Η συζήτηση για τον κρατικό προϋπολογισμό στη Βουλή ανέκαθεν αποτελεί “προνομιακό” πεδίο σφοδρής αντιπαράθεσης ανάμεσα στην εκάστοτε κυβέρνηση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Παράλληλα συνιστά και μια από τις κορυφαίες κοινοβουλευτικές διαδικασίες, ενώη οικονομική πολιτική που θα ασκηθεί το επόμενο έτος, σε σημαντικό βαθμό καθορίζει και τις ευρύτερες πολιτικές εξελίξεις. Από αυτό τον κανόνα φυσικά, δεν θα μπορούσε να ξεφύγει και η φετινή συζήτηση στη Βουλή, για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2025.

Ας δούμε όμως πρώτα, ποια είναι η αφετηρία για την ελληνική οικονομία στο τέλος της φετινής χρονιάς, πριν περάσουμε στα βασικά μεγέθη του προϋπολογισμού του 2025. Σύμφωνα με το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννη Στουρνάρα, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται και κατά τη διάρκεια του 2024 με ρυθμό αρκετά υψηλότερο από αυτόν της ζώνης του ευρώ. Η αγορά εργασίας διατηρεί τη δυναμική της και τα δημοσιονομικά μεγέθη βελτιώνονται. Ο γενικός πληθωρισμός είναι χαμηλότερος σε σύγκριση με τους υψηλούς ρυθμούς του 2023.

Τα επόμενα χρόνια, η ελληνική οικονομία αναμένεται ότι θα συνεχίσει να καταγράφει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ. Η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς ενισχύει τη διαδικασία σύγκλισης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας προς τα μέσα επίπεδα της ΕΕ. Οι κύριες κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής δραστηριότητας θα συνεχίσουν να είναι οι επενδυτικές δαπάνες, χάρη και στη συμβολή των ευρωπαϊκών πόρων, και ιδίως του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), καθώς και η ιδιωτική κατανάλωση, λόγω της αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος χάρη στην άνοδο της απασχόλησης και στη μείωση του πληθωρισμού.

Παρά όμως τις αδιαμφισβήτητες θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, υπάρχουν και σημαντικές προκλήσεις. Η σημαντικότερη εξ αυτών είναι το μεγάλο έλλειμμα στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών που καταγράφει σήμερα η χώρα (6,2% του ΑΕΠ το 2023), παρά την πολύ σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.Η κυριότερη αιτία είναι ότι η Ελλάδα υπολείπεται σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας έναντι των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, παρά τη σημαντική βελτίωση των τελευταίων ετών.

Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του ελβετικού ινστιτούτου IMD για το 2024, η Ιρλανδία βρίσκεται στην 4η θέση, η Πορτογαλία στην 36η και η Ελλάδα στην 47η. Αντίστοιχη εικόνα προκύπτει αν εξετάσει κανείς τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η οποία κατασκευάζει έξι δείκτες συνολικής διακυβέρνησης για περισσότερες από 200 χώρες για την περίοδο 1996-2022. Η Ελλάδα υπολείπεται έναντι της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας για όλο το διάστημα και σε κάθε επιμέρους δείκτη. Συνεπώς, και παρά την πρόοδο των τελευταίων χρόνων, η Ελλάδα έχει απόσταση να διανύσει για να φτάσει τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών.

Η διαρκής υστέρηση που εμφανίζει η χώρα σε όλους τους ανωτέρω δείκτες μεταφράζεται σε χαμηλότερη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και εξηγεί το μεγαλύτερο μέρος του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το υπόλοιπο μέρος εξηγείται από το γεγονός ότι ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας είναι υψηλότερος από αυτόν των εμπορικών εταίρων της. Σε συνδυασμό με το χαμηλότερο επίπεδο επενδύσεων, η σχετικά χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα αναπόφευκτα επηρεάζει δυσμενώς την παραγωγικότητα και το βιοτικό επίπεδο μακροπρόθεσμα.

Κυβερνητική αισιοδοξία

Το τέλος του 2024 λοιπόν βρίσκει την ελληνική οικονομία με υψηλές επιδόσεις, αλλά και προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστουν. Από την πλευρά του πάντως, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης εμφανίζεται πιο αισιόδοξο από την ΤτΕ, επισημαίνοντας ότι, στο πεδίο της ανάπτυξης, η Ελλάδα καταγράφει πολύ ταχύτερη ανάπτυξη από την Ε.Ε. Το 2024 η οικονομία αναπτύχθηκε με υπερδιπλάσιους ρυθμούς σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στο διάστημα 2023-2025 η οικονομία θα συγκλίνει κατά 4,6 μονάδες με την ΕΕ.

Αλλά και στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής, το ΥΠΕΘΟ σημειώνει πως ξεκίνησαν να αυξάνονται ύστερα από 12 χρόνια οι συντάξεις και ξεπάγωσαν οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων. Επιπλέον οι καταθέσεις αυξήθηκαν από 143 δισ. το 2019 σε 197 δισ. το Σεπτέμβριο του 2024, η Ελλάδα έχει την τρίτη καλύτερη επίδοση στην ΕΕ στη μείωση της φτώχειας και βρίσκεται πάνω από 6 ευρωπαϊκές χώρες στην κατά κεφαλήν κατανάλωση.

Από κει και πέρα, το ΥΠΕΘΟ εστιάζει στις θετικές εξελίξεις που αναμένονται το 2025, όπως:

Αύξηση του κατώτατου μισθού από την 1η Απριλίου 2025. Ο κατώτατος μισθός έχει ήδη αυξηθεί από τα 650 ευρώ το 2019 στα 830 ευρώ το 2024 ενώ αντίστοιχα αυξάνεται και ο μέσος μισθός, που από τα 1.046 ευρώ το 2019, σήμερα με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία από την ΕΡΓΑΝΗ διαμορφώνεται στα 1.445 ευρώ.
• Αύξηση των συντάξεων κατά 2,4%, όσο περίπου και η πρόβλεψη για τον πληθωρισμό.
• Μείωση του πληθωρισμού από 2,7% το 2024 σε 2,1% το 2025, με καθοδική πορεία και για τον πληθωρισμό τροφίμων, που βρίσκεται σε επίπεδο χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
• Μείωση της ανεργίας στο 9,7%, με συντηρητικές προβλέψεις, για πρώτη φορά κάτω από 10% μετά από 15 χρόνια.
• Συνέχιση της προσπάθειας για αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής με νέα εργαλεία: Καθολική εφαρμογή του myDATA για την δήλωση εσόδων – εξόδων, Ψηφιακό Πελατολόγιο, Ψηφιακό Δελτίο Αποστολής, επέκταση του Ηλεκτρονικού Τιμολογίου.
• Αύξηση της χρηματοδότησης για την υγεία κατά 13,2% το 2025 σε σχέση με το 2024, και 74,4% σε σχέση με το 2019.

Για την κυβέρνηση, ο προϋπολογισμός του 2025 καλείται να συγκεράσει τον στόχο της δημοσιονομικής σταθερότητας με την ανάγκη για αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών καθώς και την αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων, όπως είναι το δημογραφικό και το στεγαστικό πρόβλημα, η κλιματική κρίση, αλλά και να καλύψει τις αναγκαίες δαπάνες για την ενίσχυση του συστήματος Υγείας και της Εθνικής Άμυνας.

Βασικοί στόχοι του προϋπολογισμού είναι η διασφάλιση της ισχυρής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, η ενίσχυση των επενδύσεων, η μείωση του χρέους και η περαιτέρω αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας, για την επίτευξη των οποίων, απαιτείται η διοχέτευση των πεπερασμένων δημοσιονομικών πόρων με τη μέγιστη δυνατή οικονομική και κοινωνική αποτελεσματικότητα.

Οι δημοσιονομικές επιδόσεις

Πέρα όμως από τις διάφορες δηλώσεις και ανακοινώσεις, υπάρχουν και τα δεδομένα αυτά καθ΄αυτά του κρατικού προϋπολογισμού του 2025. Σύμφωνα λοιπόν με τις προβλέψεις , το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης σε δημοσιονομική βάση προβλέπεται να διαμορφωθεί σε πλεόνασμα ύψους 5.967 εκατ. ευρώ ή 2,4% του ΑΕΠ έναντι πλεονάσματος 2,5% του ΑΕΠ που είχε προβλεφθεί στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό – Διαρθρωτικό Σχέδιο 2025 – 2028, συνδεόμενο κυρίως με την πρόσφατη αναθεώρηση προς τα άνω του επιπέδου του ΑΕΠ από την ΕΛΣΤΑΤ.

Επίσης, το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης κατά ESA προβλέπεται να διαμορφωθεί σε έλλειμμα ύψους 1.423 εκατ. ευρώ ή 0,6% του ΑΕΠ. Οι εθνικά χρηματοδοτούμενες καθαρές πρωτογενείς δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με τον ορισμό του νέου ευρωπαϊκού πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης, προβλέπεται να αυξηθούν κατά 3,6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Σημειώνεται ότι ο σχετικός στόχος – δέσμευση που τέθηκε στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό – Διαρθρωτικό Σχέδιο 2025 – 2028 για το έτος 2025 προβλέπει ανώτατη αύξησή τους κατά 3,7%.

Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 365.000 εκατ. ευρώ ή 154,0% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2024, έναντι 369.099 εκατ. ευρώ ή 163,9% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2023, παρουσιάζοντας μείωση κατά 9,9 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2023. Το 2025 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί, επίσης, στα 365.000 εκατ. ευρώ ή 147,5% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 6,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έναντι του 2024.

Επιπλέπον, οι δαπάνες για τόκους μετά swap του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης διαμορφώνονται κοντά στα επίπεδα των 6.000 – 7.000 εκατ. ευρώ, ενώ το ύψος των δαπανών για τόκους διαμορφώνεται περίπου σε 2,8% – 3,0% ως ποσοστό του ΑΕΠ. Σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης οι δαπάνες για τόκους μετά swap αναμένεται να διαμορφωθούν κοντά στα επίπεδα των 4.750 εκατ. ευρώ για τα έτη 2024 και 2025.

Οι μειωμένες δαπάνες τόκων τα τελευταία χρόνια οφείλονται στην ανταλλαγή των ομολόγων (PSI) του Μαρτίου 2012 και στην επαναγορά του Δεκεμβρίου 2012, στη μείωση των επιτοκίων των δανείων του Μηχανισμού Στήριξης και στην αναβολή καταβολής τόκων για τα δάνεια που χορηγήθηκαν από το ΕΤΧΣ καθώς επίσης και στις συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων.

Οι φόροι και οι δαπάνες

Τα καθαρά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού,η, μετά την αφαίρεση των επιστροφών φόρων, προβλέπεται να διαμορφωθούν στο ποσό των 74.573 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 3.432 εκατ. ευρώ ή 4,8% έναντι της εκτίμησης του 2024. Ειδικότερα, τα έσοδα από φόρους αναμένεται να ανέλθουν στο ύψος των 69.203 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 2.490 εκατ. ευρώ ή 3,7% έναντι του 2024, κυρίως λόγω της προβλεπόμενης μεγέθυνσης της οικονομίας, όπως αντικατοπτρίζεται στις μακροοικονομικές προβλέψεις.

Πιο συγκεκριμένα, τα έσοδα από φόρους επί αγαθών και υπηρεσιών προβλέπεται να ανέλθουν στο ποσό των 38.019 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 1.609 εκατ. ευρώ ή 4,4% έναντι του 2024. Ειδικότερα, τα έσοδα από ΦΠΑ αναμένεται να ανέλθουν στο ποσό των 26.673 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 1.332 εκατ. ευρώ έναντι του 2024 και οι ΕΦΚ προβλέπονται στο ποσό των 7.276 εκατ. ευρώ και είναι αυξημένοι κατά 47 εκατ. ευρώ έναντι του 2024.Τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος αναμένεται να ανέλθουν στο ποσό των 25.212 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 1.009 εκατ. ευρώ ή 4,2% έναντι του 2024.

Οι συνολικές δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού για το έτος 2025 προβλέπεται ότι θα διαμορφωθούν σε 80.502 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 4.001 εκατ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη εκτίμηση έτους 2024, κυρίως λόγω της επιτάχυνσης των έργων που χρηματοδοτούνται από το ΤΑΑ, των αυξημένων φυσικών παραλαβών των οπλικών συστημάτων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, της κάλυψης μέσω επιχορήγησης της απώλειας εσόδων του ΕΟΠΥΥ λόγω της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, της αύξησης των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων και λόγω των αυξημένων μεταβιβάσεων για την ενίσχυση της λειτουργίας των νοσοκομείων του ΕΣΥ.

Αναλυτικότερα, οι παροχές σε εργαζόμενους προβλέπεται να ανέλθουν στο ποσό των 14.790 εκατ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των εργοδοτικών εισφορών από 01.01.2025, λαμβανομένων υπόψη των αποχωρήσεων και χωρίς, ωστόσο, να συνυπολογίζεται η δαπάνη των νέων προσλήψεων καθώς και των αυξήσεων των μισθών από 01.4.2025, οι οποίες περιλαμβάνονται στις πιστώσεις υπό κατανομή με συνολικό προβλεπόμενο κόστος για την Κεντρική Διοίκηση 650 εκατ. ευρώ.

Οι κοινωνικές Παροχές προβλέπεται ότι θα ανέλθουν σε 425 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 79 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2024. Στις προβλέψεις έχει ληφθεί υπόψη αυξημένη δαπάνη για το επίδομα θέρμανσης ύψους 270 εκατ. ευρώ.Οι δαπάνες για τις μεταβιβάσεις σε φορείς εντός και εκτός Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθούν στο ποσό των 34.436 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 1.062 εκατ. ευρώ έναντι της εκτίμησης του 2024, εξαιτίας των αυξημένων προβλέψεων επιχορηγήσεων προς τον ΕΟΠΥΥ, κατά 578 εκατ. ευρώ, για την κάλυψη της απώλειας των εσόδων του λόγω της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών κλάδου υγείας, αλλά και εξαιτίας της ενίσχυσης για τη λειτουργία των νοσοκομείων.

Ομοίως, αυξημένες παρουσιάζονται και οι προβλέψεις των κεφαλαιακών ενισχύσεων κατά 229 εκατ. ευρώ κυρίως λόγω της πρόβλεψης για την ενίσχυση του ειδικού λογαριασμού Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας (ΕΛΥΚΩ) κατά 400 εκατ. ευρώ από τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.

Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων

Από την ανάλυση των στοιχείων του προϋπολογισμού προκύπτει ότι οι δημόσιες επενδύσεις τα τελευταία πέντε χρόνια κυμαίνονται μεταξύ 5,0% – 6,4% του ΑΕΠ, σε σημαντικά υψηλότερο ποσοστό συγκριτικά με το αντίστοιχο (3% – 3,7% του ΑΕΠ) της χρονικής περιόδου 2014 – 2019.

Ειδικότερα, το 2020 οι δαπάνες του ΑΠΔΕ αυξήθηκαν κατά 88,7% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, καταγράφοντας ποσοστό 6,4% του ΑΕΠ, κυρίως λόγω της χρηματοδότησης δράσεων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης. Τα επόμενα έτη οι δαπάνες του ΑΕΠ παρέμειναν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, σηματοδοτώντας την ενίσχυση της αναπτυξιακής κατεύθυνσης της ελληνικής οικονομίας.

Με τον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων του έτους 2025 συνεχίζεται η προσπάθεια για την περαιτέρω ανάπτυξη της οικονομίας, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, της επιχειρηματικότητας και του φιλικού προς τις επενδύσεις περιβάλλοντος, την ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη, την προαγωγή της κοινωνικής ευημερίας και της κοινωνικής συνοχής, την καταπολέμηση κάθε μορφής διακρίσεων, την αειφόρο διαχείριση και αξιοποίηση του περιβάλλοντος καθώς και την αντιμετώπιση των δυσμενών επιπτώσεων των εξωγενών κρίσεων, περιλαμβανομένων και των κλιματικών κινδύνων.

Δημοσιονομικός στόχος παραμένει η ταχεία και αποδοτική απορρόφηση των προβλεπόμενων πόρων των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων και του ΤΑΑ, η επίτευξη του οποίου αποτελεί έναυσμα για την έγκαιρη διασφάλιση της μέγιστης δυνατής εισροής της ενωσιακής συνδρομής στο πλαίσιο των αναπτυξιακών στόχων.

Για το έτος 2025 προβλέπεται διάθεση πόρων ύψους 9.200 εκατ. ευρώ, που αντιπροσωπεύουν το 3,72% του ΑΕΠ της χώρας, με κατανομή της συνολικής δαπάνης σε έργα που θα συγχρηματοδοτηθούν από πόρους της Ε.Ε., ύψους 6.450 εκατ. ευρώ και σε έργα που θα χρηματοδοτηθούν αποκλειστικά από εθνικούς πόρους, ύψους 2.750 εκατ. ευρώ.

Στο πλαίσιο αυτό αναμένεται η εντατικοποίηση της απορρόφησης των δράσεων του ΕΣΠΑ 2021 – 2027 που προαναφέρθηκαν, λαμβανομένου υπόψη ότι μετά το πέρας της προγραμματικής περιόδου 2014 – 2020, το κυριότερο μέρος των προβλεπόμενων πόρων για το συγχρηματοδοτούμενο σκέλος του ΑΠΔΕ αφορά στο ΕΣΠΑ 2021 – 2027.

Επιπλέον, σημαντικό ρόλο αναμένεται να διαδραματίσει και το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης (ΕΠΑ), μέσω του οποίου χρηματοδοτούνται Τομεακά, Περιφερειακά και Ειδικά Προγράμματα συνολικού προϋπολογισμού 11,8 δισ. ευρώ για την προγραμματική περίοδο 2021 – 2025 και για τα οποία η δαπάνη για το έτος 2025 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,75 δισ. ευρώ. Με χρηματοδότηση αποκλειστικά από εθνικούς πόρους δίνεται προτεραιότητα στην ένταξη και υλοποίηση επιπλέον έργων αποκατάστασης, μετά τις καταστροφικές πλημμύρες της θεομηνίας “Daniel” στη Θεσσαλία, παράλληλα με τα έργα υποδομής που αφορούν σε άλλες περιοχές της επικράτειας.

Διαβάστε ακόμη