Ο Φράνσις Άλμπερτ «Φρανκ» Σινάτρα (Francis Albert “Frank” Sinatra), γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1915 στο Χόμποκεν του Νιου Τζέρσι από γονείς Ιταλούς μετανάστες.Στη διάρκεια μιας πολυετούς καριέρας, από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90, υπήρξε ένας από τους πιο αγαπητούς ερμηνευτές στο χώρο της διασκέδασης.
Ήταν μοναχογιός του Σικελού μποξέρ και πυροσβέστη Αντονίνο Μαρτίνο Σινάτρα, και της επίσης Ιταλίδας νοσοκόμας Ναταλίνα Γκαραβέντα, που μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη του 19ου αιώνα. Όλη η οικογένεια κακομάθαινε τον μικρό Φρανκ με ακριβά δώρα και ρούχα. Εκείνος, όμως, ήταν «αλητάκι» και μάλιστα για ένα διάστημα έδρασε ως αρχηγός μιας συμμορίας μικροκλεφτών.
Ίσως το πιο «σημαδιακό» γεγονός στη ζωή του ήταν η ίδια του η γέννηση, καθώς έβγαινε από την κοιλιά της μητέρας του, όχι μόνο κόπηκε ο λοβός του αριστερού του αφτιού, αλλά και ο λαιμός του τραυματίσθηκε επικίνδυνα από τη λαβίδα του γιατρού. Όλοι νόμιζαν ότι το μωρό γεννήθηκε νεκρό, ευτυχώς επενέβη έγκαιρα η γιαγιά του, η οποία τον έβαλε κάτω από κρύο νερό και τον έσωσε.
Έδειξε νωρίς την προτίμησή του στο μπελκάντο (ιταλ. bel canto) και ως έφηβος αποφάσισε να στραφεί επαγγελματικά στο τραγούδι όταν το 1933 άκουσε για πρώτη φορά ζωντανά τον Μπιγκ Κρόσμπι. Μετά τη διάκρισή του σε μία ραδιοφωνική εκπομπή ταλέντων, ο νεαρός με τα ρουφηγμένα μάγουλα και τα έντονα ζυγωματικά έπιασε δουλειά σ’ ένα μικρό κλαμπ του Νου Τζέρσι, όπου προσέλκυσε την προσοχή του τρομπετίστα και μπαντ-λίντερ Χάρι Τζέιμς. Παρά την απουσία μουσικής παιδείας, κατάφερε γρήγορα να προκαλέσει την προσοχή του τρομπετίστα Χάρι Τζέιμς, ο οποίος τον προσέλαβε ως τραγουδιστή στην ορχήστρα του το 1939. Λίγο αργότερα, το 1940, εντάχθηκε στην μπάντα του Τόμι Ντόρσεϊ και σύντομα η καριέρα του άρχισε να απογειώνεται.
Οι προσεγμένοι στίχοι των τραγουδιών του, ερωτικοί, όμως λιγότερο αφελείς από το συνηθισμένο, και ο τρόπος με τον οποίο τόνιζε ή «έπνιγε» τις λέξεις, διέφεραν από οτιδήποτε είχε ακούσει ως τότε η αμερικανική νεολαία. Τα μέρη όπου εμφανιζόταν γέμιζαν από κοπέλες στα πρόθυρα της λιποθυμίας και γύρω από το πρόσωπό του δημιουργήθηκε μια υστερία που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τα μετέπειτα φαινόμενα του Έλβις Πρίσλεϊ και των Beatles. Σ’ αυτό συνέβαλε και η εμφάνισή του στη μεγάλη οθόνη, ερμηνεύοντας τις μπαλάντες του σε μιούζικαλ. Είχε κάνει το κινηματογραφικό του ντεμπούτο το 1941 στην ταινία «Las Vegas Nights».
Η Φωνή
Οι θαυμαστές του τού έδωσαν το παρατσούκλι που θα ζήλευε κάθε αοιδός: Η Φωνή. Όμως, ένα βράδυ του 1952 στο μοδάτο κλαμπ Copacabana της Νέας Υόρκης η διάσημη φωνή σίγησε, καθώς οι φωνητικές χορδές του είχαν ματώσει. Η δισκογραφική εταιρεία του έκανε ότι δεν τον ήξερε και όλοι τον ξέγραψαν.
