Καμιά προσωπικότητα της μόδας δεν επηρεάστηκε από τον σουρεαλισμό όσο η Έλσα Σκιαπαρέλι. Μια έκθεση στο Παρίσι με τίτλο «Συγκλονιστικό! Ο σουρεαλιστικός κόσμος της Έλσα Σκιαπαρέλι» στο Musée des Arts Décoratifs, που θα διαρκέσει μέχρι τις 22 Ιανουαρίου 2023, εξερευνά τις καινοτόμες ιδέες της και το πώς οι συλλογές της επηρεάστηκαν από την παρισινή πρωτοπορία των δεκαετιών 1920 και ’30.
Η ιδρύτρια του ομώνυμου οίκου, μια αληθινή επαναστάτρια, δεν επιδίωξε ποτέ να φτιάξει ρούχα «φιλικά» ή άνετα αλλά μας έδειξε, αφήνοντας τον κόσμο μέχρι σήμερα άφωνο, μια μόδα μεγαλοπρεπή και δυναμική μέσα από την οποία ήθελε η γυναίκα να μην επιδιώκει να είναι όμορφη αλλά προκλητική και σέξι.
«Οι γυναίκες που επιδιώκουν να δείχνουν όμορφες είναι αυτές που δεν έχουν γούστο» διακήρυξε και είναι η πιο υπερρεαλιστική ρήση για τη λειτουργία της μόδας, πράγμα που απέδειξε με τις συνεργασίες της που άφησαν εποχή, με τον Σαλβαντόρ Νταλί, τον Ζαν Κοκτό, τον Μαν Ρέι.
Η συνεργασία με τον Νταλί
Οι συνεργασίες της θα είναι στο επίκεντρο αυτής της νέας έκθεσης και μια ολόκληρη αίθουσα θα επικεντρωθεί στη συνεργασία της με τον Νταλί, ανιχνεύοντας την κοινή τους κλίση προς το σκάνδαλο και την πρόκληση. Το δίδυμο συνεργάστηκε το 1937 και δημιούργησε το φόρεμα-αστακό, ένα κρεμ μεταξωτό βραδινό φόρεμα με έναν κόκκινο αστακό και κλαδάκια μαϊντανού ζωγραφισμένα από τον Νταλί. Ήταν μεταξύ των 18 κομματιών που σχεδίασε η Σκιαπαρέλι για το γαμήλιο ταξίδι της Γουόλις Σίμπσον, όταν είχε ξεσπάσει το σκάνδαλο της παραίτησης του δούκα του Ουίνδσορ από τον θρόνο και του επικείμενου γάμου του με τη Σίμπσον.
Ο Σέσιλ Μπίτον φωτογράφισε τη Σίμπσον με το ερωτικά υπαινικτικό φόρεμα για το περιοδικό «Vogue». Η έμπνευση για το σχέδιο προήλθε από το «Τηλέφωνο Αστακό» (1936) του Νταλί, το οποίο είχε φτιάξει για τον Βρετανό ποιητή Έντουαρντ Τζέιμς. Επίσης, θα εκτεθεί το «Καπέλο-παπούτσι» (1937-38), ένα μαύρο και ροζ καπέλο σε σχήμα ψηλοτάκουνου παπουτσιού, το οποίο η Σκιαπαρέλι εμπνεύστηκε από μια φωτογραφία που τράβηξε η Γκαλά, σύζυγος του Νταλί, όπου ο εκκεντρικός Ισπανός καλλιτέχνης φορούσε ένα γυναικείο παπούτσι στο κεφάλι και ένα άλλο στον ώμο του.
Γεννημένη στη Ρώμη το 1890, η Σκιαπαρέλι ταξίδεψε πολύ και το 1935 άνοιξε ένα σαλόνι υψηλής ραπτικής 98 δωματίων στην Place Vendôme. Η «εισβολή» μιας γυναίκας με ανεξάντλητη εφευρετικότητα και εξυπνάδα, που ήταν η πιο σημαντική «ράφτρα» στην πόλη, ήταν σαρωτική.
Ο θρυλικός μόδιστρος Πολ Πουαρέ ήταν ο πρώτος που διέκρινε την ευφυΐα της, δίνοντάς της να φορά ρούχα του. Η ίδια ενσωμάτωσε στην πλέξη ενός πουλόβερ ένα πουκάμισο με φιόγκο. Ήταν το πρώτο ρούχο με trompe l’oeil, μια οφθαλμαπάτη, που της έδωσε την πρώτη μεγάλη της παραγγελία, το 1927, και ένα σχέδιο που ακόμα και σήμερα αποκαλείται «ένα καλλιτεχνικό αριστούργημα και ένας θρίαμβος χρώματος και συνδυασμών». Αργότερα, έφτιαξε φούστες που έμοιαζαν με παντελόνια, και δημιούργησε ένα ρούχο-πρόδρομο των κοστουμιών που πολύ αργότερα μπήκαν στο λεξιλόγιο των γυναικών και των φεμινιστικών μηνυμάτων.
Οι συλλογές της
Οι πιο ευφάνταστες συλλογές της είναι οι Zodiac, Pagan και Circus –όλες το 1938– και Music and Commedia dell’Arte το 1939. Η συλλογή Pagan περιελάμβανε καπέλα από ψεύτικο χορτάρι και κουμπιά σε σχήμα εντόμων, ενώ η σιλουέτα του Zodiac προήλθε από την πραγματεία του Ευκλείδη στη γεωμετρία, με τα ρούχα της να στολίζονται με πλανήτες και αστερισμούς. Για τη συλλογή Circus, παρουσίασε καπέλα κλόουν και πορτοφόλια σε σχήμα μπαλονιού και μικροσκοπικά κουμπιά σε σχήμα ακροβατών και αλόγων.
Τον επόμενο χρόνο, ο Νταλί και η Σκιαπαρέλι σχεδίασαν το Skeleton Dress, ένα μαύρο κρεπ φόρεμα με βαμβακερή βάτα που μιμείται τα οστά του ανθρώπινου σκελετού, ισορροπώντας παιχνιδιάρικα τα άκρα της τελειοποιημένης ραπτικής και την αναπόφευκτη αποσύνθεσή της.
Το ίδιο συνέβη και με τη συνεργασία της με τον Κοκτό, όπου χρησιμοποίησε σχέδια υπνωτιστικά σχεδόν, με τα όρια της ψευδαίσθησης των σχημάτων να είναι σχεδόν μαγνητικά, και με τη συνεργασία της με τη Μέρετ Οπενχάιμ, όπου δημιούργησε γούνινα κοσμήματα, και με τον Τζιακομέτι, που της έφτιαξε καρφίτσες και κουμπιά. Οι περισσότερες από αυτές τις σουρεαλιστικές φαντασιώσεις ήταν αληθινά κομμάτια που όλοι οι τότε πολύ νέοι καλλιτέχνες δοκίμαζαν να φτιάξουν με την προτροπή της Σκιαπαρέλι.
Η ίδια ακόμα και τα πιο «ήρεμα» ρούχα της τα συνδύαζε με σχήματα και αξεσουάρ δείχνοντας το ταλέντο της να ανακαλύπτει την ομορφιά σε προϊόντα ευτελή που περνούσαν απαρατήρητα, φαινομενικά άχρηστα.
Όταν έφυγε για τη Νέα Υόρκη το 1940, αρνήθηκε να σχεδιάσει ρούχα ενώ ήταν στην εξορία σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους οίκους υψηλής ραπτικής του Παρισιού, αλλά συνέχισε τις δημιουργικές της αναζητήσεις, όπως η οργάνωση της έκθεσης «First Papers of Surrealism» με τους Μαρσέλ Ντισάν και Αντρέ Μπρετόν το 1942.
Μετά τον πόλεμο το αφήγημα των σουρεαλιστών ήταν παρακμιακό, ένα είδος ομορφιάς που δεν προκαλούσε πια. Όλοι ήθελαν την αίγλη και τον ενθουσιασμό μιας νέας γυναικείας σιλουέτας και το «New Look» του Ντιορ έδωσε στις γυναίκες αυτό που ήθελαν, να μην ξεχωρίζουν, αλλά να μοιάζουν με τις άλλες.
Όταν η Σκιαπαρέλι προσέλαβε το 1950 τον νεαρό Ζιβανσί, ο οίκος της ήταν σε παρακμή. «Όταν έφτασα στο σπίτι και την είδα να φοράει δύο διαφορετικού χρώματος παπούτσια», έχει γράψει, «είπα στον εαυτό μου “πώς μπορεί μια γυναίκα με τόσο ταλέντο να μην καταλαβαίνει ότι έχει τελειώσει;”. Αλλά επέμεινε στις ιδέες της. Και στο τέλος, είχε δίκιο. Η μόδα της ήταν πολύ μοντέρνα. Δεν ήταν για να φορεθεί. Τολμούσε. Και ποτέ δεν ήταν χυδαία». Στις αρχές του 1954, η Σκιαπαρέλι παρουσίασε την τελευταία της συλλογή.
Η γυναίκα που μας έμαθε το shocking pink ξεχάστηκε για μια μεγάλη περίοδο, ωστόσο ο τρόπος που έκανε τις γυναίκες να φαίνονται δυνατές, τολμηρές και ανεξάρτητες και τα πρωτοποριακά σχέδιά της έχουν και σήμερα τη δύναμη να σοκάρουν. Oι σύγχρονοι σχεδιαστές άρχισαν να τα επεξεργάζονται με συνεχώς ανανεωμένο ενδιαφέρον και η ίδια κερδίζει ακόμη και σήμερα την προσοχή και τον σεβασμό για τη νεωτερικότητα των σχεδίων της.