Είτε το χρηματιστήριο ανεβαίνει είτε πέφτει, κανένα hedge fund δεν έχει αποδώσει τόσο σταθερά όσο το Citadel του δισεκατομμυριούχου Ken Griffin.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της LCH Investments για τα 20 top hedge funds στον κόσμο, η εταιρεία του Griffin εκτιμάται ότι θα παράγει 8,1 δισ. δολάρια σε καθαρά κέρδη για τους επενδυτές το 2023, αυξάνοντας τα εκτιμώμενα καθαρά κέρδη της από την ίδρυσή της στα 74 δισ. δολάρια, κορυφαία επίδοση στον κλάδο. Η ναυαρχίδα του, το Wellington fund, του απέφερε καθαρή απόδοση 15,3% -χωρίς τις αμοιβές- το 2023, σύμφωνα με πηγή που μίλησε στο Forbes, μένοντας πίσω από το +24% του S&P 500, μετά από απόδοση 38% το 2022 που τροφοδότησε κέρδη-ρεκόρ ύψους 16 δισ. δολαρίων, ενώ στην ίδια περίοδο οι μετοχές υποχώρησαν. Εκπρόσωπος της Citadel αρνήθηκε να σχολιάσει την επίδοση αυτή.
Τα 20 κορυφαία hedge funds στον κόσμο
Η ετησιοποιημένη καθαρή απόδοση του Wellington από την ίδρυσή του τον Νοέμβριο του 1990 έως το τέλος του 2023 είναι 19,6%, συντρίβοντας τη μέση ετήσια απόδοση του S&P 500 κατά 10,7%, που σημαίνει ότι 1 εκατ. δολάρια που επενδύθηκαν στο αμοιβαίο κεφάλαιο το 1990 θα άξιζαν σήμερα 378 εκατ. δολάρια. Η Citadel επέστρεψε κέρδη στους επενδυτές στο τέλος του έτους για να διατηρήσει το υπό διαχείριση ενεργητικό της στα 56 δισ. δολάρια.
Τα δύο hedge funds που ακολουθούν στη λίστα της LCH, το D.E. Shaw, το οποίο ιδρύθηκε από τον David Shaw και σήμερα διοικείται από εξαμελή εκτελεστική επιτροπή, και το Millennium Management του Israel Englander, ξεπέρασαν το Bridgewater Associates και κατέληξαν σε “ισοβαθμία” με κέρδη 56,1 δισ. δολαρίων από την ίδρυσή τους. Και τα δύο είχαν απόδοση περίπου 10% το 2023, ενώ ο σύνθετος δείκτης HFRI Fund Weighted Composite που παρακολουθεί περισσότερα από 1.650 hedge funds σημείωσε πέρυσι άνοδο 7,6%. Τα αμοιβαία κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου συνήθως χρεώνουν τους ετερόρρυθμους εταίρους τους υψηλότερες αμοιβές από τα αμοιβαία κεφάλαια ή τα αμοιβαία κεφάλαια δεικτών – σε αντάλλαγμα αναμένεται να παράγουν μεγαλύτερες αποδόσεις.
Η Citadel, η Millennium και η D.E. Shaw έχουν κάποιες ομοιότητες ως εταιρείες πολλαπλών στρατηγικών με χιλιάδες υπαλλήλους έκαστη, που παράγουν κέρδη από διάφορες πηγές συναλλαγών. Οι τακτικές τους είναι πιο αδιαφανείς από τα ταμεία που επενδύουν κυρίως σε μετοχές, αλλά οι μέθοδοί τους αποδίδουν. Τα κέρδη ύψους 71 δισ. δολαρίων που έχουν δημιουργήσει αυτές οι τρεις εταιρείες τα τελευταία τρία χρόνια, σύμφωνα με την LCH, αντιπροσωπεύουν το 38% των συνολικών κερδών όλων των hedge funds, αν και κατέχουν μόλις το 4,6% των υπό διαχείριση περιουσιακών στοιχείων των hedge funds.
“Οι εταιρείες αυτού του τύπου συνήθως λειτουργούν με επίπεδα μόχλευσης πολύ υψηλότερα από ένα μέσο hedge fund, γεγονός που συμβάλλει στο να ενισχυθούν οι επιδόσεών τους. Οι ισχυρές καθαρές αποδόσεις τους έχουν επιτευχθεί αφού μετακυλήθηκαν σημαντικά λειτουργικά έξοδα, τα οποία γίνονται ανεκτά από τους επενδυτές τους”, σχολίασε ο Rick Sopher, πρόεδρος της LCH Investments και CEO της Edmond de Rothschild Capital Holdings. “Οι εταιρείες αυτές είναι επίσης σε θέση να δίνουν μεγαλύτερες αμοιβές προσελκύοντας τα καλύτερα ταλέντα”. Η LCH Investments είναι το παλαιότερο hedge fund στον κόσμο και έχει αποδώσει 9,9% σε ετήσια βάση από την ίδρυσή της το 1969. Δημοσιεύει αυτή τη λίστα κάθε χρόνο από το 2010.
Η Bridgewater, το μεγαλύτερο hedge fund στον κόσμο, βρίσκεται για πρώτη φορά εκτός πρώτης τριάδας, αφού το εμβληματικό της fund, το Pure Alpha, έχασε, σύμφωνα με πληροφορίες, 7,6% το 2023, με τη συνολική απώλεια να εκτιμάται στα 2,6 δισ. δολάρια. Το ενεργητικό της είχε ήδη συρρικνωθεί από το peak των 168 δισ. δολαρίων το 2019 στα 124 δισ. δολάρια μέχρι το τέλη του 2022, καθώς ο ιδρυτής της, Ray Dalio, αποχώρησε από την εταιρεία και οι αποδόσεις υποχωρούσαν.
Ας δούμε τη λίστα της LCH με τα 20 κορυφαία hedge funds, με βάση τα καθαρά κέρδη από την ίδρυσή τους.
Tα μεγαλύτερα ετήσια κέρδη το 2023 κατέγραψε το TCI Fund Management του Christopher Hohn, περίπου 12,9 δισ. δολάρια, σκαρφαλώνοντας από τη 14η στην 7η θέση της λίστας όλων των εποχών. Το hedge fund των 50 δισ. δολαρίων με έδρα το Λονδίνο διαθέτει ένα χαρτοφυλάκιο μετοχών με μακροπρόθεσμη εστίαση που περιλαμβάνει συμμετοχές δισεκατομμυρίων στις General Electric, Moody’s, S&P Global, Visa και Alphabet, σύμφωνα με τις καταχωρίσεις στην αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC) στα τέλη Σεπτεμβρίου. Το TCI απέδωσε, σύμφωνα με πληροφορίες, 32,7% πέρυσι, αντισταθμίζοντας τις απώλειες της τάξης του 18% το 2022, καθώς η απόδοσή του συνήθως συνδέεται με τις μετοχές.
Ο Hohn είναι φιλάνθρωπος που χρησιμοποιεί μέρος των κερδών του για τη χρηματοδότηση του Ιδρύματος Children’s Investment Fund Foundation, το οποίο διέθετε 5 δισ. δολάρια στο τέλος του 2022 και εκταμίευσε επιχορηγήσεις ύψους 530 εκατ. δολαρίων εκείνο το έτος, κυρίως για δραστηριότητες που αφορούν το κλίμα και την υγεία και διατροφή των παιδιών.
Ο Bill Ackman της Pershing Square ήταν άλλος ένας επιτυχημένος επενδυτής μετοχών πέρυσι, επιστρέφοντας στην πρώτη 20άδα για πρώτη φορά μετά από εννέα χρόνια. Οι καταστροφικές επενδύσεις στη Valeant Pharmaceuticals και μια short θέση στη Herbalife είχαν ως αποτέλεσμα να χάσει δισεκατομμύρια η εταιρεία του από το 2015 έως το 2017, αλλά ο Ackman ανέκαμψε τα τελευταία πέντε χρόνια με κέρδη 12,3 δισ. δολαρίων, σύμφωνα με την LCH, αυξάνοντας τα εκτιμώμενα κέρδη του από την ίδρυσή του fund στα 18,8 δισ. δολάρια. Η Pershing Square κέρδισε 26,7% πέρυσι χάρη σε long θέσεις, όπως στην Chipotle, η οποία ενισχύθηκε κατά 65%, και σε μια νέα θέση στην Alphabet, την οποία άρχισε να αγοράζει το πρώτο τρίμηνο για να του αποφέρει απόδοση 58%.
Ο Ackman περηφανευόταν σε επιστολή του προς τους μετόχους τον περασμένο Ιούνιο ότι η Pershing Square είχε δημιουργήσει μέση ετήσια απόδοση 28,1% από την αναδιάρθρωσή της τον Μάρτιο του 2018, σε σύγκριση με το 12,1% του S&P 500. Απέδωσε την επιτυχημένη πορεία σε επενδύσεις σε “υψηλής ποιότητας εταιρείες με ανθεκτική ανάπτυξη”, στη διασφάλιση ότι οι εταιρείες του χαρτοφυλακίου διοικούνται καλά και στην αντιστάθμιση “‘μαύρων κύκνων” και άλλων παγκόσμιων μακροοικονομικών κινδύνων, “όταν η αγορά μας δίνει την ευκαιρία να αγοράσουμε χαμηλού κόστους ‘ασφάλεια’ έναντι αυτών των κινδύνων”.