Το 1953 ικέτεψε την Columbia να του δώσει ένα ρόλο στην ταινία «Από εδώ ως την αιωνιότητα», με προσβλητικά χαμηλή αμοιβή. Εξαργύρωσε την απόφασή του αυτή με το Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου κι επανήλθε δριμύτερος. Η φωνή του ήταν πλέον πιο ώριμη, τα τραγούδια του απέπνεαν την εμπειρία του άντρα που πέρασε πολλά και νίκησε τις κακοτοπιές.
Ο «Φράνκι» έγινε ο σούπερ-σταρ της μουσικής βιομηχανίας και του κινηματογράφου, ένας από τους πλουσιότερους τραγουδιστές του αιώνα. Του άρεσε πολύ να δουλεύει με τους φίλους του, να γυρίζουν μαζί ταινίες και μετά να πηγαίνουν στα καλύτερα πάρτι ως το πρωί. Έτσι, δημιουργήθηκε στις αρχές του 1960 το περίφημο «Rat Pack», η ιστορική ανδροπαρέα του Σινάτρα και των Ντιν Μάρτιν, Σάμι-Ντέιβις Τζούνιορ, Πίτερ Λόφορντ και Τζόι Μπίσοπ.
Το 1971 δήλωσε ότι αποσύρεται, δεν κατάφερε όμως να κρατηθεί μακριά από το μικρόφωνο περισσότερο από δύο χρόνια.
Η “Dolce vita”
Ο Φρανκ Σινάτρα έζησε έντονη ζωή. Είχε όποια γυναίκα επιθυμούσε και παντρεύτηκε τέσσερις φορές. Είχε τρία παιδιά από την πρώτη του σύζυγο Νάνσι Μπαρμπάτο (1939-1951) την γνωστή τραγουδίστρια Νάνσι Σινάτρα (γ. 1940), τον τραγουδοποιό και μαέστρο Φρανκ Σινάτρα τζούνιορ (γ.1944) και τη θεατρική και κινηματογραφική παραγωγό Τίνα Σινάτρα (γ.1948).
Έκανε τρεις επιπλέον γάμους με την Άβα Γκάρντνερ (1951-1957), τη Μία Φάροου (1966-1968) και τη Μπάρμπαρα Μαρξ, πρώην σύζυγο του Ζέπο Μαρξ (από το 1976 μέχρι το θάνατό του 1998).
Ο γάμος του με τη Μία Φάροου ήταν τόσο ξαφνικός που δεν μπόρεσε να παραστεί κανείς. Ούτε καν τα παιδιά και οι στενοί τους φίλοι. Οι δημοσιογράφοι αναστατώθηκαν. Έμαθαν την είδηση από τα ραδιόφωνα και ξεκίνησαν αμέσως για το Λας Βέγκας, αλλά η απεργία πέντε αεροπορικών εταιριών τούς καθήλωσε στα αεροδρόμια. Όταν, τελικά, έφθασαν, έμαθαν ότι οι νεόνυμφοι είχαν φύγει με το ιδιωτικό αεροπλάνο του Σινάτρα. Οι μοναδικές μαρτυρίες από το αστραπιαίο γεγονός είναι οι φωτογραφίες που τράβηξε η πολιτεία του Λας Βέγκας ύστερα από τον γάμο, στην κοπή της γαμήλιας τούρτας, παρουσία του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου Σαντς.
Υπήρξε στενός φίλος και υποστηρικτής του Τζον Φ. Κένεντι και του Ρόναλντ Ρίγκαν. Πολλοί τον κατηγόρησαν ότι είχε διασυνδέσεις με την ιταλική Μαφία και αρκετά από τα ονόματα των συνεργατών του περιέχονταν σε «ύποπτους» φακέλους του FBI. Αυτός ήταν και ο λόγος που έχασε την άδεια του καζίνου του στο Λας Βέγκας. Η πόλη, όμως, αναγνώρισε την προσφορά του, δίνοντας το 2001 το όνομά του σε μία κεντρική λεωφόρο της.
To τέλος
Τη δεκαετία του 1990 συνέπραξε με διάφορους αστέρες του σύγχρονου μουσικού στερεώματος, όπως ο Μπόνο των U2 και συνέχισε να τραγουδά ως τον Φεβρουάριο του 1995, οπότε άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας.
Η «φωνή» έμελλε να σιγήσει για πάντα, από έμφραγμα στις 14 Μαΐου του 1998, στο Λος Άντζελες, σε ηλικία 82 ετών.