Περίοδο υγειούς ανάπτυξης διανύουν τα τελευταία χρόνια οι 35 μεγαλύτερες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, ωστόσο η κερδοφορία τους, αν και αυξημένη, εξακολουθεί να παραμένει χαμηλή, ενώ όλα τα κόστη του –λειτουργικά και μη– προσαυξάνονται.
Η εικόνα των 35 μεγαλύτερων αλυσίδων σούπερ μάρκετ
Σύμφωνα με την 28η έκδοση του «Πανοράματος των Ελληνικών Σούπερ Μάρκετ» της Boussias Editors, οι υπό μελέτη 35 επιχειρήσεις το 2023 είχαν πωλήσεις 12,24 δισ. ευρώ (εξαιρείται η Lidl Ελλάς, που δεν δημοσιεύει ισολογισμό), αυξημένες κατά 1,12 δισ. ευρώ, ή κατά 10,12%, συγκριτικά με το 2022.
Πρόκειται για την έβδομη συνεχόμενη χρονιά σημαντικής ανόδου των κλαδικών πωλήσεων, οι οποίες στη διάρκεια της εν λόγω περιόδου αυξήθηκαν κατά 61% ή κατά 4,65 δισ. ευρώ, πράγμα το οποίο οφείλεται στην επίδραση της πανδημίας και των lockdowns, στην πλήρη επαναλειτουργία και περαιτέρω ανάπτυξη του δικτύου άλλοτε της Μαρινόπουλος υπό την Ελληνικές Υπεραγορές Σκλαβενίτη (ΕΥΣ), στην οργανική ανάπτυξη του κλάδου έναντι ανταγωνιστικών προς αυτόν δικτύων και στον πληθωρισμό από το δεύτερο εξάμηνο του 2021.
Οι δέκα μεγαλύτεροι παίκτες
Σε ό,τι αφορά τα βασικά οικονομικά μεγέθη των δέκα μεγαλύτερων από άποψη πωλήσεων εταιρειών του κλάδου το 2023, τις υψηλότερες πωλήσεις και δη με τη μεγαλύτερη αύξηση στον κλάδο τις είχε ο όμιλος της ΕΥΣ και ήταν της τάξης των 5,16 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 15,24% έναντι του 2022 ή κατά 682,19 εκατ. ευρώ.
Τη δεύτερη θέση κατέλαβε η Άλφα Βήτα Βασιλόπουλος με πωλήσεις 1,97 δισ. ευρώ, ελαφρώς μειωμένες (-0,58%) συγκριτικά με το 2022.
Την τρίτη θέση κατέλαβε η Μετρό (My Market και Metro Cash&Carry) με αύξηση πωλήσεων 5,85% και ετήσιο τζίρο 1,59 δισ. ευρώ.
Ακολούθησε ο όμιλος Δ. Μασούτης με μεγάλη αύξηση πωλήσεων, κατά 14,51%, και τζίρο 1,08 δισ. ευρώ, ενώ τη μεγαλύτερη ποσοστιαία ανάπτυξη τζίρου μεταξύ των δέκα μεγαλύτερων εταιρειών του δείγματος εμφάνισε η ΑΝΕΔΗΚ Κρητικός, η οποία κατέλαβε πλέον την πέμπτη θέση στη σχετική κατάταξη, με ετήσια άνοδο πωλήσεων 41,38% και τζίρο 703,78 εκατ. ευρώ (η εταιρεία τη διετία 2021-2022 πραγματοποίησε σημαντικές εξαγορές).
Τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση πωλήσεων εμφάνισε η βορειοελλαδική Εγνατία, με άνοδο 16,9% και τζίρο 187,13 εκατ. ευρώ.
Η Πέντε κατέλαβε την έκτη θέση της σχετικής κατάταξης, με ετήσια αύξηση 4,31% και τζίρο 535,65 εκατ. ευρώ.
Την ακολούθησαν η Market In, με πωλήσεις 403,33 εκατ. ευρώ και ετήσια αύξηση τζίρου 7,47%, η Bazaar, με πωλήσεις 244,92 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 9,54% έναντι του 2022, και η Ok Anytime με πωλήσεις 74,74 εκατ. ευρώ και αύξηση αντιστοίχως 9,38%.
Αυξημένα κέρδη
Αθροιστικά οι δέκα μεγαλύτεροι όμιλοι και εταιρείες παρουσίασαν το 2023 αυξημένα κέρδη, επανερχόμενες στα επίπεδα του 2021. Συνολικά εμφάνισαν καθαρά αποτελέσματα προ φόρων (κέρδη) 193,73 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 34,2% συγκριτικά με το 2022, αλλά χαμηλότερα από το 2021 (200,69 εκατ. ευρώ).
Ως εκ τούτου ο δείκτης καθαρής κερδοφορίας των «δέκα» διαμορφώθηκε στο 1,62% έναντι 1,34% το 2022 και 2,03% το 2021.
H καθαρή κερδοφορία του συνόλου των 35 εταιρειών του δείγματος διαμορφώθηκε λίγο υψηλότερα, στα 220,50 εκατ. ευρώ έναντι 166,41 εκατ. ευρώ το 2022. Συνεπώς το καθαρό περιθώριο κέρδους του κλάδου το 2023 διαμορφώθηκε στο 1,80% έναντι 1,50% το 2022.
Ο δείκτης συνολικού μικτού κέρδους των δέκα μεγαλύτερων ομίλων και εταιρειών έμεινε αμετάβλητος στο 26,91% έναντι 26,84% το 2022. Υπενθυμίζεται ότι ο νόμος 4903/2022 «πάγωσε» τα περιθώρια κέρδους των προϊόντων διαβίωσης-διατροφής στο επίπεδο του Αυγούστου του 2021.
Το λειτουργικό κόστος, αν και εμφάνισε νέα αύξηση σε αξία 6,74% εξαιτίας της αύξησης των πωλήσεων, ως δείκτης εμφάνισε μείωση στο 23,3% έναντι 24,28% το 2022, ενώ το χρηματοοικονομικό κόστος εμφάνισε αύξηση στο 1,30% έναντι αντίστοιχα 1,03%. Ως εκ τούτου ο δείκτης λειτουργικού περιθωρίου κέρδους (EBIT προ χρηματοοικονομικού κόστους) μειώθηκε αρκετά, 2,61% έναντι 3,61% την προηγούμενη χρονιά, σε συνήθη για τον κλάδο επίπεδα.
Η απόδοση των ίδιων κεφαλαίων είχε αντίστοιχη πορεία. Στους δέκα μεγαλύτερους ομίλους και εταιρείες μεταβλήθηκε από 11,42% το 2022 σε 14,39% το 2023, ενώ στο σύνολο των 35 εταιρειών η μεταβολή ήταν από 11,91% σε 14,88% αντίστοιχα.
Αύξηση της γενικής ρευστότητας
Η σημαντική αύξηση των πωλήσεων και το 2023 απέδωσε μία αναλογικά πολύ μικρότερη αύξηση των υποχρεώσεων προς τους προμηθευτές, κάτι που σε συνδυασμό με την αύξηση του κυκλοφορούντος ενεργητικού ώθησε σε αύξηση την γενική ρευστότητα.
Παράλληλα, αυξήθηκε και η άμεση ρευστότητα. Έτσι, ο δείκτης γενικής ρευστότητας αυξήθηκε εκ νέου από 63,27% σε 67,35% και πλέον βρίσκεται σε ικανοποιητικό επίπεδο (είχε φτάσει στο 56,94% το 2020). Ο δείκτης άμεσης ρευστότητας αυξήθηκε έντονα από 27,61% σε 32,21% (το 2020 είχε φτάσει στο 27,09%).