Αντιμέτωπες με δημοσιονομικές δυσκολίες, που θα μπορούσαν ακόμα και να οδηγήσουν σε μία κρίση εμπιστοσύνης, θα βρεθούν  τα επόμενα χρόνια χώρες της Ευρωζώνης, προειδοποιεί η Scope, λόγω ενός συνδυασμού χαμηλής ανάπτυξης, υψηλότερου επιτοκιακού κόστους και αυξημένων αναγκών για κοινωνικές, περιβαλλοντικές και αμυντικές δαπάνες.

Μπροστά σε αυτές τις δημοσιονομικές προκλήσεις, οι κυβερνήσεις θα κληθούν να κάνουν σημαντικούς συμβιβασμούς τονίζουν οι αναλυτές του οίκου αξιολόγησης, επισημαίνοντας ότι οι αδύναμες κυβερνήσεις που δυσκολεύονται να εφαρμόσουν με συνέπεια ένα μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχέδιο, κινδυνεύουν να υποστούν υποβαθμίσεις ή ακόμα και να χάσουν την εμπιστοσύνη των αγορών (όπως έδειξε το πρόσφατο παράδειγμα της Βρετανίας).

Σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα, και άλλες χώρες που χτυπήθηκαν από την κρίση, όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Κύπρος,  απολαμβάνουν τους καρπούς των σημαντικών μεταρρυθμίσεων που έκαναν στο πλαίσιο των μνημονίων, με αποτέλεσμα να εμφανίζουν πιο ευνοϊκή μακροοικονομική τροχιά.

Αντίθετα, η Scope δείχνει να ανησυχεί ιδιαίτερα για τη Γαλλία και το Βέλγιο.

Συγκεκριμένα, ο οίκος προειδοποιεί ότι περιμένει μέτρια ανάπτυξη 1% το 2024 και 1,8% το 2025 στην Ευρωζώνη, τονίζοντας ότι είναι κρίσιμο να αυξηθούν οι μακροπρόθεσμοι δυνητικοί ρυθμοί ανάπτυξης από τα τρέχοντα επίπεδα του 1,4%.

Η ανησυχία της Scope είναι ότι η απόκλιση των επιπέδων των χρεών μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης σημαίνει ότι αποκλίνει και η ικανότητά τους να απαντήσουν σε ένα νέο σοκ, ενώ παράλληλα απειλεί να περιπλέξει τυχόν μελλοντικές συζητήσεις για την αλληλεγγύη και τον επιμερισμό του δημοσιονομικού ρίσκου μέσα στην ένωση.

Και όλα αυτά, σε ένα φόντο αυξημένων πληρωμών για τόκους, καθώς τα χρέη της πανδημίας αναχρηματοδοτούνται τώρα σε υψηλότερα επιτόκια. Σύμφωνα  με τους υπολογισμούς της Scope, Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία και Ισπανία θα πληρώσουν σχεδόν 170 δισ. ευρώ περισσότερα σε τόκους το 2028 από ό,τι το 2020.

Η μέτρια ανάπτυξη, τα υψηλά χρέη και οι αυξανόμενες πληρωμές για τόκους, συμπίπτουν με πιέσεις για υψηλότερες δαπάνες και επενδύσεις και επιδεινώνονται λόγω των δυσμενών δημογραφικών τάσεων. Οι τάσεις αυτές υπολογίζεται ότι θα ασκήσουν πίεση της τάξης της 1,5 ποσοστιαίας μονάδας του ΑΕΠ στους προϋπολογισμούς, κατά μέσο όρο, τα επόμενα χρόνια.

Επιπλέον, οι δαπάνες που απαιτούνται για την ενεργειακή μετάβαση υπολογίζονται στο 0,5% με 1% του ΑΕΠ ετησίως έως το 20250 (μόνο από τον δημόσιο τομέα), οι ανάγκες για αμυντικές δαπάνες ανέρχονται σε κάποιες περιπτώσεις γύρω στο  0,5% με 1% του ΑΕΠ (χωρίς να συνυπολογίζεται η στήριξη της Ουκρανίας), ενώ οι κρατικοί προϋπολογισμοί πιέζονται επίσης από τις πολιτικές για τη στήριξη της βιομηχανίας.

Συνολικά, η Scope υπολογίζει ότι οι πολιτικές που βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα της Ευρώπης συνεπάγονται υψηλότερες ανάγκες δαπανών και επενδύσεων γύρω στο 3-4% του ΑΕΠ, σε μία περίοδο όπου η ανάπτυξη είναι τουλάχιστον ήπια.

Αυτό σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να κάνουν δύσκολους συμβιβασμούς ανάμεσα στη μεταρρύθμιση των γενναιόδωρων συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας, τη χρηματοδότηση των πράσινων φιλοδοξιών τους, την επίτευξη των στόχων για αμυντικές δαπάνες ή την αύξηση φόρων.

Το ποιες προτεραιότητες θα θέσουν διαφέρει ανάμεσα στα διαφορετικά κράτη, όμως η Scope τονίζει ότι για αρκετές χώρες, ο εφησυχασμός είναι ο βασικός κίνδυνος.

Οι αδύναμες κυβερνήσεις καθυστερούν τις μεταρρυθμίσεις και σε κάποιο σημείο θα βρεθούν αντιμέτωπες με κρίση εμπιστοσύνης, κάτι που σημαίνει ότι θα αναγκαστούν να εφαρμόσουν ad hoc μέτρα λιτότητας.

Και αυτό, καθώς σε αντίθεση με όσα συνέβησαν στις χώρες των μνημονίων, δεν χρησιμοποίησαν όλα τα κράτη την περίοδο της χαλαρής νομισματικής πολιτικής για να αντιμετωπίσουν τις δημοσιονομικές προκλήσεις τους.

Για παράδειγμα, Γαλλία και Βέλγιο δεν αναγνώρισαν τους οικονομικούς περιορισμούς τους, με αποτέλεσμα να απειλούνται τώρα με υποβάθμιση της αξιολόγησής τους από τη  Scope.

Τα σχέδια των δύο αυτών κυβερνήσεων στοχεύουν μόνο στην  σταθεροποίηση του χρέους στα τρέχοντα, υψηλά επίπεδα, κάτι που σημαίνει ότι τα χρέη θα αυξηθούν μόλις παρουσιαστεί η επόμενη κρίση.

Άλλωστε, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές, το χρέος του Βελγίου θα είναι, έως το 2028, το τρίτο υψηλότερο στην Ευρώπη, μετά από εκείνα της Ελλάδας και της Ιταλίας.

Διαβάστε ακόμη: