Ο Σιντ Βίσιους είναι ο υπεύθυνος για την ενσάρκωση ενός από τα πιο συναρπαστικά κινήματα τέχνης του 20ού αιώνα, με τη μορφή ενός ταλαντούχου junkie με ένα T-shirt με σβάστικα.
Όπως ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, ο Φράνσις Μπέικον ή ο Κουέντιν Ταραντίνο, πήγε την ασχήμια και τον μηδενισμό στα άκρα τους, και βρήκε την ομορφιά μέσα τους. Το είπε καλύτερα σε μια συνέντευξη η οποία κινηματογραφήθηκε τον Δεκέμβριο του 1978, κοντά στο τέλος της άθλιας ζωής του. “Τι θα θέλατε να συμβεί στην ζωή σας το επόμενο έτος ή και μετά;” ρωτά ο δημοσιογράφος, στον οποίο ο Βίσιους απαντά: “Θα ήθελα να διασκεδάσω… Aυτό είναι το αντικείμενο μου.”
Η ζωή δεν ήταν τόσο απλή για τον Σίντ. “Διασκεδάζεις αυτό τον καιρό;” συνεχίζει ο δημοσιογράφος, “Μου κάνεις πλάκα;” απαντά ο Σιντ, με μια φωνή που προέρχεται από έναν κόσμο πόνου και αμηχανίας, “Δεν διασκεδάζω καθόλου”. Αυτός είναι ο Σιντ: ένα είδωλο της ελευθερίας και ένας ανήμπορος άνθρωπος εθισμένος στην ηρωίνη, μια rock n ‘roll έμπνευση αλλά και μια προειδοποιητική ιστορία: είναι και οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος.
Γεννήθηκε το 1957 στη συντηρητική καρδιά του Tunbridge Wells, στο νοτιοανατολικό Λονδίνο, και ονομάστηκε Τζον Σάιμον. Αρχικά το επίθετο του ήταν Ρίτσι, αν και συχνά χρησιμοποιούσε το επώνυμο της μητέρας του Ανν, Μπέβερλι. Η μητέρα του από νωρίς υιοθέτησε έναν μποέμικο τρόπο ζωής – ήταν και η ίδια εξαρτημένη από την ηρωίνη – ενώ παρέμεινε ως παρουσία στην ζωή του έως και τον θάνατο του, αλλά σπάνια θετική. Τον έδιωξε από το σπίτι στα 17, λέγοντας του, όπως η ίδια ανέφερε στον συγγραφέα Τζον Σάβατζ, “Είναι είτε εσύ είτε εγώ, και δεν πρόκειται να είμαι εγώ. Πρέπει να συντηρήσω τον εαυτό μου και εσύ απλά να πάς να γα…είς!”
Ο Σιντ βρήκε ένα μέρος να μείνει μαζί με τον Τζον Λίντον (αργότερα Τζόνι Ρότεν), με το οποίο ήταν μαζί φοιτητές στο Hackney Technical College. Ο Λίντον περιγράφει τον Βίσιους εκείνη την εποχή ως ένα μεγάλο φαν του Ντέιβιντ Μπόουι και ως “clothes hound”. Από την ηλικία των 17, ο Βίσιους είχε αρχίσει να τριγυρνά στο Λονδίνο και αναζητούσε κλαμπ και σημεία συγκέντρωσης όσων θα γίνουν πανκ. Ένα αγαπημένο του μέρος ήταν το τότε άσημο μαγαζί ρούχων του Μάλκομ ΜακΛάρεν και της Βίβιαν Γουέστγουντ, ΣΕΞ.
Απέκτησε το ψευδώνυμο “Σιντ Βίσιους” από το χάμστερ του Τζον Λίντον, τον Σιντ. Το χάμστερ είχε δαγκώσει τον Ρίτσι, με αποτέλεσμα να αναφωνήσει “Sid is really vicious”. Ο Λίντον περιέγραφε το ζώο ως το πιο μαλακό, το πιο χνουδωτό και λεπτό πλάσμα στον κόσμο. Την περίοδο αυτή ο Βίσιους ζούσε με τον Λίντον, τον Τζέι Γουόμπλ και τον Τζον Γκρέι.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Λίντον ,οι δυο τους κέρδιζαν συχνά χρήματα παίζοντας μουσική στο δρόμο, με τον Βίσιους να παίζει το τύμπανο. Έπαιζαν τραγούδια του Άλις Κούπερ και ο κόσμος τους έδινε χρήματα προκειμένου να σταματήσουν. Μια φορά ένας άνδρας τους έδωσε 3 σελίνια και αυτοί άρχισαν να χορεύουν. Σύμφωνα με το φωτογράφο της μπάντας, Ντένις Μορίς, ο Βίσιους ήταν καταβάθος ένα ντροπαλό παιδί. Παρόλ’ αυτά , επιτέθηκε στον δημοσιογράφο της ΝΜΕ, Νικ Κεντ, με μια αλυσίδα μηχανής με τη βοήθεια του Τζέι Γουόμπλ.
Σύμφωνα με διάφορες εκδόσεις και ταινίες, ζητήθηκε από τον Βίσιους να γίνει μέλος των Pistols μετά από την αποχώρηση του Γκλεν Μάτλοκ το Φεβρουάριο του 1977. Ο ατζέντης Μάλκομ ΜακΛάρεν είχε δηλώσει πως “αν ο Τζόνι Ρότεν είναι η φωνή της πανκ, τότε ο Σιντ είναι η νοοτροπία”. Είχε αναφέρει επίσης πως αν είχε γνωρίσει τον Βίσιους πριν προσλάβει τον Ρότεν, τότε ο Βίσιους θα ήταν ο τραγουδιστής της μπάντας, καθώς ήταν, πιο χαρισματικός πάνω στην σκηνή.
Ο Βίσιους έπαιξε το πρώτο του live με τους Pistols στις 3 Απριλίου του 1977 στο The Screen On The Green, στο Λονδίνο. Σε ό,τι υστερούσε ο Βίσιους σε μουσικότητα, το αναπλήρωνε με το μοναδικό του πανκ χάρισμα, πετώντας βρισιές στο κοινό και κόβωντας τον εαυτό του. Στην περιοδεία του γκρουπ στην Αμερική τον Ιανουάριου του 1978, παρότι δεν βρισκόταν σε σόου, χάραξε τις λέξεις ‘”Δώσμου τη δόση μου”‘ στο στήθος του. Στη συναυλία στο Longhorn Ballroom, στο Τέξας, έφτυσε το πλήθος και χλέυασε τους “Καομπόιδες” στο κοινό.
Τον Μάρτιο του 1977, ο Βίσιους γνώρισε τον μεγάλο του έρωτα, την Νάνσυ Σπάνγκεν. Η σχέση των δυο και οι σχέσεις των μελών της μπάντας επιδεινώθηκαν ορατά κατά την αμερικανική περιοδεία. Οι Pistols διαλύθηκαν μετά τη συναυλία τους στο Σαν Φρανσίσκο, στις 14 Ιανουαρίου 1978.
Η Νάνσυ και ο Σιντ δημιούργησαν μια καταστροφική σχέση αλληλεξάρτησης με βάση τη χρήση ναρκωτικών. Η αποκορύφωση ήταν ο θάνατος της Νάνσυ από μαχαίρι, ενώ έμενε στο ξενοδοχείο Chelsea, στο Μανχάταν, με τον Βίσιους. Ο Βίσιους θεωρήθηκε κύριος ύποπτος για το θάνατο της Νάνσυ, ωστόσο πλήρωσε εγγύηση 50.000 δολάρια και δεν φυλακίστηκε. Στις 22 Οκτωβρίου, 10 μέρες μετά το θάνατο της Νάνσυ, ο Βίσιους προσπάθησε να αυτοκτονήσει κόβοντας τις φλέβες του με μια κατεστραμμένη λάμπα και κατ’επέκταση νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο Bellevue. Στις 9 Δεκεμβρίου, μπλέχτηκε σε καβγά με τον αδερφό της τραγουδίστριας Πάτι Σμιθ και συνελήφθη. Έμεινε στη φυλακή μέχρι την 1η Φεβρουαρίου.
Tο βράδυ της 1ης Φεβρουαρίου 1979, η απελευθέρωση του Βίσιους γιορτάστηκε με ένα πάρτι στο σπίτι της νέας κοπέλας του. Το επόμενο πρωί βρέθηκε νεκρός.
Οι γιατροί κατέληξαν ότι ο θάνατός του προήλθε από υπερβολική δόση ηρωίνης κι ότι επρόκειτο για ατύχημα. Δεν συμφώνησαν όλοι με αυτή την άποψη. Ο δημοσιογράφος Άλαν Πάκερ αποκάλυψε ότι η μητέρα του Σιντ, Ανν Ρίτσι, παρείχε την τελευταία θανατηφόρα δόση στον γιο της. Όμως ανακάλεσε τη δήλωσή του και υποστήριξε ότι του είχαν πει ψέματα. Παρόλο που η Ανν προσέφερε ναρκωτικά στον γιο της, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, δεν ήταν αυτή που προκάλεσε τον θάνατό του εκείνο το βράδυ.
Λίγες μέρες μετά την αποτέφρωση του Βίσιους, η μητέρα του ισχυρίζεται πως βρήκε ένα σημείωμα αυτοκτονίας στην τσέπη του σακακιού του: “Είχαμε κάνει μια θανάσιμη συμφωνία και πρέπει να κρατήσω την υπόσχεση μου. Σε παρακαλώ, θάψε με δίπλα στο μωρό μου. Θάψε με, με το δερμάτινο σακάκι μου, το τζιν μου και τις μπότες μου. Αντίο.”
“Ο Σιντ Βίσιους είναι μια υπέροχη καταστροφή, ένα σύμβολο, μια μεταφορά για την παράνοια μιας μηδενιστικής γενιάς”, αυτά ακούγεται να λέει ο Μάλκομ ΜακΛάρεν, σε μια σκηνή της ταινίας “Sid and Nancy” (1986).
Ο Σιντ Βίσιους παγίωσε τη θέση του στην ιστορία της πανκ μουσικής, εξαιτίας της συμπεριφοράς και της ταραγμένης ζωής του, και όχι για τη συμβολή του στο μουσικό είδος. Έμεινε γνωστός και ως “Τζέιμς Ντιν” της πανκ, επειδή πέθανε νέος.