Δύο πολύ σημαντικές εκθέσεις για την ελληνική οικονομία είδαν το φως της δημοσιότητας λίγο πριν τις γιορτές. Πρόκειται για την τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ), καθώς και τη φθινοπωρινή έκθεση του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου (ΕΔΣ). Και οι δύο εκθέσεις περιλαμβάνουν χρήσιμες επισημάνσεις για τις μακροοικονομικές εξελίξεις και προοπτικές, για τη θετική δημοσιονομική πορεία, καθώς και για τους κινδύνους που χρήζουν προσοχής

Ας ξεκινήσουμε με την έκθεση του ΓΠΚΒ, το οποίο σημειώνει ότι σε ένα πλαίσιο «βέβαιης αβεβαιότητας», η οποία χαρακτηρίζεται από διεθνείς εστίες πολιτικής, οικονομικής, εμπορικής, και γεωπολιτικής ρευστότητας, η ελληνική οικονομία συνεχίζει και κατά το τρίτο τρίμηνο του 2024 τη σταθερή πορεία βελτίωσης των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών.

Εκτός από τον πληθωρισμό ο οποίος εξακολουθεί να είναι ανθεκτικός, οι θεμελιώδεις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας είναι από τις καλύτερες στην Ευρωζώνη.

Η δυναμική αυτή και η σταθερότητα που εκπέμπει η ελληνική οικονομία, εκτός από την επιβράβευση με την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, οδήγησε και στην πρόσφατη αναβάθμιση, την πρώτη εντός της επενδυτικής βαθμίδας, του αξιόχρεου της χώρας από τον οίκο Scope Ratings.

Κριτήρια για αυτή την αναβάθμιση αποτέλεσαν η πτωτική πορεία του δημοσίου χρέους, η κατάσταση του τραπεζικού συστήματος και η ισχυρή ανάπτυξη. Ο επόμενος μεγάλος στόχος είναι η περαιτέρω ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας μέσω της συνέργειας των επενδύσεων και της παραγωγικότητας σε εξαγωγικούς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας με θετικό αντίκτυπο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Σύμφωνα με το ΓΠΚΒ, το ΑΕΠ παρουσίασε αύξηση 2,4% το τρίτο τρίμηνο του 2024 σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2023 (προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ), ενώ το αντίστοιχο μέγεθος στην Ευρωζώνη είναι 0,9%. Σε αυτή την επίδοση συνετέλεσαν η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (2,1%) που εξακολουθεί να παρουσιάζει ανθεκτικότητα και η αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (3,3% συνολικά, 5,1% για υπηρεσίες και 1,2% για αγαθά).

Είναι αξιοσημείωτη κατά το ΓΠΚΒ, η ανθεκτικότητα της ιδιωτικής κατανάλωσης, καθώς και των καταθέσεων των νοικοκυριών και επιχειρήσεων με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι οποίες αυξήθηκαν από 132,9 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2019 (αρχή της περιόδου για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία) σε 195,5 δισ. ευρώ τον Οκτώβριο 2024 (τελευταίος μήνας διαθεσιμότητας στοιχείων), μία αύξηση 47,1%.

Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 0,3%. Αρνητική ήταν η συμβολή της δημόσιας κατανάλωσης (-1,4%) και των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (αύξηση 4,2% συνολικά).

Πληθωρισμός και δημοσιονομικά μεγέθη

Στο “μέτωπο” των τιμών, το ΓΠΚΒ σημειώνει ότι ο πληθωρισμός (ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) παραμένει ανθεκτικός, αρκετά πάνω από τον μέσο πληθωρισμό στην Ευρωζώνη, και ανήλθε τον Νοέμ3 βριο του 2024 στο 3,0%, οριακά αυξημένος σε σχέση με τον Νοέμβριο του 2023 (2,9%) και οριακά μειωμένος σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα (3,1%).

Με τον μέσο πληθωρισμό στην Ευρωζώνη στο 2,3% τον Νοέμβριο 2024, η αντιμετώπιση του πληθωρισμού στην ελληνική οικονομία πρέπει να αποτελεί σημαντική προτεραιότητα οικονομικής πολιτικής. Οι προσπάθειες ενίσχυσης του ανταγωνισμού σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα όπως και η ανίχνευση και αποτροπή τιμολόγησης σε συνθήκες ολιγοπωλιακής αγοράς θα πρέπει να εντατικοποιηθούν.

Σχετικά με τις δημοσιονομικές επιδόσεις, το Ενοποιημένο Πρωτογενές Αποτέλεσμα Γενικής Κυβέρνησης με προσαρμογές το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου του 2024 καταγράφει πλεόνασμα 11.826 εκατ. ευρώ, μία βελτίωση 6.767 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο δεκάμηνο του 2023. Ο Κρατικός Προϋπολογισμός παρουσιάζει ταμειακό Πρωτογενές Πλεόνασμα 13.528 εκατ. ευρώ, αυξημένο κατά 7.448 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου του 2023.

Τέλος, τα φορολογικά έσοδα εμφανίζουν σημαντική αύξηση, με κύριες πηγές αυτής να αποτελούν ο φόρος εισοδήματος κατά 2.711 εκατ. ευρώ και οι φόροι επί αγαθών και υπηρεσιών κατά 2.434 εκατ. ευρώ (εκ των οποίων ο ΦΠΑ κατά 1.900 εκατ. ευρώ).

Ως προς τις δαπάνες του Κρατικού Προϋπολογισμού παρατηρείται αύξηση κατά 808 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου του 2023, η οποία αποδίδεται στην αύξηση των δαπανών ΠΔΕ και ΤΑΑ κατά 653 εκατ. ευρώ καθώς και στην αύξηση των τόκων κατά 869 εκατ. ευρώ. Οι πρωτογενείς δαπάνες μειώθηκαν κατά 714 εκατ. ευρώ.

Οι προτάσεις για την δημοσιονομική πολιτική

Συνεχίζοντας στις προτάσεις πολιτικής, το ΓΠΚΒ υπογραμμίζει ότι η εφαρμοζόμενη πολιτική φορολογικής συμμόρφωσης θα πρέπει να συνεχισθεί, στοχεύοντας στην όσο το δυνατό πιο ‘ορθή’ ιεράρχηση (ranking) εστιών φορολογικής παραβατικότητας. Για την αποτελεσματικότερη επίτευξη αυτού του στόχου, αλγόριθμοι μεγάλων δεδομένων (random forests, boosting, support vector machines, neural networks) μπορούν να βοηθήσουν, διευκολύνοντας τον αποτελεσματικό στρατηγικό σχεδιασμό στοχευμένων ελέγχων.

Τα πρόσθετα φορολογικά έσοδα μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο για κοινωνικό μέρισμα (βραχυχρόνιο όφελος) όσο και για αποπληρωμή χρέους (μακροχρόνιο όφελος). Επιπρόσθετα, θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντικό να ενταθεί η προσπάθεια προκειμένου η Ελλάδα να καταφέρει το συντομότερο δυνατό να καταρτίζει πλεονασματικούς ή ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς.

Μία τέτοια εξέλιξη, σύμφωνα με το ΓΠΚΒ, θα έχει ιδιαίτερα θετικό αντίκτυπο στις προοπτικές της χώρας και θα επιταχύνει τις αναβαθμίσεις του αξιόχρεού της, συμπαρασύροντας το κόστος δανεισμού του Δημοσίου και χρηματοδότησης της οικονομίας προς τα κάτω.
Επίσης το Γραφείο επισημαίνει ότι για λόγους αξιοπιστίας του ΜΔΣ, και για να δημιουργηθούν συνθήκες ενός νέου γύρου ευκταίων αναβαθμίσεων της επενδυτικής βαθμίδας της χώρας, ιδανικό θα ήταν οι ετήσιοι Προϋπολογισμοί υλοποίησης του ΜΔΣ να μην υπερβαίνουν τα όρια δαπανών, ενσωματώνοντας ένα «μαξιλάρι ασφαλείας».

Η όποια εξοικονόμηση πόρων θεωρούμε ότι θα πρέπει να κατευθύνεται αφενός σε δημόσιες επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας που αυξάνουν την παραγωγικότητα, συνδέονται με αυξημένες αμοιβές και έχουν μεγαλύτερη επίδραση στο ΑΕΠ της χώρας μακροχρόνια, αφετέρου σε μειώσεις του φορολογικού και ασφαλιστικού βάρους της εξαρτημένης εργασίας. Επιπρόσθετα, το ΓΠΚΒ θεωρεί ότι σταδιακά θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην εξοικονόμηση δημοσίων λειτουργικών δαπανών μέσω των εργαλείων των επισκοπήσεων και των δεικτών επιδόσεων που ενσωματώνονται στον Προϋπολογισμό Eπιδόσεων.

Οι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία

Από την πλευρά του το ΕΔΣ εστιάζει στο γεγονός ότι οι μακροοικονομικές προβλέψεις για την ελληνική οικονομία υπόκεινται σε αβεβαιότητες, ενώ παράλληλα σε μεσοπρόθεσμο διάστημα υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Ειδικά το αμέσως επόμενο διάστημα, η ελληνική οικονομία είναι πιθανό να δοκιμαστεί από διάφορους, κυρίως εξωγενείς, κινδύνους οι οποίοι μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

• Γεωπολιτικές εντάσεις λόγω των πολεμικών συρράξεων σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή

Η γεωπολιτική αστάθεια που προκαλούν οι πολεμικές συρράξεις στην περιοχή αυξάνουν, κατ’ αρχήν, την αβεβαιότητα, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τα διάφορα μακροοικονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας. Παρόλο που οι συγκρούσεις διακρίνονται τελευταία από μεγάλη ένταση, επί του παρόντος δε φαίνεται να έχει επηρεαστεί σημαντικά η παγκόσμια οικονομία. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι ότι δείκτες, οι οποίοι καταγράφουν τη μεταβλητότητα της διεθνούς οικονομίας, παραμένουν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα.
Εκτός από την αβεβαιότητα που προκαλούν οι γεωπολιτικές εντάσεις στην οικονομία, αυτές μπορούν να την επηρεάσουν άμεσα μέσω διάφορων διαύλων. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 αποτέλεσε εφαλτήριο αναζωπύρωσης των πληθωριστικών πιέσεων στην ευρωπαϊκή οικονομία, οι οποίες είχαν ήδη ξεκινήσει λόγω των προβλημάτων που παρουσιάστηκαν στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα μετά την πανδημία.

• Στασιμότητα ή και επιβράδυνση ευρωπαϊκών οικονομιών και κυρίως της γερμανικής

Μεγάλο μέρος των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών της ελληνικής οικονομίας κατευθύνονται σε ευρωπαϊκές οικονομίες, και σημαντικό μέρος εξ αυτών απορροφάται από τη γερμανική οικονομία. Κατ’ επέκταση στασιμότητα ή ακόμα χειρότερα ύφεση στην γερμανική οικονομία θα επηρεάσει αρνητικά την ελληνική οικονομία. Η γερμανική οικονομία καταγράφει τα τελευταία πέντε τρίμηνα πτώση του πραγματικού ΑΕΠ σε ετήσια βάση (Διάγραμμα 13). Ειδικότερα, όσον αφορά στο τρέχον έτος, στα τρία πρώτα τρίμηνα καταγράφεται οριακή πτώση του ΑΕΠ, το οποίο προμηνύει ύφεση για το 2024.

• Επιβράδυνση της μείωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ

Από τον Ιούλιο του 2022, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις πληθωριστικές πιέσεις στην ευρωζώνη, η ΕΚΤ έχει υιοθετήσει περιοριστική νομισματική πολιτική αν και, από το Σεπτέμβριο του 2023, χάρη στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, έχει προχωρήσει σε χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής μειώνοντας τα βασικά επιτόκια. Έκτοτε, συνεχίστηκαν οι μειώσεις των επιτοκίων με βραδύ όμως ρυθμό. Η πτωτική τάση αναμένεται να συνεχιστεί, ωστόσο όσο καθυστερεί, τα υψηλά επιτόκια δρουν αρνητικά στην ιδιωτική επένδυση και κατανάλωση, με δυσμενείς επιδράσεις στο ΑΕΠ.

• Πιθανές επιβολές δασμών από τη νέα κυβέρνηση Trump

Μια ακόμα πηγή αβεβαιότητας-ύφεσης, για την ευρωπαϊκή οικονομία, έχει να κάνει με πιθανές επιβολές δασμών από τη νέα κυβέρνηση Trump στις ΗΠΑ, κυρίως προς Ευρώπη και Κίνα. Η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε σημαντικούς δασμούς στις εισαγωγές των ΗΠΑ από την Κίνα από το 2018, οι οποίοι οδήγησαν σε σημαντική αύξηση των δασμολογικών εσόδων στις ΗΠΑ.

Σύμφωνα με τις εξαγγελίες Trump, οι δασμοί προς την Κίνα, αλλά και προς την Ευρώπη, θα αυξηθούν. Οι δασμοί θα μπορούσαν να αυξήσουν το κόστος των ευρωπαϊκών εξαγωγών, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητά τους στην αμερικανική αγορά. Αυτό με τη σειρά του θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των εξαγωγών, πλήττοντας τις εξαγωγικές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και την απασχόληση. Επιπλέον, οι δασμοί μπορεί να προκαλέσουν εμπορικές αντιπαραθέσεις-πολέμους επηρεάζοντας αρνητικά όχι μόνο τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αλλά και τα νοικοκυριά στην Ευρώπη.

Οι μεσοπρόθεσμες προκλήσεις

Σύμφωνα με το ΕΔΣ, σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα παραμένουν σημαντικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία, οι οποίες αφορούν διαχρονικές μακροοικονομικές ανισορροπίες της. Στους προεξέχοντες παράγοντες συμπεριλαμβάνεται το δημογραφικό, του οποίου οι συνέπειες στην οικονομική ανάπτυξη εκτιμάται ότι θα αρχίσουν να φαίνονται συντομότερα απ’ ότι ίσως αναμένονταν. Στις λοιπές προκλήσεις για την οικονομία συγκαταλέγονται:

  • Χαμηλή εθνική αποταμίευση και επίμονα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών
    Οι συστηματικά χαμηλές αποταμιεύσεις και τα επίμονα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών σημαίνουν ότι η εξωτερική χρηματοδότηση είναι ζωτικής σημασίας για την ελληνική οικονομία. Όμως, όπως έδειξε η κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας, η μεγάλη εξάρτηση από την εξωτερική χρηματοδότηση αφήνει τη χώρα ευάλωτη σε μεταβολές της εμπιστοσύνης των διεθνών δανειστών.
    Τα κεφάλαια της εξωτερικής χρηματοδότησης θα συνεχίσουν να εισρέουν μόνο αν η χώρα συνεχίσει να απολαμβάνει διεθνή εμπιστοσύνη. Σε κάθε περίπτωση, η χαμηλή εθνική αποταμίευση δεν μπορεί να επηρεάσει θετικά τις επενδύσεις και την οικονομική ανάπτυξη στο μέλλον.
  • Ιδιωτικές πάγιες επενδύσεις
    Όσον αφορά στις πάγιες ιδιωτικές επενδύσεις, αν και έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, εξακολουθούν όμως, ως ποσοστό του ΑΕΠ, να υπολείπονται σημαντικά της προ κρίσης περιόδου (βρίσκονται σχεδόν στο μισό) καθώς και του μέσου όρου της Ε.Ε. Επιπλέον, θα πρέπει να δοθεί προσοχή στο μείγμα τους. Το μεγαλύτερο μέρος της πρόσφατης αύξησης των επενδύσεων αφορούσε στις κατασκευές και στα ακίνητα και λιγότερο στη μεταποίηση.
    Ωστόσο, η μεταποίηση και οι υπηρεσίες έχουν μεγαλύτερη δυναμική, όσον αφορά στην αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας μέσο-μακροχρόνια. Η παραγωγικότητα εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλή (τελευταία η Ελλάδα μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών του ΟΟΣΑ). Συνεπώς, το θέμα των παγίων επενδύσεων δεν είναι μόνο ποσοτικό, αλλά κυρίως ποιοτικό ώστε να διατηρηθεί βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας μεσο-μακροχρόνια.
  • Υψηλές πληρωμές τόκων

Αναφορικά με το δημόσιο χρέος, το ΕΔΣ σημειώνει ότι παρά τη σημαντική και συνεχή πτώση του σαν ποσοστό του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια παραμένει το υψηλότερο στην Ε.Ε., γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, τις υψηλές πληρωμές τόκων, και αυτό παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους βρίσκεται στα χέρια δημόσιων οργανισμών της Ε.Ε. με χαμηλό μη αγοραίο επιτόκιο και με πολύ μεγάλη διάρκεια αποπληρωμής .

Αξίζει να επισημανθεί ότι η χώρα δαπανά περισσότερα για πληρωμές τόκων του δημόσιου χρέους από ό,τι για την εθνική άμυνα (3,2% του ΑΕΠ, περίπου). Μια ενδεχόμενη αύξηση επιτοκίων για νέο δημόσιο χρέος θα επιδεινώσει μπορεί να επιδεινώσει την κατάσταση.

Γενικότερα, οι μακροχρόνιες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας με υψηλό δημόσιο χρέος αν και σε πτωτική τροχιά, με χαμηλή παραγωγικότητα και θέσεις απασχόλησης με χαμηλή προστιθέμενη αξία, με υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, με αδύναμη εξωτερική θέση και υψηλή ανεργία (παρά την βελτίωση της) απαιτούν τη διατήρηση συνετούς δημοσιονομικής στάσης και συνεχή παρακολούθηση της αξιοποίησης των πόρων του ΤΑΑ.

Είναι σημαντικό να διατηρηθεί ο στόχος των πρωτογενών πλεονασμάτων, ιδιαίτερα και λόγω της έναρξης εφαρμογής του νέου πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης

Διαβάστε ακόμη