εθνική και κοινωνική αλληλεγγύη, καθώς και εάν δημιουργεί δυσμενή διάκριση έναντι των απασχολούμενων στον ιδιωτικό τομέα, παραβιάζοντας τις αρχές της ανθρώπινης αξίας, της ισότητας, της ισότητας στα δημόσια βάρη και της αναλογικότητας.

Διαβάστε ακόμη: