Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΕ ανανέωσαν τις εκκλήσεις για διασυνοριακές τραπεζικές συγχωνεύσεις, καθώς προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις επενδύσεις πολλών τρισεκατομμυρίων ευρώ που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση του πράσινου και ψηφιακού μετασχηματισμού του μπλοκ.
To σχέδιο για μια πλήρη τραπεζική ένωση έχει «παγώσει» και οι τραπεζίτες και οι εποπτικές αρχές επισημαίνουν την απουσία ενός κοινού συστήματος εγγύησης για τους καταθέτες της Ευρωζώνης ως το μεγαλύτερο εμπόδιο στην πρόοδό του.
Το Reuters επεξηγεί το γιατί οι ελάχιστα κατανοητοί τραπεζικοί κανόνες και η έλλειψη ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων (EDIS) καθιστούν τις διασυνοριακές εξαγορές δύσκολη υπόθεση για τους ευρωπαίους τραπεζίτες, οι οποίοι διαμαρτύρονται συστηματικά για υπερβολικά εμπόδια.
Η Ευρωζώνη έχει κάνει σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση της τραπεζικής ένωσης, με τη δημιουργία ενός ενιαίου συστήματος εποπτείας υπό την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την υιοθέτηση ενός ενιαίου μηχανισμού εξυγίανσης για την αντιμετώπιση των χρεοκοπημένων τραπεζών.
Ωστόσο, οι ισχύοντες κανόνες, που δημιουργήθηκαν μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, όπως και μια σειρά από διασώσεις τραπεζών, αντανακλούν τις προσδοκίες ότι οι χώρες θα πρέπει να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε τραπεζική κρίση σε εθνικό επίπεδο.
Αυτό αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα για τις λεγόμενες χώρες υποδοχής, όπως δήλωσαν στο Reuters διάφορες ρυθμιστικές και τραπεζικές πηγές. Σημειωτέον πως σε χώρες όπως το Βέλγιο, την Κροατία και την Πορτογαλία, σημαντικό μέρος του τραπεζικού τομέα αποτελείται από τοπικές μονάδες ξένων τραπεζών.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι τράπεζες αυτές αντιπροσωπεύουν ένα μικρό κλάσμα του ενεργητικού της μητρικής εταιρείας, γεγονός που τις καθιστά σημαντικές στη χώρα υποδοχής, αλλά μικρής σημασίας για τη χώρα καταγωγής της τράπεζας.
Σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, η ρευστότητα και το κεφάλαιο περιορίζονται σε εθνικό επίπεδο, στερώντας από τους διασυνοριακούς τραπεζικούς ομίλους αυτό που θα μπορούσε να αποτελέσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Χωρίς ένα ενιαίο σύστημα καταθέσεων, έχει αποδειχθεί μέχρι στιγμής αδύνατο να ξεπεραστούν οι κανόνες που έχουν σχεδιαστεί για να διατηρούν τα τραπεζικά κεφάλαια και τη ρευστότητα εντός των συνόρων της χώρας υποδοχής της θυγατρικής.
Αυτό το καθεστώς είναι καθησυχαστικό για χώρες όπως το Βέλγιο, αφού οι τράπεζες που δραστηριοποιούνται στις αγορές τους δεν θα πρέπει να εξαρτώνται από τις μητρικές τους οντότητες για στήριξη σε περίπτωση κρίσης.
Αποθαρρύνει, όμως, τις τραπεζικές εξαγορές σε άλλες δικαιοδοσίες, διότι καθιστά αδύνατη την αποτελεσματική διαχείριση της ρευστότητας και του κεφαλαίου.
Οι τράπεζες με διασυνοριακή παρουσία πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις σχετικά με τα κεφάλαια, τη ρευστότητα και το χρέος τόσο σε επίπεδο ομίλου όσο και σε επίπεδο θυγατρικών, περιορίζοντας τις ροές εντός του ομίλου αυτού.
Τυχόν πλεονάζοντα μετρητά που παράγονται σε μια χώρα «παγιδεύονται» και δεν μπορούν να μεταφερθούν ελεύθερα πέρα από τα εθνικά σύνορα για να στηρίξουν τις δραστηριότητες του τραπεζικού ομίλου αλλού.
Το 2021, οι εκτιμήσεις των εποπτικών αρχών της ΕΚΤ υπέδειξαν ότι υπήρχαν περίπου 250 δισεκατομμύρια ευρώ ρευστών στοιχείων ενεργητικού υψηλής ποιότητας που δεν μπορούσαν να διακινηθούν ελεύθερα εντός της τραπεζικής ένωσης λόγω των διατάξεων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε εθνικό επίπεδο.
Τα παγιδευμένα περιουσιακά στοιχεία δημιουργούνται από πολλαπλά σύνολα κανόνων τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Οι εθνικοί νόμοι εφαρμόζονται επειδή τα κράτη μέλη έχουν υιοθετήσει τους κανόνες της Ε.Ε. σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις των τραπεζών, οι οποίοι με τη σειρά τους περιέχουν το διεθνώς συμφωνημένο πλαίσιο της Βασιλείας.
Καθώς βασίζονται σε εθνικούς νόμους, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις δεν μπορούν να εξαιρεθούν από τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές, οπότε οι τράπεζες πρέπει να διατηρούν κεφάλαια δεσμευμένα σε κάθε δικαιοδοσία.
Οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές μπορούν, ωστόσο, να απαλλάξουν τις τράπεζες από τις απαιτήσεις ρευστότητας σε επίπεδο θυγατρικών, επιτρέποντας στις τράπεζες να δημιουργήσουν διασυνοριακές υποομάδες ρευστότητας.
Παρά ταύτα, οι τράπεζες έχουν δείξει μέχρι στιγμής ελάχιστο ενδιαφέρον για τέτοιες εξαιρέσεις. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι τα κράτη-μέλη μπορούν να τις καταστήσουν αναποτελεσματικές εφαρμόζοντας μια άλλη σειρά κανόνων.
Ο λεγόμενος κανόνας για την αυξημένη έκθεση περιορίζει στο 25% το ποσό του κεφαλαίου μιας τράπεζας που μπορεί να είναι εκτεθειμένο σε οποιονδήποτε αντισυμβαλλόμενο.
Ένας τέτοιος κανόνας θα μπορούσε να εξαιρεθεί εντός του ομίλου, αλλά ορισμένες χώρες έχουν επιλέξει να εξακολουθούν να τον εφαρμόζουν, περιορίζοντας ουσιαστικά το πόση ρευστότητα μπορεί να μεταφέρει μια θυγατρική στη μητρική της, ακόμη και με την παρουσία εξαιρέσεων.
Σε άλλες περιπτώσεις, ορισμένες χώρες απαιτούν από τους δανειστές να καταθέτουν εξασφαλίσεις για να απαλλάξουν τους διεθνείς ομίλους από την εφαρμογή του κανόνα αυτού.
Ένα τέτοιο ρυθμιστικό πλαίσιο καθιστά τη διαχείριση της ρευστότητας δαπανηρό πονοκέφαλο για τους διασυνοριακούς ομίλους, μειώνοντας την ελκυστικότητα της διεθνούς επέκτασης, δεδομένου ότι καθίσταται αδύνατο να μεταφερθούν οι πόροι εκεί όπου θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν καλύτερα.