Στο ίδιο πλαίσιο, το υπουργείο αναμένεται και εφέτος να προχωρήσει στηνεφαρμογή εορταστικών καλαθιών με στόχο να διευκολυνθούν οι αγορές των καταναλωτών ενόψει των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Η σχετική δράση θα εφαρμοστεί για τρίτη διαδοχική χρονιά, ενώ αναμένεται να τεθεί σε ισχύ περί τα μέσα Δεκεμβρίου. Υπενθυμίζεται ότι το «καλάθι των Χριστουγέννων» αποτελεί την εορταστική εκδοχή της πρωτοβουλίας «καλάθι του νοικοκυριού» με στόχο τη μέγιστη δυνατή συγκράτηση των ανατιμήσεων στα βασικά είδη διατροφής που χρειάζεται κάθε νοικοκυριό για το εορταστικό τραπέζι. Στόχος είναι το νέο «καλάθι των Χριστουγέννων» να έχει την ίδια σύσταση με το περυσινό και να κινηθεί στο ίδιο εύρος τιμών. Πέρυσι η πρωτοβουλία τέθηκε σε ισχύ από τις 13 Δεκεμβρίου 2023 έως και τις 3 Ιανουαρίου 2024, με το καλάθι να περιλαμβάνει έξι βασικές για το εορταστικό τραπέζι κατηγορίες τροφίμων και συγκεκριμένα: αρνί, κατσίκι, γαλοπούλα, τσουρέκι, βασιλόπιτα, σοκολάτα. Την πρώτη χρονιά της εφαρμογής του το «καλάθι των Χριστουγέννων» τέθηκε σε ισχύ από τις 14 Δεκεμβρίου 2022 έως και τις 4 Ιανουαρίου 2023 με προϊόντα όπως η γαλοπούλα, το μοσχάρι, το τσουρέκι ή η βασιλόπιτα και η σοκολάτα.
Εκτός από το «καλάθι των Χριστουγέννων» δεν αποκλείεται να τεθεί σε ισχύ και το «καλάθι του ‘Αη Βασίλη» που αφορά στην αγορά παιδικών παιχνιδιών αποκλειστικά για την περίοδο των γιορτών. Σε αυτό συμμετέχουν πολλές αλυσίδες παιχνιδιών – μικρότερες και μεγαλύτερες – καθώς και γνωστές αλυσίδες ηλεκτρονικών ειδών. Πέρυσι, το «καλάθι του Αη Βασίλη» τέθηκε σε ισχύ στις 15 Δεκεμβρίου 2023 και διήρκησε έως και τις 11 Ιανουαρίου 2024. Οι κατηγορίες, όπως ίσχυαν πέρυσι, είναι οι εξής: επιτραπέζια / παζλ, παιχνίδια με κούκλες, κουκλόσπιτα και άλλα αξεσουάρ (παιχνίδια μίμησης), βρεφικά παιχνίδια, φιγούρες δράσης, παιχνίδια κατασκευών και δημιουργίας (π.χ. παιχνίδια με τουβλάκια), οχήματα – τηλεκατευθυνόμενα, ηλεκτρονικά παιχνίδια, αθλητικά παιχνίδια (π.χ. μπάλες, παιδικές μπασκέτες και τέρματα), λούτρινα, μουσικά παιχνίδια.
Ανοδική η πορεία του τζίρου το εννεάμηνο
Σε θετική πορεία συνεχίζει να βρίσκεται η αγορά του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων (καταστήματα τροφίμων άνω των 100 τ.μ., Ηπειρωτική Ελλάδα, Κρήτη & Νησιά Ιουνίου & Αιγαίου). Συγκεκριμένα, το εννεάμηνο του 2024 ο τζίρος αυξήθηκε 3,8% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περυσινή χρονική περίοδο (στοιχεία YTD έως 29 Σεπτεμβρίου 2024). Σύμφωνα με την NielsenIQ, η αύξηση του τζίρου οδηγείται το τρέχον έτος από τους πωλούμενους όγκους και όχι τις τιμές, όπως συνέβαινε το 2023.
Σε επίπεδο κατηγοριών, η τάση αυτή οδηγείται κυρίως από τα τρόφιμα, τόσο τα φρέσκα (+4,5%) όσο και τα τυποποιημένα (+4,3%), με τα bazaar προϊόντα να εμφανίζουν την πιο μετριοπαθή ανάπτυξη, στο +1,8%. Την ίδια στιγμή οι μεγάλες FMCG κατηγορίες της οικιακής χρήσης παρουσιάζουν μείωση των πωλήσεών τους σε αξία (στο -1%) ενώ τα προϊόντα προσωπικής υγιεινής στο σύνολό τους αναπτύσσονται κατά 2,4%. Και στις δύο μεγάλες αυτές κατηγορίες του μη τρόφιμου παρουσιάζονται αποπληθωριστικές τάσεις, ενώ στον αντίποδα, τα τρόφιμα και ποτά είναι αυτά, στα οποία φαίνεται αυξημένη η μέση πωλούμενη τιμή, σε σχέση με το 2023.
Σύμφωνα με την NielsenIQ, αυτό που διαφαίνεται από τη συστηματική μελέτη των στοιχείων της αγοράς είναι ότι η Ελλάδα ακολουθεί την παγκόσμια τάση, όπου η κατανάλωση είναι αυτή που οδηγεί την αύξηση του τζίρου,ενώ οι τιμές συνεχίζουν σταθερά να αποκλιμακώνονται.
Όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα της παγκόσμιας έρευνας Consumer Outlook της NielsenIQ, οι καταναλωτές φαίνεται να έχουν βελτιωμένη ψυχολογία και να νιώθουν πως υπάρχει μεγαλύτερη σταθερότητα, σε σχέση με ένα χρόνο πριν. Παρ’ όλα αυτά παραμένουν ακόμη διστακτικοί όσον αφορά στις δαπάνες τους, ενώ η άνοδος στις τιμές των τροφίμων παραμένει η μεγαλύτερη ανησυχία για τους καταναλωτές, σε όλες τις ηπείρους.
Αυτή η διστακτικότητα, σε συνδυασμό με την μειωμένη αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, έχει, μεταξύ άλλων, συμβάλει στο γεγονός ότι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας συνεχίζουν να καταλαμβάνουν το ¼ του καλαθιού του μέσου νοικοκυριού (YTD μερίδιο αγοράς: 24,7%). Μάλιστα, οι όγκοι για τα private label αυξάνονται με περισσότερο γοργούς ρυθμούς σε σχέση με το σύνολο των FMCGs (+5,7% vs +3,6%), κυρίως λόγω της αρνητικής τάσης, που εμφανίζει η μέση τιμής πώλησής τους, στο -1,1%.
Διαβάστε ακόμη: