Χθες η ΕΚΤ προχώρησε στην 10η αύξηση -από τον Ιούλιο του 2022- της τάξης του 0,25% με τα επιτόκια των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης να διαμορφώνονται στο 4,5% και τα επιτόκια αποδοχής καταθέσεων στο 4%.
Την ίδια ώρα χιλιάδες δανειολήπτες –κατά κύριο λόγο επιχειρηματίες- βλέπουν το μηνιαίο κόστος εξυπηρέτησης του δανεισμού του να αυξάνεται αλματωδώς, τον τελευταίο χρόνο, μήνα με τον μήνα.
Για παράδειγμα ένα επιχειρηματικό δάνειο ύψους 100.000 ευρώ, διάρκειας 7 ετών, είχε πέρυσι τον Ιούλιο επιτόκιο 4%, όσο δηλαδή ήταν το spread της τράπεζας καθώς το επιτόκιο euribor ήταν μηδενικό. Η μηνιαία δόση του ήταν 1.370 ευρώ.
Σήμερα για το ίδιο δάνειο η μηνιαία δόση έχει αυξηθεί στα 1.855 ευρώ…
Μάλιστα η Κριστίν Λαγκάρντ ανέφερε χθες πως: «Με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή του, το Διοικητικό Συμβούλιο θεωρεί ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ έχουν διαμορφωθεί σε επίπεδα τα οποία, αν διατηρηθούν για επαρκές μεγάλο χρονικό διάστημα, θα έχουν σημαντική συμβολή στην έγκαιρη επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο».
Με απλά λόγια ξεχάστε την αποκλιμάκωση των επιτοκίων προς το παρόν…
Και παραδέχθηκε πως η αύξηση των επιτοκίων έχει επιπτώσεις στους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας.
Η αύξηση των επιτοκίων έχει επηρεάσει τη ζήτηση για δάνεια λιανικής, που έχει σχεδόν «παγώσει», ενώ οι επιχειρηματίες που διαθέτουν ρευστότητα συνεχίζουν τις αποπληρωμές των δανείων τους.
Και υπενθυμίζουμε ότι για όλα τα ενήμερα στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, τα επιτόκια έχουν «κλειδώσει» για 12 μήνες στο 2,70% για το Euribor ενός μηνός, 2,85% για το Euribor τριών μηνών, 3,30% για το επιτόκιο ΕΚΤ (MRO) και 1,20% για το επιτόκιο Libor του ελβετικού φράγκου.
Αυτό το πλαφόν ισχύει μέχρι τον Απρίλιο του 2024 και όταν λήξει το «κλείδωμα», τότε οι δανειολήπτες θα τιμολογηθούν με το τρέχον επιτόκιο και ενδεχομένως να δημιουργηθεί δυσχέρεια στην εξυπηρέτηση του δανεισμού τους, που μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των «κόκκινων» δανείων.
Σύμφωνα με πηγές της αγοράς, ο μεγαλύτερος κίνδυνος δημιουργίας μίας νέας γενιάς κόκκινων δανείων προέρχεται από τον τομέα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, και ειδικά για εκείνες που προσφέρουν προϊόντα και υπηρεσίες με ελαστική ζήτηση, οι πωλήσεις των οποίων υποχωρούν τους τελευταίους μήνες, καθώς η ακρίβεια έχει αυξήσει τις δαπάνες των νοικοκυριών για βασικές ανάγκες.