Μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις. Και τα μηνύματα που περνά ο συγκεκριμένος πίνακας είναι πολλά και σημαντικά. Δεν πρόκειται για μια απλή απεικόνιση ενός εθίμου, αλλά για ένα συμβολικό έργο. Καταρχάς, απεικονίζει πέντε παιδιά διαφορετικής καταγωγής και εθνικότητας. Με αυτόν τον τρόπο, ο ζωγράφος υπενθυμίζει το γνήσιο πνεύμα των γιορτών. Τα παιδιά, που είναι ντυμένα με ενδύματα της εποχής τους, κρατούν παραδοσιακά μουσικά όργανα και λένε τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα στην αυλή ενός σπιτιού. Το τραγούδι και ο σκοπός του είναι κοινός. Δεν γνωρίζει διακρίσεις και χρώμα. Το μήνυμά του είναι διαχρονικό. Ειδικά για εποχές -όπως αυτή που ζούμε- όπου δυστυχώς επικρατούν αντιλήψεις φανατισμού, ρατσισμού κι εθνικισμού.

Στο παράθυρο στέκεται μια νοικοκυρά με ένα μικρό παιδί στην αγκαλιά της και ακούει τα κάλαντα με τη χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Πίσω από τον τοίχο διακρίνεται το κεφάλι ενός άλλου παιδιού το οποίο παρακολουθεί και αυτό τα κάλαντα, το όμορφο χριστουγεννιάτικο έθιμο δίχως όμως να συμμετέχει. Από τη γλάστρα στον τοίχο κρέμονται λουλούδια δίνοντας μια ήρεμη αρμονία στη συνολική εικόνα. Υπάρχει κι ένας πεσμένος κουβάς ο οποίος κάνει ακόμα πιο ρεαλιστικό το σκηνικό καθώς προφανώς ήταν αποτέλεσμα της βιασύνης των παιδιών που τρέχουν από σπίτι σε σπίτι για να πουν τα κάλαντα.

Στη δεξιά μεριά του πίνακα βλέπουμε ένα άγαλμα που παραπέμπει στη Νίκη της Σαμοθράκης. Το άγαλμα επιδεικνύει την διαχρονική ενότητα του ελληνικού πολιτισμού, αλλά και την αγάπη του ζωγράφου στο επάγγελμα του πατέρα του, ο οποίος ήταν μαρμαρογλύπτης. Απέναντι και σχεδόν στο ίδιο ύψος με αυτό, στέκεται μια κοινή σκούπα – ή ό, τι απέμεινε από εκείνη- κι ένα δέντρο δεμένο σε πάσαλο στην αυλή, μαρτυρώντας τη φροντίδα του φτωχικού σπιτιού.

Η επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαριλένα Κασιμάτη αναλύει: «Τα ποιητικότατα Κάλαντα διαφεύγουν με την εσωτερικότητα και την επινόηση του χρόνου στην ελληνικότατη ηθογραφική αυτή σκηνή, από κάθε κοινοτοπία. Τα σύμβολα που εισάγει, χωρίς τυμπανοκρουσίες -το μαρμάρινο θωράκιο της Νίκης, που δένει το σανδάλι της, αλλά ειρωνικά σχεδόν, βαλμένο δίπλα σε μια χορταρένια σκούπα, το γυάλινο ποτήρι με το νερό, που παραπέμπει στην κάθαρση που έρχεται από τα Ελληνόπουλα, που δεν εμφανίζονται ως γραφικά δείγματα μιας γνωστής τυπολογίας φορεσιών, το ξερό, άνυδρο δέντρο που δηλώνει την υφέρπουσα φτώχεια στο πρόσωπο της σκοτεινής μορφής, που μόλις φαίνεται πίσω από τον τοίχο.»

Μανταλένα-Μαρία Διαμαντή

Διαβάστε τη συνέχεια στο klik.gr