Περαιτέρω μείωση του ελληνικού χρέους, προς το 125% του ΑΕΠ έως το 2030 (από 153,6% το 2024 και 210% το 2020), δηλαδή σε επίπεδα σημαντικά χαμηλότερα σε σχέση με την Ιταλία,  προβλέπει η Scope Ratings. Ωστόσο, ο οίκος αξιολόγησης τονίζει ότι η Αθήνα θα πρέπει να εξαρτάται λιγότερο από τον δανεισμό του επίσημου τομέα και περισσότερο από τη χρηματοδότηση μέσω των αγορών, για να βελτιώσει τη ρευστότητα, να διευρύνει τη δεξαμενή των εγχώριων επενδυτών και να διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους.

Όπως σημειώνουν οι αναλυτές της Scope, η πρόωρη αποπληρωμή των δανείων του πρώτου μνημονίου αναμένεται να εξομαλύνει το προφίλ εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους και να μειώσει τον κίνδυνο αναχρηματοδότησης μετά το 2032.

Μία ενίσχυση των διαπραγματεύσιμων ομολόγων στο δανειακό μείγμα της Ελλάδας, παράλληλα με τη διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας θα ενίσχυε το πλαίσιο χρηματοδότησης της χώρας, έστω και εάν αυτό σήμαινε ότι η Αθήνα θα εξαρτιόταν από μια δυνητικά πιο ευμετάβλητη επενδυτική βάση -εγχώριων  και ξένων επενδυτών- τονίζει ο οίκος.

Παράλληλα, μια τέτοια στροφή θα βοηθήσει στην εμβάθυνση των εγχώριων αγορών, τη βελτίωση της πρόσβασης στις αγορές για τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις και την αύξηση της ευελιξίας του χρηματοοικονομικού συστήματος. Μια καμπύλη κρατικών ομολόγων με μεγαλύτερη ρευστότητα θα παρείχε επίσης ένα καλύτερο σημείο αναφοράς για την τιμολόγηση, κάτι που  θα διευκόλυνε την αποδοτικότερη κατανομή κεφαλαίων στην οικονομία.

Αυτή τη στιγμή, το ελληνικό χρέος έχει μέση ωρίμανση 18,9 ετών, καθώς το 73% βρίσκεται στα χέρια του επίσημου τομέα. ESM και EFSF ελέγχουν περίπου το μισό χρέος, δίνοντας πολύ ευνοϊκά επιτόκια.

Αυτή η δομή μπορεί  να φέρνει χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης (πληρωμές τόκων μόλις στο 2,3% του ΑΕΠ το 2024 που αναμένεται να αυξηθούν ελαφρώς στο 2,7% έως το 2030), όμως συνεπάγεται και μια ρηχή αγορά ομολόγων, που αποτρέπει την συμμετοχή επενδυτών και μειώνει την χρηματοοικονομική ευελιξία.

Η Ιταλία, αντίθετα, έχει ισχυρή ζήτηση από εγχώριους επενδυτές για τα ομόλογά της, κάτι που σημαίνει ότι έχει σημαντική ρευστότητα στην δευτερογενή αγορά και άρα μπορεί να διατηρεί υψηλότερο χρέος, καθώς απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα μιας αγοράς ομολόγων με τη μεγαλύτερη ρευστότητα στην Ευρωζώνη.

Στο πλαίσιο αυτό, η Scope εκτιμά ότι την ώρα που το ελληνικό χρέος θα πέφτει προς το 125% έως το 2030, με τη βοήθεια της δημοσιονομικής βελτίωσης και του ακόμα χαμηλού επιτοκιακού βάρους, εκείνο της Ιταλίας αναμένεται να αυξηθεί οριακά, γύρω στο 137% του ΑΕΠ έως το 2030 (από 135% το 2024).

Διαβάστε ακόμη: