Έχουμε εισέλθει πλέον σε μια περίοδο με υψηλές αβεβαιότητες, πρωτοφανείς προκλήσεις και μεγάλες ανατροπές. Ύστερα από την παγκόσμια υγειονομική κρίση, η Ευρώπη βιώνει, με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, βαθιά γεωπολιτική κρίση,. Μία κρίση που έχει μεγάλο οικονομικό κόστος, και το οποίο, όπως επεσήμανε και ο υπουργός Οικονομικών, κ. Χ. Σταϊκούρας στην παρουσίαση του νέου πακέτου στήριξης, έχει ήδη αρχίσει να αποτυπώνεται στην εκτέλεση των κρατικών και, ιδιαίτερα, των οικογενειακών προϋπολογισμών.
Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Σύμφωνα με το ΥΠΟΙΚ, η νέα διεθνής κρίση, αυτή τη φορά από την πλευρά της προσφοράς, διογκώνει τις τιμές στην ενέργεια και σε βασικά είδη της καθημερινότητας του πολίτη, ενισχύει τον πληθωρισμό, «ροκανίζει» το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, διαταράσσει την εφοδιαστική αλυσίδα, περιορίζει τζίρους και κέρδη επιχειρήσεων, κλονίζει την εμπιστοσύνη, τη σταθερότητα και την ασφάλεια, ενισχύει τη μεταβλητότητα, «φρενάρει» την αναπτυξιακή δυναμική.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η αύξηση των τιμών στην εισαγόμενη ενέργεια, κατά κύριο λόγο στο πετρέλαιο και στο αέριο, κάνει τις χώρες που δεν παράγουν αυτά τα καύσιμα, αναγκαστικά, φτωχότερες. Την ίδια ώρα, οι αναταραχές στις διεθνείς προμήθειες τροφίμων και η συνακόλουθη εκτίναξη των τιμών στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων, τροφοδοτούν τους φόβους ακόμη και για επισιτιστική κρίση. Επιπλέον, η μείωση του διεθνούς εμπορίου πλήττει όλο τον πλανήτη και περισσότερο τα μικρά κράτη, όπως η Ελλάδα, που είναι ανοιχτά στο διεθνές εμπόριο, στις επενδύσεις και στον τουρισμό.
Από την πλευρά του το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ), στην πρόσφατη έκθεσή του σημειώνει ότι, από τα μέσα του προηγούμενου έτους η διεθνής οικονομία έχει εισέλθει σε φάση έντονων πληθωριστικών πιέσεων και ιδιαίτερα αυξημένης αβεβαιότητας. Σε αυτές τις συνθήκες ήρθε να προστεθεί η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία η οποία έχει δραματικές συνέπειες, όπως ανθρώπινες απώλειες και καταστροφές στις υποδομές και το παραγωγικό δυναμικό της Ουκρανίας.
Αναπόφευκτα ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει οδηγήσει σε ανατροπές σε καθιερωμένες γεωπολιτικές ισορροπίες καθώς και σε σοβαρές οικονομικές αναταράξεις παγκόσμια. Ειδικότερα, η αύξηση στις τιμές της ενέργειας, των τροφίμων και άλλων εμπορευμάτων θα ενισχύσει τις πληθωριστικές πιέσεις και θα επιβραδύνει τους ρυθμούς μεγέθυνσης. Τα προβλήματα θα είναι εντονότερα στην Ευρώπη όπου το μαζικό προσφυγικό κύμα, η αναθεώρηση των αμυντικών στρατηγικών και η προσπάθεια περιορισμού της εξάρτησης από το φυσικό αέριο της Ρωσίας θα προκαλέσουν πρόσθετη επιβάρυνση στους κρατικούς προϋπολογισμούς.
Δυσοίωνες προβλέψεις, με υψηλό βαθμό αβεβαιότητας
Αλλά και οι εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών για τις οικονομικές προοπτικές, μόνο ευχάριστες δεν είναι. Συγκεκριμένα, το ΔΝΤ πρόσφατα επισήμανε ότι, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία θα επηρεάσει ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία επιβραδύνοντας την ανάπτυξη και αυξάνοντας τον πληθωρισμό και θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να αναδιαμορφώσει θεμελιωδώς την παγκόσμια οικονομική τάξη.
Πέρα από τον ανθρώπινο πόνο και τις ιστορικών διαστάσεων προσφυγικές ροές, ο πόλεμος αυξάνει τις τιμές των τροφίμων και της ενέργειας, τροφοδοτώντας τον πληθωρισμό και διαβρώνοντας την αξία των εισοδημάτων, ενώ διαταράσσει το εμπόριο, τις εφοδιαστικές αλυσίδες και τα εμβάσματα σε χώρες γειτονικές της Ουκρανίας.
Επίσης διαβρώνει την επιχειρηματική εμπιστοσύνη και προκαλεί αβεβαιότητα μεταξύ των επενδυτών, η οποία θα μειώσει τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, θα δυσχεράνει τις χρηματοοικονομικές συνθήκες και μπορεί να προκαλέσει εκροές κεφαλαίων από αναδυόμενες αγορές. Ειδικά Χώρες με άμεση έκθεση στο εμπόριο, τον τουρισμό και τα χρηματοοικονομικά θα αισθανθούν αυξανόμενη πίεση.
Το ΔΝΤ προβλέπει βαθιά ύφεση στην Ουκρανία και τη Ρωσία και αναφέρει πως η Ευρώπη μπορεί να δει διαταράξεις στις εισαγωγές φυσικού αερίου και ευρύτερες διαταράξεις της εφοδιαστικής αλυσίδας. Η ανατολική Ευρώπη, η οποία έχει απορροφήσει τους περισσότερους από τους 3 εκατομμύρια ανθρώπους που έχουν διαφύγει από την Ουκρανία, θα δει ως αποτέλεσμα υψηλότερα χρηματοδοτικά κόστη. Και εν κατακλείδι, η σύγκρουση είναι ένα μείζον πλήγμα στην παγκόσμια οικονομία, το οποίο θα βλάψει την ανάπτυξη και θα αυξήσει τις τιμές.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο ΟΟΣΑ, ο οποίος προβλέπει πως ο πόλεμος στην Ουκρανία θα μειώσει πάνω από μία ποσοστιαία μονάδα την παγκόσμια ανάπτυξη φέτος και θα αυξήσει τον παγκόσμιο πληθωρισμό κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες. Ειδικότερα, οι αυξήσεις των τιμών της ενέργειας και των εμπορευμάτων ασκούν νέες πιέσεις στον ήδη εκτινασσόμενο πληθωρισμό και οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να εστιάσουν στην ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής, αν και ένας βραδύτερος ρυθμός θα ήταν δικαιολογημένος σε χώρες που αντιμετωπίζουν τον υψηλότερο αντίκτυπο από τον πόλεμο.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, καλά στοχευμένες αυξήσεις των δημόσιων δαπανών από τις χώρες του ΟΟΣΑ, της τάξης του 0,5% του ΑΕΠ, μπορούν να μειώσουν τον οικονομικό αντίκτυπο του πολέμου περίπου κατά το μισό χωρίς να αυξήσουν σημαντικά τον πληθωρισμό, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ. Καθώς η Ευρώπη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές ρωσικής ενέργειας, ο αρνητικός αντίκτυπος του πολέμου στην οικονομία της Ευρωζώνης μπορεί να φθάσει τη 1,4 ποσοστιαία μονάδα, έναντι 0,9 που εκτιμάται για τις ΗΠΑ.
Πώς επηρεάζεται η ελληνική οικονομία από την κρίση
Οι πρωτόγνωρες συνθήκες που επικρατούν στην παγκόσμια οικονομία, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, δημιουργούν σημαντικές προκλήσεις για τη χώρα μας. Ειδικότερα, οι προβλέψεις του ΓΠΚΒ για την οικονομική μεγέθυνση του 2022 ήταν στο 3,58% πριν την έναρξη της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και περιορίζονται στο 2,75% στο ήπιο σενάριο και 2,21% στο δυσμενές σενάριο ανάλογα με την έκταση των διαταραχών στις διεθνείς τιμές ενέργειας και τροφίμων καθώς και την επιδείνωση του κλίματος εμπιστοσύνης και την αναταραχή των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Ωστόσο, η τελική επίπτωση θα εξαρτηθεί από την διάρκεια του πολέμου, την έκβασή του και την αντίδραση της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Αναλυτικότερα, για το 2022 το ΓΠΚΒ προβλέπει ρυθμό μεγέθυνσης μεταξύ 2,21% (δυσμενές σενάριο) και 2,75% (ήπιο σενάριο). Οι προβλέψεις έχουν παραχθεί με τη χρήση του οικονομετρικού υποδείγματος NIGEM εισάγοντας μια σειρά διαταραχών στο σενάριο αναφοράς που υπήρχε πριν από την έναρξη της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία (πρόβλεψη μεγέθυνσης 3,58%). Όσον αφορά τον πληθωρισμό, το σενάριο αναφοράς προέβλεπε 6,99% και αυξάνεται 7,43% στο ήπιο σενάριο και 11,01% στο δυσμενές σενάριο.
Οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν με ακρίβεια, ωστόσο μπορεί να εκληφθούν ως μια αρνητική διαταραχή από την πλευρά της προσφοράς η οποία αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση του πληθωρισμού και σε υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας.
Η τελική όμως επίπτωση θα εξαρτηθεί από την διάρκεια της σύγκρουσης, την τελική έκβασή της και από την αντίδραση της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση, όπως διαφαίνεται, οι αρνητικές επιπτώσεις του πολέμου θα μεταδοθούν στην οικονομία μέσω αρκετών καναλιών, για παράδειγμα μέσω της αύξησης του κόστους ενέργειας, του περιορισμού των εμπορικών ροών, της επιδείνωσης της εμπιστοσύνης καθώς και μέσω αναταραχών στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές.
Η ανάλυση της Alpha Bank
Από την πλευρά της η τράπεζα Alpha Bank στη δική της ανάλυση επισημαίνει ότι, τα κύρια κανάλια αβεβαιότητας σχετικά με την πορεία της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας, το 2022, είναι τα εξής:
Πρώτον, η επίδραση του αυξανόμενου ενεργειακού κόστους των επιχειρήσεων, επί του κόστους παραγωγής, της κερδοφορίας και του επενδυτικού σχεδιασμού τους.
Δεύτερον, το αποτέλεσμα του πληθωρισμού των τιμών της ενέργειας και των σιτηρών, σε συνδυασμό με την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας μας, επί του πραγματικού διαθεσίμου εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών.
Τρίτον, η επίπτωση στις εισπράξεις του ελληνικού τουρισμού, εξαιτίας, αφενός, της παύσης τουριστικών ροών από τις εμπόλεμες χώρες και αφετέρου, της εξασθένησης του διαθεσίμου εισοδήματος πολλών χωρών προέλευσης επισκεπτών, κυρίως των ευρωπαϊκών.
Τέταρτον, η επίδραση των γεωπολιτικών εξελίξεων στις άμεσες ξένες επενδύσεις, καθώς η αυξημένη αβεβαιότητα επιδρά δυσμενώς στον επενδυτικό κίνδυνο μίας χώρας που δεν έχει φθάσει ακόμη σε επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας.
Πέμπτο, η περαιτέρω επέκταση και το μέγεθος της δημοσιονομικής ευελιξίας που θα υπάρξει σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ο βαθμός αξιοποίησής του από την ελληνική κυβέρνηση.
Οι δημοσιονομικές προκλήσεις της γεωπολιτικής κρίσης
Και με τη στήριξη της οικονομίας σε μία περίοδο έντονων πληθωριστικών πιέσεων και ακραία ευμετάβλητων συνθηκών, τι γίνεται; Υπάρχουν τα δημοσιονομικά περιθώρια για παρεμβάσεις; Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, δεν είναι και τόσο απλές. Καταρχήν, η κυβέρνηση ανακοίνωσε τέσσερα νέα μέτρα, συνολικού κόστους 1,1 δισ. ευρώ, για την ενίσχυση νοικοκυριών (κυρίως της μεσαίας τάξης και των πιο ευάλωτων) και επιχειρήσεων από την ακρίβεια. Εάν σε αυτά προστεθούν, όπως είπε ο υπουργός, τα μέτρα που ήδη συζητούνται στη Βουλή (μείωση ΕΝΦΙΑ, επιδότηση αγροτικού καυσίμου, λιπάσματα κ.ά.), το κόστος ανέρχεται σε 1,7 δισ. ευρώ.
«Ανάσες» σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις
Αρκούν αυτές οι παρεμβάσεις; Προφανώς και όχι. Άλλωστε, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, κατά την παρουσίαση των μέτρων επεσήμανε ότι, εκ των πραγμάτων, τα μέτρα που λαμβάνονται, θα ανακουφίσουν κυρίως αυτούς που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη, προσφέροντας σημαντικές «ανάσες» σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Αλλά δεν θα μπορέσουν να καλύψουν το σύνολο του αυξημένου κόστους της καθημερινότητάς τους. Μπαίνει ένα «φρένο» στις αυξήσεις, αλλά δεν καλύπτονται πλήρως, ενώ τα μέτρα δεν αποκλίνουν από τις αντοχές της οικονομίας. Οι παρεμβάσεις λοιπόν, είναι μετρημένες και στοχευμένες, μέσω της αξιοποίησης των περιορισμένων πόρων του κρατικού προϋπολογισμού.
Οι επιπτώσεις του πολέμου αναμένεται να οδηγήσουν σε έντονες δημοσιονομικές πιέσεις τόσο από την πλευρά των εσόδων (λόγω οικονομικής επιβράδυνσης) όσο και από την πλευρά των δαπανών (πίεση για κάλυψη ενεργειακού κόστους), σύμφωνα και με το ΓΠΚΒ. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, ακόμα και αν αποφασιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια παράταση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και για το 2023 ή μια ενδεχόμενη εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες, οι δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας μας είναι περιορισμένες.
Οι πρωτοφανείς επεκτατικές πολιτικές που ασκήθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας έχουν προκαλέσει μια σωρευτική δημοσιονομική επιδείνωση της τάξης των 30 δις ευρώ. Ο συνδυασμός μειωμένων φορολογικών εσόδων και αυξημένων δαπανών, παρότι αναγκαίος στις έκτακτες συνθήκες, δεν είναι βιώσιμος μεσοπρόθεσμα. Το ύψος του πρωτογενούς ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης και του δημόσιου χρέους σε συνδυασμό με την απουσία επενδυτικής βαθμίδας καθιστούν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ιδιαίτερα ευάλωτα σε ενδεχόμενες διαταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές, παρά τη στήριξη από την ΕΚΤ.
Με βάση τα παραπάνω η επαναφορά της δημοσιονομικής ισορροπίας αποτελεί μείζονα προτεραιότητα. Συνεπώς, όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, και το ΓΠΚΒ εκτιμά, ότι, οι όποιες επεκτατικές παρεμβάσεις πρέπει να είναι προσωρινές και να περιοριστούν αποκλειστικά στην απορρόφηση του αυξημένου ενεργειακού κόστους με στόχευση στις ευάλωτες ομάδες. Αντίθετα, θα πρέπει να αποφευχθούν οριζόντιες παρεμβάσεις καθώς και μόνιμα μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης που δεν σχετίζονται με το ενεργειακό κόστος.
Κίνδυνος από την πολιτική πόλωση
Κατανοείται ότι η έντονη πολιτική πόλωση που επικρατεί δεν ενθαρρύνει τη δημοσιονομική υπευθυνότητα. Όμως η παράδοση της δημοσιονομικής πλειοδοσίας δεν καθιστά λιγότερο επιτακτική την ανάγκη προετοιμασίας απέναντι σε προκλήσεις με άγνωστη διάρκεια και έκβαση. Η δημοσιονομική ασφάλεια της χώρας απαιτεί μια ελάχιστη πολιτική συναίνεση πάνω στους κύριους άξονες στρατηγικής που θα ενισχύσει το κλίμα οικονομικής εμπιστοσύνης, θα βελτιώσει το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, και κατ’ επέκταση θα καταστήσει περισσότερο διαχειρίσιμες τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Διαφορετικά, αν η χώρα μας οδηγηθεί σε νέα αύξηση του δημόσιου χρέους, κινδυνεύει να αντιμετωπίσει δυσάρεστες δημοσιονομικές καταστάσεις.
Τον δρόμο «έδειξε» το Eurogroup
Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση κινήθηκε μέσα στο πλαίσιο που έβαλε στις χώρες – μέλη της Ευρωζώνης το πρόσφατο Eurogroup. Ειδικότερα, στην ανακοίνωση τους οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης επισήμαναν, ότι οικονομικός αντίκτυπος του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας δεν απαιτεί τον ισχυρό συντονισμό της δημοσιονομικής πολιτικής στην ευρωζώνη για να αντιμετωπιστούν οι αυξημένοι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες, καθώς και ο αντίκτυπο στην οικονομία. Οι δημοσιονομικές πολιτικές πρέπει να παραμείνουν ευέλικτες και ευπροσάρμοστες.
Παράλληλα, θα εξεταστούν επειγόντως συγκεκριμένες επιλογές, με βάση την ανακοίνωση της Επιτροπής της 8ης Μαρτίου 2022 για την αντιμετώπιση του αντίκτυπου των αυξημένων τιμών της ενέργειας στους πολίτες και τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στους ευάλωτους πολίτες και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η δημοσιονομική καθοδήγηση που συμφωνήθηκε στο Eurogroup θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης.
Διαφοροποίηση των δημοσιονομικών στρατηγικών
Την ίδια ώρα ωστόσο, το Eurogroup σημείωσε ότι υπό το φως της τρέχουσας αξιολόγησης της οικονομικής κατάστασης, απαιτείται διαφοροποίηση των δημοσιονομικών στρατηγικών μεταξύ των κρατών μελών. Αυτό θα συμβάλει επίσης στην επίτευξη μιας ισορροπημένης συνολικής δημοσιονομικής θέσης στη ζώνη του ευρώ. Πιο συγκεκριμένα, με σκοπό τη διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέους, σε κράτη μέλη με υψηλό δημόσιο χρέος, συμφωνήθηκε ότι η έναρξη μιας σταδιακής δημοσιονομικής προσαρμογής για τη μείωση του δημόσιου χρέους τους είναι σκόπιμη, εφόσον το επιτρέπουν οι συνθήκες.
Αυτή η προσαρμογή θα πρέπει να ενσωματωθεί σε μια αξιόπιστη μεσοπρόθεσμη στρατηγική που συνεχίζει να προωθεί τις επενδύσεις και τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση και τη βελτίωση της σύνθεσης των δημόσιων οικονομικών. Από την άλλη πλευρά, τα κράτη μέλη με χαμηλά και μεσαία επίπεδα χρέους θα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στην επέκταση των δημοσίων επενδύσεων όπου είναι απαραίτητο. Όλα αυτά θα συνέβαλαν στην επίτευξη μιας κατάλληλης συνολικής πολιτικής.
Ως εκ τούτου, όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να αυξήσουν την ανθεκτικότητα των οικονομιών τους και να προωθήσουν και να προστατεύσουν υψηλής ποιότητας εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις για να θέσουν τα θεμέλια για υψηλή βιώσιμη ανάπτυξη και να επιτύχουν τους διπλούς στόχους μετάβασης. Σε κάθε περίπτωση, η μετάβαση από μια συνολική υποστηρικτική δημοσιονομική στάση στη ζώνη του ευρώ σε μια γενικά ουδέτερη συνολική δημοσιονομική στάση το επόμενο έτος φαίνεται να είναι η κατάλληλη.