Μία φωνή κρυστάλλινη, εγκεφαλική, μία φωνή που παρόμοιά της δεν γνώρισε ποτέ πριν ή μετά τον Στέλιο Καζαντζίδη η Ελλάδα.

Ο τραγουδιστής που έγινε συνώνυμο της ξενιτιάς, το αηδόνι της προσφυγιάς έφυγε από τη ζωή πριν από 20 χρόνια, στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, έχοντας σφραγίσει τη μουσική της Ελλάδας και έχοντας αφήσει παρακαταθήκη τα τεράστιας αξίας τραγούδια του.

Ο Στέλιος Καζαντζίδης πέθανε σε ηλικία 70 ετών έπειτα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο.

Γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 στη Νέα Ιωνία Αττικής και ήταν γιος Χαράλαμπου Καζαντζίδη με καταγωγή από τα Κοτύωρα (Ορντού) του Πόντου και της Γεσθημανής (Χατζίδαινας) με καταγωγή από την Αλάγια της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας.

Ο πατέρας του υπήρξε χτίστης στο επάγγελμα και στα χρόνια της κατοχής οργανώθηκε στις τάξεις του ΕΛΑΣ και δούλεψε για την Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ). Στα χρόνια του εμφυλίου δολοφονήθηκε από παρακρατικούς αντικομμουνιστές.

Ο τραγουδιστής της ξενιτιάς 

Στα 13 του χρόνια ο Στέλιος αναγκάστηκε να εργαστεί σε διάφορες δουλειές. Ο πρώτος άνθρωπος που εκτίμησε τη φωνή του ήταν κάποιο αφεντικό του, που καθώς τον άκουσε την ώρα της δουλειάς, τού χάρισε μια κιθάρα.

Δάσκαλος του Καζαντζίδη υπήρξε ο Στέλιος Χρυσίνης, ένας τυφλός συνθέτης. Στα 1952, ο Καζαντζίδης έκανε το δισκογραφικό ντεμπούτο του με ένα τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα. Το τραγούδι αυτό έφερε τον τίτλο “Για μπάνιο πάω”.

Ήταν ένα τραγούδι γραμμένο για τον καύσωνα που επικρατούσε εκείνο το καλοκαίρι στην πρωτεύουσα. Ο δίσκος δεν πούλησε γιατί μιμήθηκε τη φωνή του Πρόδρομου Τσαουσάκη και η καριέρα του Στέλιου Καζαντζίδη θα έσβηνε πριν καλά καλά αρχίσει.

Αυτός που αντιλήφθηκε τις δυνατότητες της φωνής του Καζαντζίδη ήταν ο συνθέτης Γιάννης Παπαϊωάννου. Το τραγούδι του “Οι βαλίτσες” γίνεται μεγάλη επιτυχία και το φαινόμενο Καζαντζίδης αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά.

Τον Οκτώβρη του 1965, Καζαντζίδης, Μαρινέλλα και Μανώλης Αγγελόπουλος προετοίμασαν συναυλίες, που τελικά δεν πραγματοποιήθηκαν, αφού λίγους μήνες αργότερα ο Καζαντζίδης πήρε τη μεγάλη απόφαση να σταματήσει τις ζωντανές εμφανίσεις σε κέντρα.

Αιτία ήταν η αποστροφή του για την κατάσταση που επικρατούσε στα νυχτερινά κέντρα. Χαρακτηριστικά η Μαρινέλλα ανέφερε πως μόνο στο μαγαζί που δούλευε ο Καζαντζίδης, απαγορευόταν από τον ίδιο οι τραγουδίστριες να κάθονται στα τραπέζια των εύρωστων οικονομικά πελατών.

Η αποχώρηση του Καζαντζίδη από το πάλκο, «…αποτελεί την πιο δραματική μορφή σιωπηλής διαμαρτυρίας απέναντι σε ένα αμείλικτο σύστημα διαπλοκής από νεόπλουτους θαμώνες, αφεντικά της δισκογραφίας και μπράβους της νύχτας…».

Μετά τη μεταπολίτευση κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Στην Ανατολή», σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Περιελάμβανε σπουδαία τραγούδια, όπως τα: «Άπονες Εξουσίες», «Και δεν μίλησε κανείς», «Στην Ανατολή», που όμως δεν ακούστηκαν όσο θα έπρεπε. Το 1975 ήρθε το «Υπάρχω», σε συνεργασία με τους Νικολόπουλο και Πυθαγόρα και τον Γιώργο Νταλάρα να σιγοντάρει.

Στην πιο μεστή και δυνατή δισκογραφική στιγμή της καριέρας του ο Καζαντζίδης αποσύρθηκε και από τις ηχογραφήσεις. Η κόντρα του με τη Μίνως έλαβε πανελλήνιες διαστάσεις.

Εν τέλει, το 1987, με ειδική νομοθετική ρύθμιση έμεινε ελεύθερος με τη ΜΙΝΟΣ. Ο επόμενος δίσκος -στη «ΜΙΝΟΣ»- με τίτλο «Στον δρόμο της Επιστροφής», ξεπερνά σε πωλήσεις -μόνο στην ελληνική αγορά- τις 400.000 χιλιάδες.