Γρήγορους ρυθμούς προσπαθεί να δώσει το ΥΠΕΝ στις διαπραγματεύσεις με την Κομισιόν και συγκεκριμένα με τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού (DG Comp) αναφορικά με τα διμερή «πράσινα» συμβόλαια προμήθειας ενέργειας (PPAs) που ετοιμάζονται μαζικά να συνάψουν οι ενεργειοβόρες βιομηχανίες της χώρας για να μειώσουν το κόστος παραγωγής.
Το νέο σχήμα θα ονομάζεται Green Pool και θα περισώσει ότι έχει απομείνει από κλάδους όπως το τσιμέντο, η βασική μεταλλουργία, η μεταλλευτική, η βαριά χημική βιομηχανία-διύλιση πετρελαίου και οι μηχανές-συσκευές.
Θυμίζουμε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εισηγείται με μεγάλη επιμονή την πολιτική καθαρών μηδενικών εκπομπών για τη βιομηχανία, η οποία έχει στόχο να αυξήσει την κλίμακα της παραγωγής καθαρών τεχνολογιών στην ΕΕ και να εξοπλίσει κατάλληλα την Ένωση για τη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας.
Την ίδια στιγμή οι περισσότερες ευρωπαϊκές εταιρείες ξαναγυρίζουν σταδιακά στο φυσικό αέριο καθώς οι τιμές πέφτουν σε επίπεδα πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, με δεδομένες μάλιστα τις λιγότερες ρωσικές προμήθειες.
Σε πολλές χώρες της ΕΕ πάντως αναπτύσσεται ο προβληματισμός κατά πόσον αυτή η στρατηγική του «πήγαινε-έλα» της ΕΕ είναι σωστή, αφού τα μέτρα επιβραδύνουν τον ρυθμό της μετάβασης στις ΑΠΕ, αυξάνοντας το κόστος για τις πράσινες μορφές ενέργειας και τη στροφή στην ηλεκτροκίνηση αφήνοντας έκθετες τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες παραγωγής πράσινης ενέργειας.
Η θέση της Αθήνας για το λεγόμενο green pool
Η Αθήνα ήδη έχει στείλει πακέτο προτάσεων για το Green Pool στην Κομισιόν τον Μάιο του 2022.
Τώρα έχουμε τον τρίτο κύκλο συζητήσεων ανάμεσα στην DG Comp και την ελληνική πλευρά.
Πλέον όμως ωριμάζουν οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε εγχώριες βιομηχανίες και παραγωγούς ΑΠΕ, για τη σύναψη «πράσινων» PPAs.
Μάλιστα, η πρόσφατη εξαίρεση των διμερών συμβάσεων από τα πλαφόν στη χονδρεμπορική αγορά ανοίγει τον δρόμο για την οριστικοποίηση ανάλογων συμφωνιών.
Στο ΥΠΕΝ λένε πως το Green Pool να πάρει το κοινοτικό «πράσινο φως» και θα τεθεί σε ισχύ από τις αρχές του 2024.
Τον επόμενο χρόνο θα είναι περιορισμένη η εφαρμογή του σχήματος στήριξης, καθώς αναμένεται να είναι περιορισμένοι και οι όγκοι ανανεώσιμης ηλεκτροπαραγωγής που θα προμηθεύονται βιομηχανίες μέσω «πράσινων» PPAs.
Άρα το 2024 θα λειτουργήσει ως χρονιά πιλοτικής εφαρμογής του Green Pool, πριν αρχίσουν να αυξάνονται αισθητά οι ποσότητες «πράσινων» Μεγαβατωρών που προμηθεύονται οι βιομηχανικοί καταναλωτές.
Το Green pool θεωρείται κομβικής σημασίας ώστε να παραμείνει σε προσιτά επίπεδα το κόστος τροφοδοσίας των βιομηχανιών με ανανεώσιμη ηλεκτροπαραγωγή, λειτουργώντας ως ασφαλιστική δικλείδα που θα εγγυάται ότι δεν πρόκειται να εκτροχιαστεί από νέες τυχόν εκτινάξεις των χονδρεμπορικών αγορών ρεύματος. Κι αυτό γιατί θα συγκρατεί το κόστος που θα προστίθεται στην τιμή ενός «πράσινου» PPA και αφορά την προσαρμογή της ανανεώσιμης ηλεκτροπαραγωγής στο προφίλ κατανάλωσης του off-taker μας λέει καθηγητής του ΕΜΠ.
Πως θα λειτουργεί το green pool στην πράξη;
Το Green Pool θα προσαρμόσει την παραγωγή από τις ΑΠΕ στο προφίλ κατανάλωσης (φορτίο βάσης) των βιομηχανικών καταναλωτών που είναι ενταγμένοι στο σχήμα.
Για αυτό τον σκοπό, οι βιομηχανίες θα εκχωρούν στον διαχειριστή του Green Pool την ηλεκτροπαραγωγή των «πράσινων» μονάδων με τις οποίες έχουν συνάψει PPAs, ώστε εκείνος να προχωρήσει στις κατάλληλες αγοραπωλησίες ηλεκτρικής ενέργειας στην αγορά, για να τις «διαμορφώσει» σε φορτίο βάσης για τους επιλέγοντες πελάτες.
Το φορτίο βάσης θα πρέπει να αντιστοιχεί στις ίδιες ποσότητες ρεύματος με τα PPAs. Ωστόσο, από αυτή τη διαδικασία της αντιστοίχισης της «πράσινης» παραγωγής με την βιομηχανική κατανάλωση, θα προκύπτει ένα επιπλέον κόστος, το κόστος διαμόρφωσης (shaping cost).
Οι αγορές και πωλήσεις ηλεκτρικής ενέργειας θα γίνονται σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα μέσα στο 24ωρο, στα οποία θα διαμορφώνονται και διαφορετικές τιμές εκκαθάρισης.
Η ελληνική πρόταση προβλέπει την κάλυψη του 85% του κόστους διαμόρφωσης μέσω της κρατικής ενίσχυσης, έως 15 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, ώστε οι επιλέγοντες πελάτες να επιβαρύνονται με το υπόλοιπο 15%.
Έτσι το ύψος της κρατικής ενίσχυσης, σύμφωνα με το ΥΠΕΝ, θα επιτρέψει στις βιομηχανίες να προμηθευτούν ρεύμα μέσω PPAs σε ανταγωνιστικά επίπεδα.
ΕΕ: Σχέδιο για βιομηχανία μηδενικών ρύπων
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εν τω μεταξύ, πρότεινε «την πρωτοβουλία για τη βιομηχανία» για καθαρές μηδενικές εκπομπές, με στόχο να οδηγήσει την ΕΕ στη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας.
Η Πρόεδρος κ. φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσε την πρωτοβουλία αυτή στο πλαίσιο του βιομηχανικού σχεδίου της Πράσινης Συμφωνίας.
Το σχέδιο θα δημιουργήσει καλύτερες συνθήκες για τη δημιουργία έργων μηδενικών καθαρών εκπομπών στην Ευρώπη και θα προσελκύσει επενδύσεις, με στόχο η ευρύτερη στρατηγική της ΕΕ για την ικανότητα παραγωγής τεχνολογιών μηδενικών καθαρών εκπομπών να πλησιάσει ή να καλύψει τουλάχιστον το 40% των αναγκών της Ένωσης έως το 2030, αναφέρει ανακοίνωση της Κομισιόν.
Έτσι θα επιταχυνθεί η πρόοδος προς την επίτευξη των κλιματικών και ενεργειακών στόχων της ΕΕ για το 2030 και τη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα, ενισχύοντας παράλληλα την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας της ΕΕ, δημιουργώντας ποιοτικές θέσεις εργασίας και στηρίζοντας τις προσπάθειες της ΕΕ για ενεργειακή ανεξαρτησία.
