Το sell-off (ξεπούλημα) της περασμένης Δευτέρας στα διεθνή χρηματιστήρια είχε πολλές αφορμές, αλλά μία κατάληξη: κάθετη πτώση στους δείκτες και τις τιμές των μετοχών, με τους επενδυτές να πουλούν σαν να μην υπάρχει αύριο. Οι απώλειες σε επίπεδο κεφαλαιοποίησης ήταν τεράστιες, η μεταβλητότητα ακραία ακόμη και για τις μεγάλες κεφαλαιαγορές του πλανήτη, ενώ δείκτες αναφοράς όπως ο S&P 500 βρέθηκαν στη δίνη μιας κατάρρευσης, όμοιας με αυτής του Ιουνίου του 2022, καταγράφοντας την περασμένη Δευτέρα τη μεγαλύτερη μονοήμερη πτώση των τελευταίων δύο ετών. Οσο για το Χρηματιστήριο της Αθήνας, η πτώση κατά 6,27% μπορεί να μην ήταν ιστορικά από τις μεγαλύτερες ημερησίως, αλλά σίγουρα ταρακούνησε την αγορά.

 Ιαπωνία

Αφορμή για τη δόνηση που σκόρπισε τον φόβο για το τι θα επακολουθήσει ήταν η Ιαπωνία. Στις αρχές Αυγούστου η κεντρική τράπεζα της χώρας προχώρησε (με καθυστέρηση ενός και πλέον έτους από τις αντίστοιχες αποφάσεις των Fed και ΕΚΤ) σε αύξηση των επιτοκίων της στο 0,25%. Περαιτέρω, δήλωσε ότι θα περιορίσει τις αγορές ομολόγων και ότι σκοπεύει να συνεχίσει τις αυξήσεις επιτοκίων. Η αλλαγή νομισματικής πολιτικής, ωστόσο, είχε άμεση επίπτωση σε ένα από τα σταθερότερα και πιο διαδεδομένα carry trades: το δολάριο – γεν είναι το δεύτερο πιο διαπραγματεύσιμο ζεύγος νομισμάτων στον κόσμο μετά το δολάριο – ευρώ, με συναλλαγές ύψους άνω του 1 τρισ. δολαρίων ημερησίως, καθώς επενδυτές που δανείζονται σε γεν, άρα με χαμηλότερο επιτόκιο, το μετατρέπουν σε δολάρια και κάνοντας arbitrage επιτοκίων αναζητούν τοποθετήσεις με υψηλότερες αποδόσεις, όπως οι τεχνολογικές μετοχές στον NASDAQ.

Η αύξηση των ιαπωνικών επιτοκίων προκάλεσε κλυδωνισμούς σε αυτό το carry trade που με τη σειρά τους επηρέασαν σειρά assets σε όλο τον πλανήτη με επίκεντρο μετοχές και ομόλογα, ενώ η άνοδος του γεν έπληξε και το Χρηματιστήριο του Τόκιο λόγω του εξαγωγικού χαρακτήρα των εταιρειών του. Ετσι, όταν τα χαράματα της περασμένης Δευτέρας ο δείκτης ΝΙΚΚΕΙ έκλεισε με πτώση άνω του 12% σήμανε συναγερμός. Οι αρχικές ανησυχίες εξελίχθηκαν σε πανικό, καθώς πλαισιώθηκαν από την ενισχυόμενη πεποίθηση πολλών αναλυτών ότι το ράλι των τεχνολογικών μετοχών στον NASDAQ είναι «φούσκα», από τα πρόσφατα στοιχεία που έδειξαν ότι η αμερικανική οικονομία οδεύει σε μια «σκληρή προσγείωση» και ύφεση και από το ότι η Fed έχει καθυστερήσει χαρακτηριστικά να μειώσει τα επιτόκια. Παράλληλα, η κλιμάκωση της έντασης στη Μέση Ανατολή και οι προβλέψεις για σύγκρουση Ισραήλ – Ιράν μετά τη δολοφονία του Ισμαήλ Χανίγια επέτειναν την κατάσταση. Είναι χαρακτηριστικό πως το sell-off εκτόξευσε τον περίφημο δείκτη φόβου (VIX) στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων τεσσάρων ετών, από την περίοδο της πανδημίας του COVID-19.

Την ίδια στιγμή στο Eλληνικό Χρηματιστήριο οι επενδυτές πουλούσαν σαν να μην υπήρχε αύριο. Ο Γενικός Δείκτης έκλεισε εκείνη την ημέρα με πτώση 6,27% (ενδοσυνεδριακά έφτασε στο 7,70%), με όλες τις μετοχές στο κόκκινο. Η ένταση της πτώσης οφείλεται βέβαια στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αναδυόμενης αγοράς μας, στο εκτεταμένο margin, στα σημαντικά κέρδη που καταγράφει από την αρχή του χρόνου, συνεπώς πολλοί επενδυτές κατοχυρώνουν άμεσα τις υπεραξίες τους (και αναζητούν ευκαιρίες για χαμηλότερες τοποθετήσεις), αλλά και σε τεχνικά θέματα που προέκυψαν κατά τη συνεδρίαση με την αγορά παραγώγων.

Φρένο στον πανικό

Η ανάκαμψη των επόμενων ημερών έβαλε, πάντως, φρένο στον πανικό. Το Τόκιο πήρε πίσω όσα έχασε, η Wall Street επίσης επέστρεψε στα προγενέστερα επίπεδα, μόνο το Χ.Α. καθυστερεί κάπως, αφού εδώ και πολύ καιρό πρωταγωνιστεί στην πτώση και υστερεί στην άνοδο.

Ωστόσο, η θετική αντίδραση δεν κατάφερε να σταματήσει τον… μισό πλανήτη από το να αναρωτιέται: ήρθε η ώρα μιας μεγάλης διόρθωσης των πολυετών υπερβολών στο αμερικανικό χρηματιστήριο που θα συμπαρασύρει όλες τις αγορές; Πέρα από το αν το sell-off τροφοδοτήθηκε από την αποσταθεροποίηση του carry trade γεν – δολαρίου, τις υπερβολικά αποτιμημένες Βig Τech μετοχές της Wall Street και της ΑΙ, τον φόβο για παρατεταμένη γεωπολιτική αστάθεια και ανεξάρτητα από το αν θα δούμε μια σταθερότητα το επόμενο διάστημα, οι αναλυτές συνιστούν εγρήγορση.

Οι αναλυτές μάλλον δεν μπορούν να συμφωνήσουν για το κατά πόσο η πτώση των προηγούμενων ημερών ήταν μια ισχυρή διόρθωση ή η αρχή μιας γενικότερης υποχώρησης, καθώς οι απόψεις τους είναι αντικρουόμενες. Αυτό που φαίνεται ότι περιμένουν (σχεδόν) όλοι είναι μια περίοδος έντονης μεταβλητότητας μπροστά μας, λόγω ενός συνδυασμού λόγων.

Η επόμενη ημέρα

Το σενάριο της Χρυσομαλλούσας (Goldilocks) στο οποίο είχαν πιστέψει οι επενδυτές και βάσει του οποίου η οικονομία δεν είναι ούτε πολύ ζεστή ούτε πολύ κρύα, αλλά σωστή έχει απομακρυνθεί. Το τέλειο σενάριο με την οικονομική σταθερότητα, τη σταθερή ανάπτυξη και την πλήρη απασχόληση δεν είναι πια εδώ.

Το σενάριο που προβλέπει ανάπτυξη άνω του 1,5% σε τριμηνιαία ετησιοποιημένη βάση και πληθωρισμό κάτω του 2,5% συγκεντρώνει πιθανότητες 38% (έναντι 39% την περασμένη εβδομάδα), όμως η πιθανότητα μιας «άτσαλης προσγείωσης» αυξήθηκε στο 27% από 20%. «Με άλλα λόγια, ο κίνδυνος ύφεσης/σκληρής προσγείωσης έχει αυξηθεί, αλλά οι πιθανότητες να συμβεί αυτό είναι περίπου μία στις τέσσερις», σημειώνει η Capital Economics.

«Δεν βλέπουμε ενδείξεις στα δεδομένα που να λένε ότι έχουμε να κάνουμε με σκληρή προσγείωση», λέει ο επικεφαλής Επενδύσεων στην BlueBay Asset Management, Μαρκ Ντάουντινγκ, ο οποίος εξηγεί ότι «κατά την εκτίμησή μας, μεγάλο μέρος αυτής (σ.σ.: της πώλησης στην αγορά) οφείλεται σε κλείσιμο θέσεων, καθώς ορισμένα επενδυτικά κεφάλαια άλλαξαν κατεύθυνση και ενεργοποιήθηκαν τα stop loss, αρχικά ξεκινώντας με το συνάλλαγμα και το ιαπωνικό γεν». Ο επικεφαλής Επενδύσεων της Vantage Point Asset Management, Νικ Φέρες, δεν βλέπει ότι η ανάκαμψη των αγορών θα έχει διάρκεια. Αντίθετα, θεωρεί ότι «είναι πιθανό να παραμείνει η μεταβλητότητα μέχρι τον Οκτώβριο, τον Νοέμβριο». Μιλώντας στο Bloomberg ο Φέρες, ο οποίος σημειώνει ότι η διόρθωση που είδαμε την προηγούμενη εβδομάδα ήταν περίπου ισοδύναμη με αυτή του χρηματιστηριακού κραχ του 1987, είπε ότι «οποιοδήποτε ράλι αντίθετης τάσης σήμερα και να επιμείνει για μερικές εβδομάδες θα ήταν κάτι που θα μπορούσε να μειώσει το ρίσκο».

Ο διευθύνων σύμβουλος της Tallbacken Capital Advisors, Μάικλ Πέρβες, συμφωνεί με τον Φέρες: «Οι επενδυτές θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για μεγάλη μεταβλητότητα, ιδίως στις μεγάλες τεχνολογικές μετοχές. Αλλά πιθανότατα θα είναι βραχύβια». Ο επικεφαλής Επενδύσεων στην Ocean Park Asset Management, Τζέιμς Ομπιν, τονίζει ότι αυτό που συμβαίνει είναι οι επιπτώσεις της «κατάρας των υψηλών προσδοκιών. Είχαν επενδυθεί τόσα πολλά γύρω από το σενάριο της ήπιας προσγείωσης, που οτιδήποτε υποδηλώνει έστω και κάτι διαφορετικό είναι δύσκολο».

Μάλλον έκπληκτη, η επικεφαλής των οικονομολόγων της Oxford Economics, Νάνσι φαν Χούτεν, λέει ότι «τα χρηματιστήρια αντιδρούν σαν να προεξοφλούν ύφεση, αλλά εμείς δεν βλέπουμε ύφεση». Το ζητούμενο, φυσικά, είναι αν θα υπάρχει ύφεση -η οποία ορίζεται από δύο συνεχόμενα τρίμηνα μείωσης του ΑΕΠ-, όμως μπορεί να εκκινεί και από την αδύναμη ζήτηση στην αγορά εργασίας (λιγότερες προσλήψεις και περισσότερες απολύσεις). Η αντίδραση λοιπόν στα στοιχεία της προπερασμένης Παρασκευής, που έδειξαν χαμηλότερες των προβλέψεων νέες θέσεις εργασίας (114.000 έναντι 175.000 που αναμένονταν) αλλά και αύξηση του ποσοστού της ανεργίας στο υψηλό τριών ετών (4,3%), από πολλούς χαρακτηρίστηκε ακραία. Η Φαν Χούτεν είναι μία από αυτούς, καθώς επισημαίνει ότι έχει αυξηθεί ο αριθμός όσων αναζητούν εργασία στους περίπου 420.000, καθώς πρόκειται για νέους μετανάστες που ήρθαν στις ΗΠΑ.

Μια διαφορετική εξήγηση έχει ο οικονομολόγος της Moody’s Analytics, Ματ Κόλιαρ, ο οποίος σημειώνει ότι πολλοί άνθρωποι δήλωσαν ότι δεν εργάστηκαν στη διάρκεια του Ιουλίου, αλλά αυτό συνέβη λόγω των καταστροφικών τυφώνων που χτύπησαν το Τέξας. Και εξηγεί ότι τα στοιχεία για την απασχόληση είναι «ένδειξη ότι η Fed πέτυχε αυτό που ήθελε: να επιβραδύνει την οικονομία και την αγορά εργασίας ώστε να πάψουν οι άνθρωποι να αλλάζουν δουλειά και να παίρνουν 8% έως 10% αυξήσεις στους μισθούς τους, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται ύφεση».

Υπάρχουν ωστόσο και οι άλλοι παράγοντες: ο επικεφαλής της CFI Financial Group, Τζορτζ Χούρι, επισημαίνει πως «σε ό,τι αφορά το μέλλον, οι αγορές ενδέχεται να συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν καθοδικές πιέσεις, καθώς οι παράγοντες που προκαλούν το τρέχον sell-off παραμένουν. Επιπλέον, η πιθανή κλιμάκωση των στρατιωτικών ενεργειών στη Μέση Ανατολή θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει περαιτέρω και να επιδεινώσει τη μεταβλητότητα της αγοράς».

Διαβάστε ακόμη: