H λάρνακα του μουσείου του αμερικανικού πανεπιστημίου Emory, στην Ατλάντα, κοσμείται με σύμβολα της θάλασσας: ένα ψάρι και κυματιστές γραμμές. Ενα φέρετρο – με σύγχρονους όρους – που ο μινωίτης καλλιτέχνης θεώρησε ότι θα βοηθούσε στη μεταφορά της ψυχής του νεκρού πελάτη του στον άλλο κόσμο, σύμφωνα με την ερμηνεία που έχουν δώσει οι αρχαιολόγοι.

Ο προβολέας που φώτιζε έως πρόσφατα το συγκεκριμένο έκθεμα ωστόσο δεν είναι αρκετός για να κρύψει τη σκοτεινή ιστορία του. Το 2007, η Ελλάδα ενημέρωσε το Μουσείο Μάικλ Κάρλος ότι αυτό μαζί με δύο άλλα αντικείμενα της συλλογής του είναι προϊόντα παράνομης διακίνησης και ζήτησε τον επαναπατρισμό τους. Δεκαέξι χρόνια μετά και τα τρία αντικείμενα εξακολουθούν να βρίσκονται στην αντίπερα ακτή του Ατλαντικού, σύμφωνα με εκτενές άρθρο της Στέφανι Λι στην ιστοσελίδα της αμερικανικής εφημερίδας «The Chronicle of Higher Education».

Το Μουσείο Κάρλος θεωρείται ότι έχει μία από τις πέντε καλύτερες πανεπιστημιακές συλλογές αρχαιοτήτων στις ΗΠΑ, μόνο που τα αντικείμενα που τη συνθέτουν συνδέονται με ανθρώπους που σχετίζονταν με κυκλώματα αρχαιοκαπηλίας. Πιο συγκεκριμένα 218 από τα τεχνουργήματα του Κάρλος διακινήθηκαν από άτομα που έχουν καταδικαστεί ή κατηγορηθεί για σύνδεση με εμπορία αρχαιοτήτων ή παραποίηση πληροφοριών σχετικά με την προέλευση αρχαιοτήτων.

Τα συγκεκριμένα αντικείμενα αποτελούν μέρος μιας μεγαλύτερης ομάδας – συνολικά τουλάχιστον 562 αρχαιοτήτων – της οποίας οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες και πωλητές είχαν σχέση με το παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων και αποτελούν τις μισές από τα 1.160 αντικείμενα που συνθέτουν την ελληνική και ρωμαϊκή συλλογή του μουσείου. Το πρόβλημα αναγνωρίζεται από τον σημερινό διευθυντή του μουσείου Χένρι Σ. Κιμ.

Και άλλα μουσεία

Το Κάρλος, βεβαίως, δεν είναι το μόνο αμερικανικό μουσείο που έχει ακολουθήσει την πολιτική των «λίγων ερωτήσεων» σχετικά με την προέλευση των εκθεμάτων τους, ώστε να συνθέσουν πλούσιες συλλογές. Η απόκλιση από τις αρχές που συνδέονται με την ηθική ως προς την αγορά αρχαιοτήτων έχει παρατηρηθεί σε πολλά μουσεία από άκρη προς άκρη της χώρας, από το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης έως το Πολ Γκέτι στο Λος Αντζελες, χωρίς να εξαιρούνται οι συλλογές πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, όπως το Πρίνστον και το Κορνέλ. Κι αυτή η διάσταση του προβλήματος είναι ακόμη πιο σοβαρή, καθώς τα πανεπιστημιακά μουσεία που είναι υπεύθυνα για την εκπαίδευση μελλοντικών ακαδημαϊκών, επιμελητών και συντηρητών για τη μελέτη και τη φροντίδα των αντικειμένων, χρησιμοποιούν κλεμμένες αρχαιότητες ως διδακτέα ύλη.

Το Πανεπιστήμιο Emory, που ιδρύθηκε το 1836 ως Emory College στην αγροτική Οξφόρδη της Τζόρτζια, μετέφερε την κύρια πανεπιστημιούπολή του στην Ατλάντα μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συλλογή του περιελάμβανε αντικείμενα που συνδέονται με τη φυσική ιστορία και την αρχαιολογία και ήταν μάλλον φτωχό.

Το 1979 χάρη σε μια χορηγία 105 εκατ. δολαρίων – τη μεγαλύτερη μεμονωμένη δωρεά που έγινε ποτέ σε ένα ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εκείνη την εποχή – ενίσχυε τις φιλοδοξίες του πανεπιστημίου σε ένα από τα σημαντικότερα των ΗΠΑ.

Η εξέλιξη αυτή δεν άφησε ανεπηρέαστο το μουσείο που θέλησε να εμπλουτίσει τις συλλογές του ώστε να είναι αντάξιο της γενικότερης αναβάθμισης του εκπαιδευτικού ιδρύματος. Το έργο αυτό ανατέθηκε στον Μάξγουελ Αντερσον, έναν 31χρονο διδάκτορα από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ που είχε ένα «αποτυχημένο» πέρασμα από το Μητροπολιτικό Μουσείο.

Ο λόγος που ο Αντερσον επέλεξε να μη συνεχίσει την καριέρα του στο Μητροπολιτικό Μουσείο ήταν το γεγονός – σύμφωνα με μαρτυρία του – ότι δεν συμφωνούσε με τον αχαλίνωτο τρόπο ανάπτυξης των συλλογών του μουσείου που είχε ως προϋπόθεση το κυνήγι των καλύτερων και πιο σπάνιων αρχαιοτήτων με όρους που θυμίζουν πειρατεία. Προτίμησε λοιπόν να μετακινηθεί στο Emory που μπορεί να είχε κατά πολύ μικρότερο προϋπολογισμό από το Μητροπολιτικό πίστευε, όπως λέει, όμως ότι θα είχε την ευκαιρία να κινηθεί με διαφορετικό τρόπο ως προς τις αγορές που δεν θα ενθάρρυνε την απόκτηση προϊόντων λαθρανασκαφής, γνωρίζοντας ότι χάνονται πολύτιμες πληροφορίες όταν οι αρχαιότητες αποσπώνται από το περιβάλλον τους.

Το αρχικό όραμα

Ο Αντερσον έφτασε στην Ατλάντα το 1987 με ένα όραμα για το πώς θα μπορούσαν να εκτεθούν έργα τέχνης χωρίς απαραίτητα να ανήκουν στο μουσείο που θα διηύθυνε. Σε ένα πρόγραμμα διεθνούς δανεισμού που ήταν μπροστά από την εποχή του, έπεισε ιταλικά μουσεία να του δανείσουν κειμήλια από τις αποθήκες τους που ήταν σπάνια. Σε αντάλλαγμα, το Emory χρηματοδότησε προγράμματα αναστήλωσης των μουσείων και δημοσίευσε από κοινού καταλόγους των έργων. Δημιούργησε, επίσης, τη μόνιμη συλλογή – προκολομβιανά τεχνουργήματα, αιγυπτιακές αρχαιότητες, αρχαία ελληνικά κοσμήματα – και του αποδόθηκε ο διπλασιασμός του αριθμού των αντικειμένων σε 15.000. Ωστόσο επέμενε ότι το «σχέδιο του μέλλοντος» είναι ο δανεισμός.

Ολη αυτή η δραστηριότητα απαιτούσε περισσότερο χώρο και ένας τοπικός επιχειρηματίας, ο Μάικλ Κάρλος, τον παρείχε στο πανεπιστημιακό μουσείο.

Γεννημένος και μεγαλωμένος στην Ατλάντα από ένα ζευγάρι ελλήνων μεταναστών, ο Κάρλος απογείωσε την οικογενειακή επιχείρηση, που είχε ως αντικείμενο τη διακίνηση ποτών. Οταν ο πρόεδρος του Εμορι τον πλησίασε το 1981 για βοήθεια στην ανακαίνιση του μουσείου, ο Κάρλος έδωσε 1,5 εκατ. δολάρια – την πρώτη από τις πολλές χορηγίες που ανήλθαν συνολικά σε σχεδόν 20 εκατ. δολάρια. Τελικά ο Κάρλος κάλυψε πάνω από το μισό του κόστους των 8,5 εκατ. δολαρίων για τη μεταμόρφωση του μουσείου που έφερε το όνομά του και εγκαινιάστηκε το 1993.

Οταν ο Αντερσον έφυγε το 1995, η προσέλευση κοινού ετησίως είχε αυξηθεί από 20.000 σε 100.000 άτομα. Ο διάδοχός του, Αντονι Χίρσελ, ακολούθησε την ίδια πολιτική του προκατόχου του σχετικά με την προέλευση των αντικειμένων που εντάσσονταν στη μόνιμη συλλογή. Εφτασε μάλιστα στο σημείο να επιστρέψει οικειοθελώς μία μούμια στην Αίγυπτο, παρά το γεγονός ότι ήταν η μία από τις δύο που είχαν αγοραστεί με χρηματοδότηση 2 εκατ. δολαρίων από 317 δωρητές, θεωρώντας ότι «αν κάνουμε εχθρούς σε χώρες, τότε θα ήταν πιο δύσκολο για τους φοιτητές με τους οποίους δουλεύαμε καθημερινά να εργαστούν σε αυτές τις χώρες».

Το ύποπτο βιογραφικό

Τον Νοέμβριο του 1999 και ενόψει του εορτασμού της χιλιετίας ο Κάρλος υποσχέθηκε μια χορηγία ύψους 10 εκατ. δολαρίων για την ενίσχυση των συλλογών ελληνικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων. Ηταν η στιγμή που η συλλογή θα μπορούσε να εξελιχθεί σε παγκοσμίου κλάσεως, έργο που ανέλαβε να εκπληρώσει ένας ανερχόμενος βρετανός επιμελητής, που είχε μεγαλώσει στη Ρώμη και είχε σπουδάσει στην Οξφόρδη, Τζάσπερ Γκοντ. Το βιογραφικό του όμως είχε κι άλλες πτυχές που ίσως τότε δεν αξιολογήθηκαν επαρκώς: είχε εργαστεί στον οίκο δημοπρασιών Κρίστις στο Λονδίνο και η διατριβή του είχε ως επιβλέποντα τον επιμελητή, συνταξιούχο πλέον, του Μητροπολιτικού Μουσείου, φον Μπόθμερ, που είχε αγοράσει τον κρατήρα του Ευφρόνιου, το 1972 για 1,3 εκατ. δολάρια, ο οποίος το 2008 επαναπατρίστηκε στην Ιταλία. Επιπλέον είχε εργαστεί και με τον Ρόμπερτ Χεκτ, τον έμπορο που είχε πουλήσει στον φον Μπόθμερ τον κρατήρα. Το τελευταίο αυτό σημείο αυτό της καριέρας του είχε φροντίσει να μην το εντάξει στο επίσημο βιογραφικό του, ωστόσο, ήταν γνωστό στον χώρο, καθώς είχε εμφανιστεί πολλάκις ως βοηθός του Χεκτ. Ο Χίρσελ αποχώρησε από το Κάρλος για να διευθύνει το Μουσείο Τέχνης της Ινδιανάπολης, λίγο πριν αναλάβει καθήκοντα ο Γκοντ, ο οποίος και βρήκε το πεδίο ελεύθερο.

Οι προμηθευτές

Είναι αξιοσημείωτο ότι μία από τις πρώτες αγορές του φαίνεται να είναι μια επιτύμβια στήλη αθλητή του 5ου αι. π.Χ. που είχε προσπαθήσει στο παρελθόν να πουλήσει για λογαριασμό του Χεκτ στο Κάρλος, το 1999. Οι επιμελητές του μουσείου ύστερα από έρευνα κατέληξαν πως το έργο ήταν πλαστό και απέρριψαν την πρόταση. Το 2003 ωστόσο το μουσείο αγόρασε τη στήλη.

Μια άλλη αγορά από τον Χεκτ ήταν ένα μαρμάρινο άγαλμα της Τερψιχόρης. Συνολικά, το Κάρλος απέκτησε τουλάχιστον 34 αγγεία, ειδώλια και άλλα αντικείμενα που συνδέονται με τον συγκεκριμένο έμπορο. Στις συλλογές του Κάρλος επίσης έχουν εντοπιστεί 52 αντικείμενα που συνδέονται με την οικογένεα Μπέρκις (πατέρας και γιος) τους συντηρητές που συνεργάζονταν με τον Χεκτ. Ο πατέρας μάλιστα ήταν εκείνος που είχε αποκαταστήσει τον κρατήρα Ευφρονίου, ενώ στο εργαστήριο της οικογένειας της Ζυρίχης είχαν εντοπιστεί το 2001 περισσότερες από 500 κλεμμένες ιταλικές αρχαιότητες. Ενας από τους φερόμενους ως προμηθευτές του Χεκτ ήταν ο ο Σικελός έμπορος, Τζιανφράνκο Μπεκίνα που διατηρούσε παλαιοπωλείο στη Βασιλεία της Ελβετίας και εμπλεκόταν σε ένα τεράστιο κύκλωμα διακίνησης σε όλη την Ιταλία και την Ελλάδα. Από τον Μπεκίνα το Κάρλος αγόρασε αρχικά ένα ακέφαλο άγαλμα, χωρίς ιστορικό ιδιοκτησίας και συνολικά 10 αντικείμενα.