Μαζί με την πρόταση για τις κρίσιμες πρώτες ύλες και τη μεταρρύθμιση του σχεδιασμού της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, η πράξη για τη βιομηχανία μηδενικών καθαρών εκπομπών ορίζει ένα σαφές ευρωπαϊκό πλαίσιο για την απεξάρτηση της ΕΕ από τις εισαγωγές υψηλής συγκέντρωσης.
Η Επιτροπή, φιλοδοξώντας να στηρίξει τη χρήση του ανανεώσιμου υδρογόνου εντός της ΕΕ, καθώς και τις εισαγωγές από διεθνείς εταίρους, παρουσίασε πρόσφατα τις ιδέες της σχετικά και με τον σχεδιασμό και τις λειτουργίες της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Υδρογόνου.
Η ευρωπαϊκή βιομηχανία γυρίζει ξανά στο (φθηνότερο) αέριο
Οι ευρωπαϊκές εταιρείες πάντως από την αρχή του 2023, χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο φυσικό αέριο καθώς οι τιμές πέφτουν σε επίπεδα πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, όπως γράφει το Bloomberg.
Φέτος, ο IEA αναμένει ότι η ζήτηση στη βιομηχανία θα ανακάμψει κατά περίπου 10%.
Αυτό γίνεται κυρίως στη βιομηχανία διύλισης, η οποία ελίσσεται πιο εύκολα μεταξύ των πρώτων υλών που κυμαίνονται από φυσικό αέριο έως μαζούτ.
Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι τον Μάρτιο σημειώθηκε η μεγαλύτερη εβδομαδιαία αύξηση στη χρήση φυσικού αερίου για φέτος, ενώ και τα στοιχεία του γαλλικού και του ισπανικού δικτύου φυσικού αερίου μαρτυρούν ότι η ζήτηση των διυλιστηρίων αυξήθηκε τον Φεβρουάριο σε σχέση με έναν χρόνο νωρίτερα.
Η ταχύτητα της ανάκαμψης θα είναι κρίσιμη και για το πώς θα προετοιμαστεί η Ευρωπαϊκή Ένωση ενόψει ενός δεύτερου χειμώνα χωρίς ρωσικό φυσικό αέριο.
Η ανάκαμψη της ζήτησης θα μπορούσε να ωθήσει τις τιμές πέρα από τα 100 ευρώ ανά μεγαβατώρα φέτος, από περίπου 43 ευρώ τώρα, και να εξαφανίσει τα αποθέματα, σύμφωνα με τη σουηδική SEB.
«Ορισμένες μεταποιητικές βιομηχανίες πέρυσι μετατοπίστηκαν από το φυσικό αέριο σε άλλα καύσιμα», δήλωσε ο Patrick Pouyanne, διευθύνων σύμβουλος της TotalEnergies. «Φέτος περνούν πάλι από το ντίζελ στο φυσικό αέριο, επομένως δημιουργείται πρόσθετη ζήτηση».
Εύκολα αλλάζουν επίσης καύσιμο τα πετροχημικά εργοστάσια, επειδή μπορούν να επιστρέψουν χωρίς μεγάλα έξοδα στο φυσικό αέριο για την παραγωγή ενέργειας και θερμότητας, σύμφωνα με την Energy Aspects.
Άλλοι κλάδοι έντασης αερίου θα χρειαστούν περισσότερο χρόνο για να ανακάμψουν κατά τη διάρκεια του 2023, καθώς η μείωση της ζήτησης είναι αποτέλεσμα της μείωσης της παραγωγής και όχι της αλλαγής καυσίμου.
Καθώς οι τιμές του φυσικού αερίου εκτοξεύτηκαν σε ρεκόρ στο αποκορύφωμα της ενεργειακής κρίσης, η συνολική χρήση από εργοστάσια μειώθηκε περίπου 20% πέρυσι στην Ευρώπη, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το ήμισυ της πτώσης ρεκόρ στη συνολική κατανάλωση, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας.
Από το ανώτατο όριο των 340 ευρώ ανά μεγαβατώρα στα τέλη Αυγούστου, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης φυσικού αερίου στην Ολλανδία έχουν πέσει περίπου 90%. Τον Φεβρουάριο, η χρήση από τα διυλιστήρια της Ισπανίας αυξήθηκε κατά 8,1%, ανέφερε η Enagas.
«Το χαμηλότερο ενεργειακό κόστος σε συνδυασμό, με την ισχυρότερη ζήτηση από το άνοιγμα της Κίνας, σημαίνει ότι η βιομηχανική παραγωγή πιθανώς θα έχει κάποια θετική συμβολή στην ανάπτυξη της ευρωζώνης φέτος», δήλωσε η κα Maeva Cousin, οικονομολόγος του Bloomberg.
Παρά την πτώση όμως, οι τιμές εξακολουθούν να βρίσκονται πολύ πάνω από τον ιστορικό μέσο όρο τους, ενώ αναμένεται να παραμείνουν υψηλές μέχρι το 2025, όταν πρόκειται να φτάσει νέα παγκόσμια προσφορά.
Αυτό σημαίνει ότι κάποια ζήτηση μπορεί να χαθεί για πάντα, καθώς τα εργοστάσια μεταφέρονται σε μέρη του κόσμου όπου το ενεργειακό κόστος είναι χαμηλότερο.
Οι χημικές εταιρείες BASF, Dow και Lanxess είναι έτοιμες να περικόψουν χιλιάδες θέσεις εργασίας και να μεταφέρουν επενδύσεις εκτός Γερμανίας, καθώς δεν αναμένουν από το Βερολίνο να παρέχει την ενέργεια που χρειάζονται σε τιμές κοντά σε αυτές που πλήρωναν κάποτε για το ρωσικό φυσικό αέριο.
Μια πρόσφατη έρευνα από τη γερμανική ένωση χημικών VCI αποκάλυψε ότι σχεδόν οι μισές εταιρείες σχεδιάζουν να μειώσουν τις επενδύσεις στη χώρα φέτος, λόγω υψηλού ενεργειακού κόστους.
«Οι προοπτικές για το μέλλον έχουν βελτιωθεί κάπως στην τρίτη μεγαλύτερη βιομηχανία της Γερμανίας», ανέφερε η VCI.
«Η μεγάλη πτώση των τιμών της ενέργειας και των πρώτων υλών τους τελευταίους μήνες έχει σταθεροποιήσει την κατάσταση, που φαίνεται να έχει φτάσει στο ναδίρ. Σε αντίθεση με την πανδημία ή την παγκόσμια οικονομική κρίση, αυτή τη φορά δεν θα υπάρξει ισχυρή ανάκαμψη».
Κομισιόν: είναι σωστή η ενεργειακή στρατηγική της;
Η Κομισιόν για τη βιομηχανία την υιοθέτηση «καθαρών μηδενικών εκπομπών», με στόχο τη μετάβαση της ΕΕ σε καθαρές μορφές ενέργειας. Οι Βρυξέλλες θέλουν την παραγωγή τεχνολογιών μηδενικών καθαρών εκπομπών να καλύπτουν τουλάχιστον το 40 % των αναγκών της Ένωσης έως το 2030.
Υπάρχουν αντιρρήσεις από διεθνείς παράγοντες της αγοράς οι οποίοι θεωρούν ότι με αυτές τις τακτικές δεν παρέχονται τελικά εγγυήσεις για την προμήθεια τεχνολογιών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με αποτέλεσμα να τείνει να καθυστερήσει η απεξάρτηση από τις ανθρακούχες εκπομπές των οικονομιών των κρατών-μελών της ΕΕ μας λέει καθηγητής του ΕΜΠ και συνεχίζει: όπως λένε οι αντιδρώντες, αυτό που επιτυγχάνουν τα μέτρα είναι να επιβραδύνουν τον ρυθμό της μετάβασης σε ανανεώσιμες πηγές, αυξάνοντας το κόστος για όσους επενδύουν σε ΑΠΕ και στους αγοραστές ηλεκτρικών οχημάτων.
Σύμφωνα με το Bloomberg NEF, το 2021, η Ευρωπαϊκή Ένωση προμηθεύθηκε περίπου το 42% του εισαγόμενου αερίου της από τη Ρωσία, το 64% των εισαγωγών ανεμογεννητριών της προερχόταν από την Κίνα όπως και το 89% των ηλιακών πάνελ της και το 43% των ηλεκτρικών της αυτοκινήτων.
Το Πεκίνο είναι ακόμη πιο κυρίαρχο στις πρώτες ύλες για την ενεργειακή μετάβαση, καθώς κατέχει περισσότερο από το 75% της παγκόσμιας παραγωγικής ικανότητας για μπαταρίες ιόντων λιθίου,
Όπως εκτιμούν διεθνείς αναλυτές, ο νόμος Net Zero Industry Act που ανακοινώθηκε πρόσφατα στις ΗΠΑ μοιάζει με μια απλή προσπάθεια για την εγγύηση της ενεργειακής ασφάλειας σύμφωνα με μέτρα που έχουν ήδη δρομολογηθεί στις ΗΠΑ και την Κίνα.
«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ελπίζει ότι η νομοθεσία θα εξασφαλίσει τοπικό μερίδιο 40% για βασικές πράσινες τεχνολογίες έως το 2030 αλλά ο δρόμος μπορεί να είναι πιο δύσκολος από ότι φαντάζεται» μας λέει Έλληνας της Κομισιόν.
«Η ευρωπαϊκή πολιτική, ίσως να βασίζεται σε μια βαθιά παρανόηση του τρόπου με τον οποίο τα εμπορεύματα και τα μηχανήματα χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ενέργειας. Παραδόξως, μπορεί να αφήσει την ΕΕ πιο ευάλωτη σε περίπτωση σύγκρουσης από ό,τι θα συνέβαινε σε άλλη περίπτωση, λένε ορισμένοι» μας μεταφέρει ο καθηγητής του ΕΜΠ.
Αλλά και Έλληνας τεχνοκράτης της ΕΕ επισημαίνει: Τώρα η Ευρώπη εξαρτάται από τεράστιες συνεχείς εισαγωγές φυσικού αερίου και έχει μικρό απόθεμα. Αν οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα σταματούσαν ξαφνικά να εξάγουν αυτοκίνητα στην ΕΕ, οι περισσότεροι μετά βίας θα το πρόσεχαν. Οι ετήσιες εισαγωγές ανέρχονται σε μόλις 3 εκατομμύρια περίπου σε έναν στόλο επιβατικών αυτοκινήτων που ξεπερνά τα 250 εκατομμύρια. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι περιορισμοί στις εισαγωγές μηχανημάτων ανανεώσιμων πηγών είναι λανθασμένοι. Αντίθετα, τα 146,7 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου που έρρεαν από τους ρωσικούς αγωγούς στην Ευρώπη το 2021 δεν θα είναι πλέον διαθέσιμα στο άμεσο μέλλον, πράγμα που σημαίνει ότι η ήπειρος έπρεπε να βρει άμεσες εναλλακτικές λύσεις για την παροχή των περίπου 775 TWh ηλεκτρικής ενέργειας που θα μπορούσατε να παράγετε από αυτήν. Ωστόσο, τα 255 γιγαβάτ ανεμογεννητριών που εγκαταστάθηκαν στα τέλη του 2022 θα παράγουν περίπου 558 TWh ηλεκτρικής ενέργειας κάθε χρόνο, ανεξάρτητα από την κατάσταση της γεωπολιτικής κατάστασης. Η Κίνα δεν μπορεί να κόψει τις προμήθειες αιολικής ενέργειας της Ευρώπης.
Όλοι ελπίζουν πάντως ότι δεν θα δικαιωθούν οι σκεπτικιστές.