Κατ αρχήν θετικά βλέπει το Κίνημα Αλλαγής τη συγκρότηση Εξεταστικής Επιτροπής, που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, για να διερευνηθεί εάν γίνεται χειραγώγηση της κοινής γνώμης μεσω των δημοσκοπήσεων.
Ωστόσο, αρμόδιοι παράγοντες του ΚΙΝΑΛ υπογραμμίζουν ότι η επιλογή αυτή δεν προδικάζει το αποτέλεσμα εάν κι εφόσον συγκροτηθεί. Όπως επισημαίνει ο εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος, Παύλος Χρηστίδης «τα τελευταία χρόνια για λόγους διαφάνειας το ΠΑΣΟΚ, η Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Κίνημα Αλλαγής ψήφισε και ψηφίζει όλες τις προτάσεις για εξεταστικές επιτροπές. Έτσι προτιθέμεθα να κάνουμε και τώρα για λόγους αρχής. Βεβαίως και το θέμα θα συζητηθεί και στην Κοινοβουλευτική Ομάδα»
Ολόκληρη η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ
Η Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με το δικαίωμα που χορηγήθηκε στην αντιπολίτευση μετά την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση (άρθρο 68 παρ. 2 Συντ. και άρθρο 144 παρ. 5 εδ. β΄ Καν. της Βουλής) ζητάει σήμερα τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής της Βουλής για να ελεγχθούν οι κατ’ επανάληψη πράξεις χειραγώγησης της κοινής γνώμης από την κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη με χρήματα των ίδιων των φορολογουμένων που αποτελούν και το αντικείμενο της χειραγώγησης.
Συγκεκριμένα ζητά να εξεταστούν τα κριτήρια βάσει των οποίων δόθηκαν περί τα 42 εκ. ευρώ σε ΜΜΕ, από τις λίστες Πέτσα 1 και 2, η αποτυχημένη εκ του αποτελέσματος εμβολιαστική καμπάνια του Υπουργείου Υγείας, η χρηματοδότηση της EnterpriseGreece για τη διεθνή καμπάνια προβολής της κυβέρνησης, καθώς και η χρηματοδότηση με δημόσιο χρήμα του ιδιοκτήτη δημοσκοπικής εταιρείας OpinionPoll, τα αποτελέσματα της οποίας έχει αρνηθεί να ελέγξει η κυβερνητική πλειοψηφία στο πλαίσιο της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, παρά το αίτημα και τα ατράνταχτα σχετικά στοιχεία που προσκόμισε η αξιωματική αντιπολίτευση.
Μετά το σκάνδαλο διαφθοράς που ξέσπασε στην Αυστρία, όπου αποκαλύφθηκε ότι ο καγκελάριος Σεμπάστιαν Κούρτς, που πριν λίγους μήνες βραβεύθηκε για την Ελευθερία των ΜΜΕ με ειδική τιμητική ομιλία του κ. Μητσοτάκη στη σχετική εκδήλωση, χρηματοδοτούσε φίλια ΜΜΕ προκειμένου να λαμβάνει ως αντάλλαγμα θετικά άρθρα και ευνοϊκές δημοσκοπήσεις, και ιδίως μετά τον εξαναγκασμό του σε παραίτηση, αναδεικνύεται εκ νέου η απαξίωση της οποίας τυγχάνουν τέτοιες πρακτικές από την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και από τους θεσμούς.