Η διαδρομή μιας λάρνακας 3.300 ετών

Η λάρνακα – με την οποία ξεκίνησε αυτή η παρουσίαση – μέχρι το 2020 εμφανιζόταν ως προς το ιστορικό προέλευσής της ότι ανήκε σε «ιδιωτικές συλλογές» της Ελβετίας και της Ιαπωνίας. Σήμερα, είναι γνωστό πως συνδέεται με τον δαιμόνιο αρχαιοπώλη Νικόλα Κουτουλάκη που διακινούσε μουσειακού επιπέδου αντικείμενα, προϊόντα λαθρανασκαφών. Στη συνέχεια, η λάρνακα πέρασε από τη σύζυγό του Μπεκίνα στην Ελβετία και εν συνεχεία σε ιάπωνα έμπορο, από τον οποίο έχουν κατασχεθεί εκατοντάδες αντικείμενα και έχουν επιστραφεί στην Ιταλία.

Το μουσείο Κάρλος τελικά αγόρασε τη λάρνακα το 2002 από τον Ρόμπερτ Χάμπερ, ο οποίος ήταν επίσης εμπλεκόμενος σε κύκλωμα παράνομης διακίνησης. Σύμφωνα με το δημοσίευμα της «The Chronicle of Higher Education», στα αρχεία του μουσείου δεν αναφέρεται ούτε η ανασκαφική προέλευση της λάρνακας, ούτε πού βρισκόταν επί 3.300 χρόνια, δηλαδή μεταξύ των μέσων του 14ου αιώνα π.Χ. και της δεκαετίας του 1960.

Το 2004 οι αίθουσες με τις ελληνικές και ρωμαϊκές αρχαιότητες επανασχεδιάστηκαν και το μουσείο κέρδισε μια θέση στα πέντε κορυφαία πανεπιστημιακά των ΗΠΑ με τη λάρνακα να κατέχει εξέχουσα θέση. Αν και η προέλευσή της ήταν ύποπτη δεν ήταν εκείνη που αποτέλεσε την αρχή του μίτου. Το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται από μια φωτογραφία που είχε δείξει ένας μεσάζων στην Ελληνική Αστυνομία και με τη συμβολή του έλληνα αρχαιολόγου που ερευνά διεθνή δίκτυα αρχαιοκαπηλίας Χρήστου Τσιρογιάννη σήμανε συναγερμός καθώς το γλυπτό της φωτογραφίας ήταν ίδιο με την Τερψιχόρη του Κάρλος. Ο Τσιρογιάννης αποφάσισε να ελέγξει και την υπόλοιπη συλλογή, την οποία το μουσείο μόλις άρχιζε να ψηφιοποιεί, βάσει των φωτογραφικών αρχείων που είχε στη διάθεσή του και σε συνδυασμό με εκείνα των ελληνικών και ιταλικών αρχών, έως ότου ανακάλυψε έναν υπερμεγέθη πίθο ηλικίας 2.600 ετών, που συνδεόταν με τον Μπεκίνα και τη λάρνακα με την αδιεύκρινιστη προέλευση.

Η λάρνακα αποσύρθηκε από την έκθεση τον Νοέμβριο του 2021. Δεκαεννέα ημέρες αργότερα το γραφείο του εισαγγελέα του Μανχάταν ανακοίνωσε ότι ένας δισεκατομμυριούχος συλλέκτης είχε παραδώσει 180 κλεμμένα αντικείμενα αξίας 70 εκατομμυρίων δολαρίων. Στην 172 σελίδων δικογραφία υπήρχε μια μικρή αναφορά σε «μια μινωική λάρνακα», μια που είχε «διακινηθεί» και πουλήθηκε «στο Μουσείο Κάρλος».

Ποια θα είναι η τύχη των τριών αρχαιοτήτων που η Ελλάδα θέλει να επαναπατρίσει από το 2007; Σύμφωνα με το αμερικανικό μουσείο υπάρχει ανοικτός διάλογος με την ελληνική κυβέρνηση, χωρίς να δοθούν περισσότερες λεπτομέρειες από καμία πλευρά.

Διαβάστε ακόμη: