O Ρόμπερτ Χάνσεν (Robert Hanssen) στις 18 Φεβρουαρίου 2001 γύρισε τον επισκέπτη φίλο του στο αεροδρόμιο, επιστρέφοντας προς το σπίτι του στη Βιέννη της Βιρτζίνια, σταμάτησε στο Πάρκο Foxstone. Κόλλησε ένα κομμάτι γάζας στην πινακίδα έξω από την είσοδο του πάρκου (ΥΓ.1). Ο Χάνσεν έπειτα περπάτησε μέσα στο κρύο πάρκο προς μια ξύλινη γέφυρα και τοποθέτησε μια σφραγισμένη μαύρη σακούλα σκουπιδιών σε ένα μυστικό σημείο κοντά στη βάση της γέφυρας.
O Χάνσεν γρήγορα, αλλά διακριτικά, επέστρεψε στο αυτοκίνητό του. Αλλά προτού κατορθώσει να φτάσει σε αυτό, πετάχτηκε μια ομάδα αξιωματικών του FBI που τον σημάδευαν με τα όπλα στο πρόσωπο φωνάζοντας: «Ακίνητος!»
Καθώς οι πράκτορες του FBI έβαζαν χειροπέδες στον Χάνσεν, τους έκανε μόνο μία ερώτηση: «Γιατί σας πήρε τόσο πολύ;»
Ο Χάνσεν είχε ήδη πιαστεί μία φορά να κατασκοπεύει για τη Σοβιετική Ένωση, μόλις τρία χρόνια μετά την είσοδό του στο FBI το 1976. Αλλά δεν ήταν ο κλάδος των μυστικών υπηρεσίων που τον έπιασε. Ήταν η σύζυγός του, Bonnie, που ανακάλυψε ότι είχε παρτίδες με τους Ρώσους, αφού τον βρήκε να τρέχει να κρύψει κάποια έγγραφα στο υπόγειο του σπιτιού τους.
Όταν πίεσε τον Hanssen, της είπε ότι «απλώς εξαπατούσε τους Ρώσους και τους τροφοδοτούσε με ψεύτικες πληροφορίες», δήλωσε αυτή αργότερα στους New York Times. «Ποτέ δεν είπε ότι κατασκόπευε. Του είπα ότι πίστευα ότι ήταν τρελό».
Αλλά ο Χάνσεν, ο οποίος είχε πρόσφατα τοποθετηθεί στην μονάδα αντικατασκοπίας για να επικεντρωθεί στη Σοβιετική δραστηριότητα, δεν εξαπατούσε τους Ρώσους. Ήταν κατασκόπος των Ρώσων και εργαζόταν για την Σοβιετική στρατιωτική μυστική υπηρεσία από το 1979.
Σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα είχε ήδη σφραγίσει τη μοίρα του στρατηγού της GRU (Σοβιετική στρατιωτική μυστική υπηρεσία), Ντμίτρι Πολυάκοφ (Dmitri Polyakov), ενός από τους σημαντικότερους πράκτορες των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος κατασκόπευε για τις Αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες από τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Λίγο μετά αφού ενημέρωσε ο Hanssen τους Ρώσους, ο Polyakov φυλακίστηκε και αργότερα εκτελέστηκε.
Ως συντηρητική Καθολική, η Bonnie Hanssen ζήτησε να δει έναν ιερέα να συζητήσει τη δραστηριότητα του Ρόμπερτ. Ο Robert P. Bucciarelli, ένας ιερέας που συνδέεται με την συντηρητική καθολική οργάνωση, Opus Dei (ΥΓ.2), στην οποία είχαν προσχωρήσει αρκετά χρόνια νωρίτερα, κάλεσε τον Χάνσεν να δωρίσει τα χρήματα των Σοβιετικών σε φιλανθρωπικούς σκοπούς, να ορκιστεί ότι δεν θα κατασκοπεύσει ξανά, να εξομολογηθεί τις αμαρτίες του και να ζητήσει συγχώρεση από τον Θεό. Να κάνει αυτά τα πράγματα και οι Χάνσεν θα είχαν την ευλογία του Bucciarelli ότι δεν θα αναφέρει το θέμα στο FBI.
Αν και ο Χάνσεν είχε ξοδέψει τα περισσότερα από τα 30.000 δολάρια που έλαβε από τους Σοβιετικούς μέχρι τότε, άρχισε να κάνει μικρές πληρωμές σε μια φιλανθρωπία που συνδέεται με την Καθολική Μητέρα Τερέζα. Το χρέος που ο Hanssen ξεπλήρωνε σχεδόν χρεοκόπησε την οκταμελή οικογένεια, αλλά διαβεβαίωσε την Bonnie ότι έκανε ό,τι υποσχέθηκε.
Στις 4 Οκτωβρίου 1985, ο Χάνσεν έστειλε μια επιστολή απευθυνόμενη σε αξιωματικό της KGB στην Ουάσιγκτον. Στο εσωτερικό υπήρχε άλλη μία με την ένδειξη «Μην την ανοίξετε. Πηγαίνετε αυτόν τον φάκελλο κλειστό στον Viktor I. Cherkashin».
Ο Cherkashin, ο επικεφαλής της αντικατασκοπίας στην Σοβιετική Πρεσβεία, ήταν συνταγματάρχης της KGB, ειδικευμένος στον χειρισμό διπλών πρακτόρων. Μέσα σε αυτό το δεύτερο φάκελο υπήρχε μια ανώνυμη προσφορά για να στείλει ένα θυσαυρό από απόρρητα έγγραφα στην KGB με αντάλλαγμα 100.000 δολάρια. Πρότεινε επίσης ένα σχέδιο για να συνεχίσει να πουλάει παρόμοια μυστικά.
«Είναι από ορισμένα από τα πιο ευαίσθητα και πιο τμηματικά έργα της κοινότητας των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ», έγραψε ο αποστολέας, ο οποίος αποκάλεσε τον εαυτό του ως “Β”. «Όλα είναι πρωτότυπα για να βοηθήσουν στην επιβεβαίωση της αυθεντικότητάς τους».
Ο “Β” κατονόμασε επίσης τρεις αξιωματικούς της KGB που είχαν στρατολογηθεί από τις ΗΠΑ. Αμέσως μετά, οι τρεις αξιωματικοί ανακλήθηκαν στη Μόσχα όπου οι δύο εκτελέστηκαν (Valery Martinov, Sergei Motorin) και ο ένας τοποθετήθηκε σε στρατόπεδο εργασίας (Boris Yushin). Αυτή η αρχική επικοινωνία προκάλεσε σποραδικές ανταλλαγές πληροφοριών και μετρητών μεταξύ του Χάνσεν και της KGB που κράτησε μέχρι τον Δεκέμβριο του 1991.
Ο Χάνσεν ήταν συγκεκριμένος στο πώς θα έπρεπε να του απευθύνονται και πώς θα έκανε την δουλειά του. Χρησιμοποίησε και άλλα ψευδώνυμα, όπως Ραμόν Γκαρσία και Τζιμ Μπέικερ, αλλά οι χειριστές του είχαν εντολή να του απευθύνονται μόνο ως «αγαπητέ φίλε». Όταν οι επαφές του από την Μόσχα, του πρότειναν διαφορετικά σημεία ανταλλαγής ή να συναντήσει Σοβιετικούς πράκτορες πρόσωπο με πρόσωπο, εκείνος αρνιόταν.
«Είμαι πολύ πιο ασφαλής αν ξέρετε λίγα για μένα», έγραψε το 1988. «Κανείς από εμάς δεν είναι παιδί όσον αφορά αυτά τα πράγματα. Με την πάροδο του χρόνου, μπορώ να σταματήσω τις απώλειές σας αντί να γίνω μία από αυτές».
Μέχρι το 1991, ο Χάνσεν άρχισε να αισθάνεται ότι θα μπορούσε να γίνει μία από αυτές τις απώλειες και έκοψε τις επαφές του με την Μόσχα, καθιστώντας τον ρόλο του διπλού πράκτορα αδρανή για οκτώ χρόνια. Το 1999 ήρθε ξανά σε επαφή, αλλά ένας διαφορετικός συσχετισμός δύναμης με νέους παίκτες βρισκόταν σε ισχύ μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης -μια κατάσταση που ο Χάνσεν δεν είχε εξερευνήσει σωστά.
Παρά τα συνεχή λάθη, παρέμεινε ασύλληπτος
Το 1988 «διέπραξε σοβαρή παραβίαση ασφαλείας» αποκαλύπτοντας μυστικές πληροφορίες σε έναν Σοβιετικό αποστάτη κατά τη διάρκεια μιας αναφοράς (debriefing). Οι υφιστάμενοί του πράκτορες ανέφεραν αυτή την παραβίαση σε έναν προϊστάμενο, αλλά δεν έγινε καμία ενέργεια.
Το 1990, ο κουνιάδος του Χάνσεν, Mark Wauck, ο οποίος ήταν επίσης υπάλληλος του FBI, συνέστησε στο Γραφείο να ερευνηθεί ο Hanssen για κατασκοπεία: αυτό προέκυψε όταν η αδελφή της Bonnie Hanssen, Jeanne Beglis, βρήκε μια στοίβα από μετρητά πάνω σε μια συρταριέρα στο σπίτι των Χάνσεν.
Η Bonnie είχε πει στο παρελθόν στον αδελφό της ότι ο Χάνσεν μίλησε κάποτε ότι μετά την συνταξιοδότησή του θα έμενε στην Πολωνία, τότε μέρος του Ανατολικού μπλοκ. Ο Wauck γνώριζε επίσης ότι το FBI κυνηγούσε ένα διπλό πράκτορα και έτσι μίλησε με τον προϊστάμενό του, ο οποίος δεν έκανε καμία ενέργεια.
Το 1992 πήγε ο ίδιος στην Ρωσική πρεσβεία και πλησίασε έναν αξιωματικό της GRU στο γκαράζ. Ο Χάνσεν, κρατώντας ένα πακέτο εγγράφα, αποκάλεσε τον εαυτό του με το Σοβιετικό κωδικό του όνομα “Ramon Garcia” και περιέγραψε τον εαυτό του ως έναν «δυσαρεστημένο πράκτορα του FBI» ο οποίος προσέφερε τις υπηρεσίες του ως κατάσκοπος.
Ο Ρώσος αξιωματικός, ο οποίος προφανώς δεν αναγνώρισε το κωδικό όνομα, έφυγε. Στη συνέχεια, οι Ρώσοι υπέβαλαν επίσημη διαμαρτυρία στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, πιστεύοντας ότι ο Χάνσεν είναι τριπλός πράκτορας. Παρά το γεγονός ότι έδειξε το πρόσωπό του, αποκάλυψε το κωδικό όνομά του και ότι ήταν υπάλληλος του FBI, ο Hanssen διέφυγε της σύλληψης όταν η έρευνα του Γραφείου για το περιστατικό δεν προχώρησε.
Ο Hanssen συνέχισε να ρισκάρει το 1993, όταν χάκαρε τον υπολογιστή ενός συναδέλφου πράκτορα του FBI, του Ray Mislock, εκτυπώνοντας ένα απόρρητο έγγραφο από τον υπολογιστή του Mislock και πήγε το έγγραφο στον Mislock λέγοντάς του: «Δεν με πίστευες ότι το σύστημα δεν ήταν ασφαλές».
Οι προϊστάμενοί του δεν χάρηκαν και ξεκίνησαν έρευνα. Τελικά, οι αξιωματούχοι πίστευαν τον ισχυρισμό του Hanssen ότι απλώς έδειχνε τα ελαττώματα στο σύστημα ασφαλείας του FBI. Ο Mislock από τότε πίστευε ότι ο Hanssen πιθανώς πήγε στον υπολογιστή του για να δει αν οι προϊστάμενοί του τον ερευνούσαν για κατασκοπεία και εφυήρε την ιστορία του εγγράφου για να καλύψει τα ίχνη του.
Το 1994, ο Hanssen εξέφρασε ενδιαφέρον για μεταφορά στο νέο Εθνικό Κέντρο Αντικατασκοπείας, το οποίο συντόνιζε τις αντικατασκοπευτικές δραστηριότητες. Όταν του είπαν ότι θα έπρεπε να περάσει από ανιχνευτή ψεύδους για να συμμετάσχει, ο Hanssen άλλαξε γνώμη.
Τρία χρόνια αργότερα, ο καταδικασθείς διπλός πράκτορας του FBI, Earl Edwin Pitts είπε στο Γραφείο ότι υποψιάζεται ότι ο Hanssen ήταν βρώμικος λόγω του περιστατικού με τον Mislock. Ο Pitts ήταν ο δεύτερος πράκτορας του FBI που ανέφερε ονομαστικά τον Hanssen ως πιθανό διπλό πράκτορα, αλλά οι ανώτεροι δεν είχαν ακόμα πειστεί. Δεν έγινε καμία ενέργεια.
Το προσωπικό πληροφορικής της Μονάδας IIS της Διεύθυνσης Εθνικής Ασφάλειας (NSD) στάλθηκε για να ερευνήσει τον επιτραπέζιο υπολογιστή του Χάνσεν μετά από μια αναφερόμενη αποτυχία. Ο επικεφαλής της NSD, Johnnie Sullivan διέταξε την κατάσχεση του υπολογιστή, αφού φαινόταν να έχει παραβιαστεί.
Μια ψηφιακή έρευνα διαπίστωσε ότι μια απόπειρα χακαρίσματος είχε λάβει χώρα χρησιμοποιώντας ένα πρόγραμμα σπασίματος κωδικού πρόσβασης που εγκατέστησε ο Χάνσεν, το οποίο προκάλεσε τον συναγερμό ασφαλείας και το κλείδωμα.
Μετά την επιβεβαίωση της μονάδας CART του FBI, ο Sullivan υπέβαλε έκθεση στο Γραφείο Επαγγελματικής Ευθύνης ζητώντας περαιτέρω διερεύνηση της απόπειρας χακαρίσματος του Χάνσεν. Ο Χάνσεν ισχυρίστηκε ότι προσπάθησε να συνδέσει έναν έγχρωμο εκτυπωτή στον υπολογιστή του, αλλά χρειάστηκε τον cracker του κωδικού πρόσβασης για να παρακάμψει τον κωδικό πρόσβασης του διαχειριστή. Το FBI πίστεψε την ιστορία του και ο Χάνσεν την έβγαλε μόνο με μία προειδοποίηση.
Κατά την ίδια χρονική περίοδο, ο Χάνσεν έψαχνε στο εσωτερικό ηλεκτρονικό αρχείο του του FBI να δει αν ήταν υπό έρευνα. Ήταν αρκετά αδιάκριτος ώστε να γράψει το όνομά του στις μηχανές αναζήτησης του FBI.
Αφού δεν βρήκε τίποτα, ο Χάνσεν αποφάσισε να συνεχίσει την καριέρα του ως κατάσκοπος μετά από οκτώ χρόνια χωρίς επαφή με τους Ρώσους. Βρήκε επαφή με την SVR (διάδοχο της KGB) το φθινόπωρο του 1999.Συνέχισε να διενεργεί εξαιρετικά ενοχοποιητικές έρευνες στα αρχεία του FBI ψάχνοντας το δικό του όνομα και διεύθυνση
Πώς πιάστηκε;
Το FBI, παρά τα συνεχή λάθη του Χάνσεν, έκανε αλλεπάλληλες γκάφες και δεν είχε βρει τον διπλό πράκτορα στις τάξεις του. Αφού οι έρευνες δεν οδηγούσαν πουθενά, σκέφτηκαν έναν άλλο τρόπο να μάθουν την ταυτότητα του ενόχου: Αποφάσισαν να αγοράσουν τον φάκελό του!!!
Το FBI, πλήρωσε 7 εκατομμύρια δολάρια σε έναν πρώην αξιωματικό της KGB για να παραδώσει τον φάκελό του. Το F.B.I. έλαβε έναν φάκελο μεγέθους βαλίτσας. Κανένα από τα έγγραφα δεν ανέφερε τον Χάνσεν ονομαστικά, αλλά το υλικό περιείχε τις χρονολογίες που ο άγνωστος κατασκόπος ανέφερε τις προαγωγές και τις αλλαγές στην εργασία του.
Τα έγγραφα, μερικά σε δισκέτες υπολογιστή, έδειχναν ότι ο κατάσκοπος είχε τουλάχιστον δύο φορές χρησιμοποιήσει μια πικάντικη φράση που αποδίδεται στον Στρατηγό George S. Patton. Ένας αναλυτής του Γραφείου συνέδεσε αμέσως την φράση αυτή με τον Χάνσεν, ο οποίος την είχε χρησιμοποιήσει σε συνομιλίες στο γραφείο.
Τα υπόλοιπα κομμάτια μπήκαν γρήγορα στη θέση τους. Η πορεία της καριέρας του διπλού πράκτορα ταίριαζε με την άνοδο του Hanssen στο Γραφείο και μια κασέτα που περιλαμβάνεται στο υλικό, με ημερομηνία 21 Ιουλίου 1986, περιείχε μια τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ του διπλού πράκτορα και του αξιωματικού της KGB. Η μία φωνή ήταν του Χάνσεν.
Μετά την σύλληψη του Χάνσεν, οι Ρώσοι αμέσως εντόπισαν ποιος πήρε τον φάκελό του. Αλλά ήδη ο πρώην αξιωματικός της KGB βρισκόταν στις ΗΠΑ μαζί με αρκετά μέλη της οικογένειάς του.
Το 2000, το FBI ξεκίνησε μια πλήρη επιχείρηση παρακολούθησης του Hanssen. Μέρος του σχεδίου ήταν να του δώσει μια άγνωστη αποστολή με μια μικρή ομάδα που ήξερε ότι κυνηγούσαν έναν διπλό πράκτορα.
Παραλόγως, αυτό σήμαινε ότι έδωσαν στον Hanssen πρόσβαση σε περισσότερο διαβαθμισμένες και άκρως απόρρητες πληροφορίες για να διαπιστωθεί αν αυτό θα τον οδηγούσε να κάνει λάθος.
Συνολικά, μέχρι τη σύλληψή του τον Φεβρουάριο του 2001, ο Hanssen είχε εισπράξει περίπου 1.4 εκατομμύρια δολάρια παραδίδοντας λίστες με Αμερικανούς μυστικούς πράκτορες στο εξωτερικό, τις ταυτότητες Ρώσων διπλών πρακτόρων, έγγραφα που δείχνουν ότι οι ΗΠΑ υπέκλεπαν την μετάδοση Σοβιετικών δορυφόρων και τις μεθόδους με τις οποίες οι ΗΠΑ θα ανταπέδιδαν σε περίπτωση πυρηνικής επίθεσης.
Στις 16 Μαΐου 2001, ο Χάνσεν κατηγορήθηκε για 21 κατηγορίες κατασκοπείας για λογαριασμό της Σοβιετικής Ένωσης και της Ρωσίας. Αφού αρχικά αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες, απέφυγε τη θανατική ποινή με μια συμφωνία που περιλάμβανε ποινή ισόβιας κάθειρξης χωρίς την πιθανότητα αποφυλάκισης υπό όρους.
«Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι ο ίδιος άνθρωπος που κυνηγούσε τους διαφωνούντες εργάζονταν στην πραγματικότητα για τους Σοβιετικούς», δήλωσε ο Michael Ratner, αντιπρόεδρος του Κέντρου για τα Συνταγματικά Δικαιώματα, μια ομάδα που το FBI παρακολουθούσε κατά τη διάρκεια της θητείας του Χάνσεν.
Ο λόγος που το έκανε
«Από φόβο και οργή», είπε ο Hanssen στους ανακριτές του. «Από φόβο μήπως γίνω αποτυχημένος και από φόβο μήπως δεν είμαι σε θέση να εξασφαλίσω την οικογένειά μου».
Ο Χάνσεν δήλωσε ότι είχε «οργή» για το FBI κάθε φορά που του αρνούνταν την προαγωγή και ήταν αποφασισμένος να αποδείξει ότι είχαν κάνει λάθος που δεν τον προήγαγαν καταστρώνοντας όλο και πιο μεγάλης κλίμακας κατασκοπευτικά κατορθώματα.
Ο Χάνσεν πίστευε ότι οι άλλοι πράκτορες του FBI δεν είχαν την προσήλωσή του στο Γραφείο, το οποίο, κατά την άποψή του, δεν αντιμαχόταν σωστά τους Ρώσους.
Κατά ειρωνικό τρόπο, οι αναφορές του στο FBI για την Σοβιετική επιρροή γίνονταν όλο και πιο ανησυχητικές. Μια έκθεση του FBI το 1998 με τα αρχικά του Χάνσεν προειδοποίησε ότι η Μόσχα συγκεκριμένα έψαχνε να στρατολογήσει Αμερικανούς γιατρούς, αστροναύτες, και γερουσιαστές, έφτασε μάλιστα στο σημείο να υπαινιχθεί ότι η Μόσχα μπορεί να κοιτάξει να αναμιχθεί στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές.
«Είναι πιθανό η Σοβιετική Ένωση να θεσπίσει μια νέα σειρά από επιχειρήσεις ενεργών μέτρων (ΥΓ.3) που αποσκοπούν να δυσφημίσουν εκείνους τους υποψηφίους που έχουν πρόγραμμα που δεν είναι τόσο αποδεκτό από την Σοβιετική κυβέρνηση, όσο αυτό άλλων υποψηφίων», αναφέρει η έκθεση.
ΥΓ.1: Ως σήμα στον Ρώσο κατάσκοπο ότι έχει αφήσει δέμα γι’αυτόν. Αυτό συμβαίνει σε «σημεία ανταλλαγής» (dead drop) όπου οι δύο κατάσκοποι δεν έρχονται σε επαφή μεταξύ τους. Δήλαδη αφήνει κάτι ο ένας και ο άλλος το παίρνει.
Ο καταδικασμένος πράκτορας της CIA που δούλευε για τους Σοβιετικούς, Aldrich Ames (φώτο) άφηνε σημάδια από κιμωλία σε ένα ταχυδρομικό κουτί στην Ουάσινγκτον για να δείξει στους Σοβιετικούς χειριστές τους ότι είχε αφήσει κάτι σε ένα «σημείο ανταλλαγής».
ΥΓ.2: Ο Χάνσεν παρακολουθούσε την θεία λειτουργία στις 6.30 το πρωί στο Oakcrest, κάθε μέρα για περισσότερο από 10 χρόνια. Καλούσε τους Καθολικούς συναδέλφους του στο FBI να παρακολουθούν την λειτουργία συχνότερα και κατήγγειλε τους Ρώσους, παρόλο που κατασκόπευε γι’αυτούς, ως «άθεους».
Παρόλα αυτά, μετά από πρόταση του Χάνσεν και χωρίς τη γνώση της συζύγου του, ένας φίλος του ονόματι Jack Horschauer, συνταξιούχος αξιωματικός του στρατού, μερικές φορές παρακολουθούσε τους Χάνσεν να κάνουν σεξ από το παράθυρο του υπνοδωματίου. Ο Hanssen άρχισε να βιντεοσκοπεί κρυφά τις σεξουαλικές του επαφές και μοιραζόταν τις βιντεοκασέτες με τον Horschauer.
Αργότερα έκρυψε μια βιντεοκάμερα στην κρεβατοκάμαρα που συνδεόταν με κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης έτσι ώστε ο φίλος του μπορούσε να βλέπει τους Χάνσεν από το δωμάτιο των επισκεπτών. Επίσης περιέγραφε λεπτομερώς τις σεξουαλικές λεπτομέρειες του γάμου του σε chat rooms στο Διαδίκτυο, παρέχοντας πληροφορίες επαρκείς για όσους τους γνώριζαν για να αναγνωρίσουν το ζευγάρι.
Ο Χάνσεν επισκεπτόταν συχνά στριπτιζάδικα και περνούσε μεγάλο χρονικό διάστημα με μία σπριπτιζού από την Ουάσινγκτον που λεγόταν Priscilla Sue Galey. Πήγε με τον Χάνσεν ταξίδι στο Χονγκ Κονγκ και επισκέφθηκε το εκπαιδευτικό κέντρο του FBI στο Quantico της Βιρτζίνια.
Της έδινε χρήματά, κοσμήματα και μια μεταχειρισμένη Mercedes, αλλά διέκοψε την επαφή μαζί της πριν την σύλληψή του, όταν αυτή έμπλεξε με χρήση ναρκωτικών και πορνεία. Η Galey ισχυρίζεται ότι αν και του πρότεινε να κοιμηθεί μαζί του, ο Hanssen αρνήθηκε, λέγοντας ότι προσπαθούσε να την κάνει να ασπαστεί τον Καθολικισμό.
ΥΓ.3: Ενεργά μέτρα (Ρωσικά: активные мероприятия) είναι ένας Σοβιετικός όρος για τις ενέργειες πολιτικού πολέμου που διεξήγαγαν οι Σοβιετικές και Ρωσικές υπηρεσίες ασφαλείας (Cheka, OGPU, NKVD, KGB, FSB) για να επηρεάσουν τον ρου των παγκόσμιων γεγονότων, πέραν της συλλογής πληροφοριών και της παραγωγής «πολιτικά ορθής» αξιολόγησής τους.
Τα ενεργά μέτρα κυμαίνονται από «χειραγώγηση Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης έως ειδικές ενέργειες που περιλαμβάνουν διάφορους βαθμούς βίας». Χρησιμοποιήθηκαν τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό. Περιλάμβαναν παραπληροφόρηση, προπαγάνδα, πλαστογραφία επίσημων εγγράφων, δολοφονίες και πολιτική καταστολή, όπως διείσδυση σε εκκλησίες και δίωξη αντιφρονούντων πολιτικών