Τι είναι αυτό που οδηγεί επιχειρηματίες, celebrities και πολιτικούς στην επένδυση των Social media..

Tελευταία γνωστή περίπτωση, αυτή του σούπερ σταρ της ραπ, Κάνυε Γουέστ (που κάνει πλέον καριέρα με το όνομα Γε), η αφορμή για να συμφωνήσει στην εξαγορά (έναντι άγνωστου ποσού) του κοινωνικού δικτύου Parler, ήταν ο αποκλεισμός του από το Twitter για τα αντισημητικά του σχόλια. Το Twitter είναι το κοινό σημείο του Γε με τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος επένδυσε αρκετά εκατομμύρια δολάρια για να ανοίξει δικό του κοινωνικό δίκτυο, αλλά και του πλουσιότερου ανθρώπου του κόσμου, Έλον Μασκ, ο οποίος… απηύδησε από τη “λογοκρισία” και αποφάσισε να αγοράσει το ίδιο το Twitter για να το… απελευθερώσει.

Το “άβολο” για τον Γε, είναι ότι η πρώην σύζυγός του και η οικογένειά της απέκτησαν μεγαλύτερο πλούτο από τον ίδιο και μεγαλύτερη επιρροή από τον Τραμπ όχι εξαγοράζοντας, αλλά χειραγωγώντας με έναν πολύ επιδέξιο τρόπο τα social media. Έτσι, η Κιμ Καρντάσιαν και οι αδελφές της, πληρώνονταν και πληρώνονται εκατομμύρια δολάρια για κάθε ανάρτηση που κάνουν, σχεδόν… λατρευόμενες από τους εκατομμύρια followers τους. Με δεδομένο ότι ο ίδιος ποτέ δεν κατάφερε να “αγγίξει” τους αριθμούς αναγνωρισιμότητας των Καρντάσιανς, θεώρησε πως θα μπορούσε, εκφράζοντας (πολύ) ανοιχτά τις μάλλον ακραίες πολιτικές του πεποιθήσεις.

Αυτή η εξαγορά έρχεται σε μια χρονική στιγμή που η αγορά των social media γνωρίζει έναν αυξανόμενο… συνωστισμό και αυξανόμενο έλεγχο από ισχυρούς με πολιτικές και επιχειρηματικές ευαισθησίας.

Χαρακτηριστικότερο το παράδειγμα του δισεκατομμυριούχου της Tesla και SpaceX, Έλον Μασκ, ο οποίος έφτασε μέχρι και να έχει… ελεγκτές (ειδική ομάδα της αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, SEC) στον λογαριασμό του στο Twitter, όταν ανακοίνωσε μέσω αυτού ότι σχεδιάζει να βγάλει την Tesla από τη Wall Street και ότι έχει ήδη βρει επενδυτή. Ο Μασκ το κράτησε… μανιάτικο και περίμενε χρόνια για να πάρει “το αίμα του πίσω”, εξαγοράζοντας -έναντι 44 δισεκατ. δολαρίων- ολόκληρο το κοινωνικό δίκτυο, ώστε να έχει απόλυτη ελευθερία λόγου σε αυτό.

Κάτι παρόμοιο σκέφτηκε και ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος είδε τον λογαριασμό του στο Twitter να “μπλοκάρεται” για παραβίαση κανόνων στην εκφορά λόγου, πριν ακόμα κατέλθει από τη θέση. Αντιλαμβανόμενος ότι ούτε ως… πλανητάρχης δεν έχει δύναμη να επιβάλλει το λόγο του στο κοινωνικό δίκτυο και ότι μάλλον το αντίθετο συμβαίνει, αποφάσισε να δημιουργήσει το δικό του δίκτυο, με το όνομα Truth Social. Και, αφού αυτό δεν απέκτησε τη δημοφιλία που ευελπιστούσε ο Τραμπ, ένας από τα πλέον υψηλόβαθμα στελέχη του, ο Τζέισον Μίλερ, αποφάσισε να τον… αφήσει και να λανσάρει το δικό του, ανταγωνιστικό κοινωνικό δίκτυο Gettr.

Εντελώς διαφορετικά ήταν τα ελατήρια του τραγουδιστή και ηθοποιού -και πάντως σούπερ σταρ- Τζάστιν Τίμπερλέικ για την επένδυσή του στο κοινωνικό δίκτυο MySpace. Παρότι δεν αποκαλύφθηκε ποτέ το πραγματικό ποσό, παρά μόνο ότι ήταν ο “μπροστάρης” σε ένα deal ύψους 35 εκατ. δολαρίων για τη διάσωση του κοινωνικού δικτύου, το βέβαιο ήταν ότι οι προθέσεις του ήταν καθαρά επιχειρηματικές για την εμπλοκή του στο project.

Ο Τιμπερλέικ, ήταν ο ηθοποιός που είχε ενσαρκώσει τον επενδυτή της Facebook Σον Πάρκερ, στη χολιγουντιανή υπερπαραγωγή The Social Network, κάτι που τον γοήτευσε και τον “έπεισε” να εμπλακεί με τα κοινωνικά δίκτυα, ελπίζοντας ότι μπορεί να γίνει ένας νέος… Μαρκ Ζάκερμπεργκ. Συμπαραστάτη στην προσπάθειά του είχε τη διαφημιστική εταιρεία Specific Media, η οποία του παραχώρησε τη χάραξη της επιχειρηματικής στρατηγικής. Το σχέδιο ήταν η “ανάσταση” του MySpace το οποίο εκθρονίστηκε και πέρασε στην αφάνεια μετά την πτώση του από τη θέση του κυρίαρχου κοινωνικού δικτύου το 2008, χάνοντας έκτοτε δισεκατομμύρια δολάρια.

Από εκείνο το deal, μοναδικός κερδισμένος, τελικά, ήταν αυτός που… εισέπραξε τα 35 εκατομμύρια για ένα κοινωνικό δίκτυο το οποίο, όπως αποδείχθηκε, ήταν “νεκρό”: Ο μεγιστάνας των ΜΜΕ Ρούπερτ Μέρντοχ και ο κολοσσός του NewsCorp. Ο Μέρντοχ, κατάλαβε γρήγορα πως το συμφέρον γι’ αυτόν είναι να παραμείνει στα παραδόσιακα Media, τα οποία συνεχίζουν να του αποφέρουν δισεκατομμύρια και ισχύ. Γιατί, καθώς φαίνεται, κατάλαβε γρήγορα πως τα κοινωνικά δίκτυα είναι μια εντελώς διαφορετική “δουλειά” και πως, όσο και αν θέλουν όλοι να γίνουν κυρίαρχοι σε αυτή την τεράστια αγορά, η αγορά αυτή καθεαυτή δεν είναι για όλους…

Διαβάστε ακόμη: