Αποφασισμένες να κλιμακώσουν την πίεση προς τον SSM προκειμένου να τους επιτραπεί να διανείμουν στους μετόχους τους υψηλότερα, σε σχέση με τον αρχικό προϋπολογισμό, μερίσματα για την χρήση του 2025, είναι οι διοικήσεις της Eurobank και της Εθνικής Τράπεζας.
Έχοντας ως ισχυρό διαπραγματευτικό «χαρτί», τους ισχυρούς ισολογισμούς με ένα ακόμη έτος σταθερής κερδοφορίας σε συνδυασμό με υψηλά πλεονάζοντα κεφάλαια, οι δύο τράπεζες δηλώνουν αποφασισμένες να αυξήσουν τα προς διανομή κέρδη, προφέροντας ακόμη μεγαλύτερη ανταμοιβή στους μετόχους τους.
Τα δύο επιτελεία έχουν ξεκινήσει από το δεύτερο τρίμηνο της τρέχουσας χρήσης την υλοποίηση της συγκεκριμένης στρατηγικής καθώς ενημέρωσαν την επενδυτική κοινότητα για την πρόθεσή τους να προχωρήσουν σε υψηλότερο payout, διατηρώντας με τον τρόπο αυτό αμείωτο το ενδιαφέρον των επενδυτών.
Συγκεκριμένα η διοίκηση της Eurobank γνωστοποίησε την πρόθεσή της να διανείμει ως μέρισμα άνω του το 50% των κερδών της με την Εθνική Τράπεζα να θέτει τον αντίστοιχο πήχη υψηλότερα του 60%.
Έτσι, σύμφωνα με πληροφορίες, η Eurobank,με την δημοσίευση των οικονομικών αποτελεσμάτων της για το εννεάμηνο του 2026, αναμένεται να ανακοινώσει την πρόθεσή της να διανείμει το 60% των προσαρμοσμένων κερδών χρήσης 2025 ως μέρισμα, ενώ με την σειριά της η Εθνική Τράπεζα θα αυξήσει το προς διάθεση ποσό στο 70%.
Όπως τονίζουν έμπειροι τραπεζικοί αναλυτές πρόκειται για μερισματικές αποδόσεις που κατατάσσουν τις δύο συστημικές τράπεζες στο «κλαμπ» των παραδοσιακών ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Σημειώνεται ότι οι αναλυτές αναμένουν πως οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα διανείμουν για φέτος μερίσματα 79 δισ. ευρώ και θα προχωρήσουν σε επαναγορές ιδίων μετοχών ύψους 48 δισ. ευρώ φέτος.
Πρακτικά η εξέλιξη αυτή ισοδυναμεί με συνολική απόδοση περίπου 7% και payout κοντά στο 75%.
Φυσικά, η παραπάνω κίνηση προϋποθέτει και τη σύμφωνη γνώμη του επόπτη – της ρυθμιστικής αρχής.
Αρωγός το stress test…
Μεγάλος σύμμαχος των ελληνικών τραπεζών στην προσπάθεια τους για μεγαλύτερη ανταμοιβή των μετόχων είναι τα πρόσφατα αποτελέσματα του stress test της EBA, τα οποία και ανέδειξαν την ανθεκτικότητα των ελληνικών τραπεζών ακόμη και σε δυσμενές σενάριο.
Η πιθανή μείωση του P2R (Pillar II Requirement), με βάση τα ευνοϊκά αποτελέσματα του stress test, ενδέχεται να οδηγήσει σε χαμηλότερη απαίτηση για τον συνολικό δείκτη κεφαλαίων — δηλαδή σε απελευθέρωση κεφαλαίων που μπορούν να αξιοποιηθούν για οργανική ή και ανόργανη ανάπτυξη. Παράλληλα, μέσω των συναλλαγών (M&As – συγχωνεύσεις και εξαγορές) που υλοποιούν οι τράπεζες, μπορούν έμμεσα να «ξεκλειδώσουν» υψηλότερα payouts.
Η οργανική ανάπτυξη, η ενίσχυση του προφίλ και η διεύρυνση των πηγών εσόδων δημιουργούν το κατάλληλο «πάτημα» για κάποιες εξ αυτών να «χτυπήσουν την πόρτα» του επόπτη, διεκδικώντας υψηλότερα payouts.
Άλλωστε, τα δύο πεδία λειτουργούν συμπληρωματικά: η υλοποίηση εξαγορών ή άλλων κινήσεων μέσω αξιοποίησης του πλεονάζοντος κεφαλαίου οδηγεί δυνητικά σε υψηλότερη κερδοφορία και, συνεπώς, σε υψηλότερες διανομές.
Στην περίπτωση που ο πήχης των προς διάθεση κεφαλαίων αυξηθεί, τότε αυτομάτως επενδυτικοί οίκοι και αναλυτές θα πρέπει να προχωρήσουν σε εκ νέου αναθεώρηση των μοντέλων τους, τα οποία βασίζονται σε payout 50% για την Eurobank και 60% για την Εθνική, και να εξετάσουν το μείγμα επιβράβευσης, καθώς οι χρηματικές διανομές αναμένεται να καλύψουν σημαντικό τμήμα της συνολικής απόδοσης.
Επιπλέον, εφόσον το τρίτο τρίμηνο είναι «καθαρό» (πέραν των 25 εκατ. ευρώ για το πρόγραμμα «Μαριέττα Γιαννάκου»), οι δύο τράπεζες θα λάβουν από τώρα πρόβλεψη.
Το επενδυτικό αφήγημα
Σε ό,τι αφορά την επιχειρηματολογία που θα χρησιμοποιήσουν οι δύο τράπεζες στις «σκληρές» διαπραγματεύσεις με τον Επόπτη η Εθνική Τράπεζα διαθέτει έναν από τους υψηλότερους πανευρωπαϊκά δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας CET1 – στο 18,9% στο δεύτερο τρίμηνο – ο οποίος αναμένεται να παραμείνει σχεδόν σταθερός στο τρίτο.
Παράγει εσωτερικό κεφάλαιο (65 μονάδες βάσης στο πρώτο εξάμηνο, μετά τον υπολογισμό payout60%) και δεν έχει εκδώσει AT1. Πρόσφατα η Jefferies εκτίμησε ότι μια αύξηση του payout στο 70% θα είχε ως αποτέλεσμα χαμηλότερο δείκτη CET1 κατά 100 μονάδες βάσης στα τέλη του 2027 ή περίπου 30 μονάδες ετησίως. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, η τράπεζα θα διατηρούσε πλεονάζοντα κεφάλαια 300 μονάδων βάσης, που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για ανόργανες κινήσεις (συγχωνεύσεις και εξαγορές) και πρωτοβουλίες οργανικής ανάπτυξης.
Από την πλευρά της, η Eurobank διαθέτει δείκτη CET1 15,5% στο δεύτερο τρίμηνο. Η οργανική παραγωγή κεφαλαίου (65 μονάδες βάσης) υπερκάλυψε την επίπτωση από την εξαγορά της ασφαλιστικής CNP και την πρόβλεψη για διανομή του 50% των κερδών, με την τράπεζα να εκδίδει AT1 ύψους 500 εκατ. ευρώ. Για την Eurobank, οι αναλυτές εκτιμούν ότι μια αύξηση του payout στο 60% (από το 50% και άνω που καθοδηγεί) θα είχε επίπτωση περίπου 40 μονάδων βάσης σε επίπεδο CET1.
Διαβάστε ακόμη:
- Στρατηγική συνεργασία ΔΕΠΑ Εμπορίας – ΑΚΤΩΡ Energy για μεταφορά LNG
- Citi: Η ανάπτυξη του ΟΠΑΠ θα παραμείνει θετική – Στα 20 ευρώ η τιμή στόχος
- «Ιθάκη»: Στη δημοσιότητα το εξώφυλλο του βιβλίου του Αλέξη Τσίπρα
- O Τζόναθαν Μπέιλι ανακηρύχθηκε από το περιοδικό People ως ο πιο σέξι άνδρας για το 2025