Την 4η θέση στην Ευρωπαϊκή Ενωση, σε ποσοστό πιστοποιημένων θανάτων, σε σχέση με τα επίσημα καταγεγραμμένα κρούσματα Covid-19, εμφανίζεται η χώρα μας, με ποσοστό 1,63%, σύμφωνα με τα στοιχεία της βάσης δεδομένων του Εuropean Center for Disease Prevention and Control (ECDC) από την 1η Ιουλίου έως και την 23η Νοεμβρίου, ενώ πανευρωπαϊκά βρίσκεται στη 13η θέση μεταξύ 55 κρατών, κρατιδίων και αυτόνομων περιοχών.
H ομάδα του iatronet.gr επέλεξε το συγκεκριμένο μακροχρόνιο διάστημα (σχεδόν πέντε μήνες), για την αντιπαραβολή στοιχείων μέσω της εφαρμογής που έχει αναπτύξει, προκειμένου να αποφύγει τυχόν συγκυριακές αλλοιώσεις, αλλά και να εξαιρέσει τα φαινόμενα ιλιγγιώδους υποκαταγραφής κρουσμάτων στις απροετοίμαστες για τη διεξαγωγή μαζικών τεστ ευρωπαϊκές χώρες κατά τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, γεγονός που οδήγησε σε εμφάνιση διψήφιων ποσοστών θνησιμότητας, τα οποία γνωρίζουμε ότι απέχουν παρασάγγας από την πραγματικότητα. Ποσοστά που κυμαίνονταν εκείνη την περίοδο ακόμη και μεταξύ 10% έως και 18% στις χώρες που επλήγησαν χειρότερα!
Η χρήση σημαντικού διαστήματος κρίθηκε επίσης απαραίτητη, προκειμένου να «εξομαλύνει» το γεγονός ότι οι θάνατοι έπονται χρονικά κατά ένα διάστημα από τα κρούσματα στα οποία οφείλονται, άρα οι αποβιώσαντες ενός μηνός από κορωνοϊό δεν συσχετίζονται απόλυτα με τα κρούσματα του ίδιου μήνα, καθώς αφορούν και κρούσματα του προηγούμενου διαστήματος.
Όμως και στο διάστημα από τον Ιούλιο ως σήμερα, όπως φαίνεται ξεκάθαρα από τον σχετικό πίνακα, οι αποκλίσεις στην εμφανιζόμενη θνησιμότητα παραμένουν μεγάλες, με την Τουρκία για παράδειγμα να εμφανίζει ποσοστό σχεδόν 3%, την ώρα που η Νορβηγία βρίσκεται στο 0,25% και η Εσθονία στο 0,32%. Δηλαδή περίπου στο 1/10!
Αυτό όμως που μας αφορά ως Έλληνες είναι γιατί εμφανίζει τόσο υψηλό ποσοστό θνησιμότητας η Ελλάδα, όταν για παράδειγμα η Γερμανία έχει ποσοστό θνησιμότητας 0,7% (μικρότερο από το μισό σε σχέση με μας), η Αυστρία 0,65%, η Πορτογαλία 1,06% και η Κύπρος μόλις 0,33%, ήτοι πέντε φορές χαμηλότερο, όπως και η Δανία, η Νορβηγία και η Εσθονία.
Πού οφείλονται οι διαφορές και το εμφανιζόμενο ποσοστό για την Ελλάδα;
Τέτοιου είδους διαφορές, σε χώρες που έχουν στοιχειωδώς ανεπτυγμένη ιατρική περίθαλψη αλλά και κατά τεκμήριο διαφάνεια στην παροχή στοιχείων, δεν δικαιολογούνται, ενώ επιπρόσθετα έχει δηλωθεί δημοσίως από αρμόδια πρόσωπα ότι η χώρα μας έχει ένα από τα καλύτερα ποσοστά «διάσωσης» ασθενών στις ΜΕΘ, γεγονός που θα έπρεπε να οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα.
Ανάμεσα στους παράγοντες που μπορεί να αλλοιώνουν τη θνησιμότητα περιλαμβάνονται θέματα όπως η ηλικιακή διαστρωμάτωση των τοπικών κοινωνιών, η εκδήλωση συρροών σε κέντρα φιλοξενίας και αποκατάστασης ηλικιωμένων ή σε άλλες ευπαθείς ομάδες, όπως επίσης και η πίεση που δέχεται ένα σύστημα υγείας, όταν εκδηλώνονται μαζικές εισαγωγές ασθενών και «πλημμυρίζουν» οι Μονάδες Εντατικής Θεραπείας.
Ανάμεσα στις αιτίες των διαφορών όμως είναι βεβαίως και ο αριθμός, η «μαζικότητα» των τεστ που πραγματοποιούνται, καθώς αντίθετα με τους επιβεβαιωμένους θανάτους που καταγράφονται στα νοσοκομεία, ο αριθμός των επισήμως διαγνωσμένων κρουσμάτων εξαρτάται προφανώς από τον αριθμό διαγνωστικών τεστ που γίνονται.
Συνεπώς, όσο λιγότερα τεστ (και άρα διαγνώσεις) γίνονται τόσο θα μεγαλώνει το ποσοστό θνησιμότητας, για το ίδιο μέγεθος θανάτων.