H φορολογική πολιτική θα πρέπει να ενθαρρύνει την καινοτομική δραστηριότητα που αποσκοπεί στην ανάπτυξη προϊόντων ή εναλλακτικών παραγωγικών διαδικασιών που περιορίζουν τις αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις ή βλάβες σε σύγκριση με την υφιστάμενη κατάσταση. Σε αυτό τον στόχο μπορεί να συμβάλει η διαφορική φορολογία και η στοχευμένη επιδότηση προϊόντων και δραστηριοτήτων σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσίευσε πριν λίγες μέρες το ΙΟΒΕ με τίτλο «η διαφορική φορολογία και η επίδρασή της στην προώθηση και την επίτευξη στόχων της δημόσιας πολιτικής .»
Όπως αναφέρει η επιβολή ειδικού φόρου σε προϊόντα που συνδέονται με αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις, μπορεί να κατευθύνει τη ζήτηση προς λιγότερο επιβλαβή υποκατάστατα προϊόντα, αλλά και να τονώσει την καινοτομία, ώστε να αναπτυχθούν προϊόντα που περιορίζουν τις αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις, όπως, για παράδειγμα, τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και οι τεχνολογίες παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
Κοινωνικές ανισότητες
Βέβαια, κατά τον σχεδιασμό της εφαρμογής ειδικών φόρων θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη παράμετροι όπως η πιθανή δημιουργία ανισοτήτων μεταξύ καταναλωτών διαφορετικού εισοδήματος, η επίπτωση στον βαθμό φορολογικής συμμόρφωσης και το ενδεχόμενο πρόσθετο διοικητικό κόστος. Ανισότητες, για παράδειγμα, μπορεί να προκύψουν όταν μετά την επιβολή ειδικού φόρου σε ένα προϊόν οι καταναλωτές χαμηλού εισοδήματος φορολογούνται αναλογικά περισσότερο από τους καταναλωτές υψηλότερου εισοδήματος. Επιπλέον, η αύξηση της τιμής ενός προϊόντος ως αποτέλεσμα της εισαγωγής ή αύξησης ενός ειδικού φόρου, ενισχύει την πιθανότητα φοροδιαφυγής ή παράνομουεμπορίου του προϊόντος, ενώ οι διοικητικές δαπάνες μπορεί να αυξηθούν για την αποτελεσματική διαχείριση του συστήματος ειδικής φορολογίας.
Είναι ενδεικτικό όπως αναφέρει το ΙΟΒΕ ότι μια πρόσφατη μελέτη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Προστασίας Πνευματικών Δικαιωμάτων (EUIPO, 2016) υπολόγισε ότι οι παραβάσεις πνευματικών δικαιωμάτων στον τομέα των αλκοολούχων ποτών μειώνουν τις πωλήσεις κατά €740 εκατ. ή 4,4% της συνολικής αγοράς. Το μέγεθος των παράνομων αγορών συνδέεται ευθέως με υπερβολικές αυξήσεις στους φόρους των νόμιμων προϊόντων.
«Πρωταθλητισμός» στην απώλεια εσόδων
Μάλιστα, μια εκτίμηση που αναφέρεται στη συγκεκριμένη μελέτη τοποθετεί την Ελλάδα στη 2η υψηλότερη θέση στην ΕΕ, με ποσοστό 11%, με κριτήριο το μέγεθος των χαμένων πωλήσεων νόμιμων αλκοολούχων ποτών ως προς το σύνολο των πωλήσεων στην εγχώρια αγορά.
Σε σχέση με την αποτελεσματικότητα της φορολόγησης των οινοπνευματωδών ποτών στην αντιμετώπιση ζητημάτων που αφορούν τη δημόσια υγεία, έχει παρατηρηθεί διεθνώς ότι μια αύξηση του φόρου σε ποτά που ήδη επιβαρύνονται με υψηλή φορολογία επηρεάζει κυρίως τον γενικό πληθυσμό και όχι των ατόμων που έχουν παθολογική σχέση με το αλκοόλ, γεγονός που περιορίζει την αποτελεσματικότητα της φορολόγησης ως εργαλείου πολιτικής υγείας.
Επιπλέον, οδηγεί σε υποκατάσταση προς φθηνότερα νόμιμα ποτά που δεν φορολογούνται (π.χ. κρασί) ή φορολογούνται με χαμηλότερους συντελεστές (π.χ. μπύρα), νόμιμα μη τυποποιημένα (π.χ. χύμα τσίπουρο, τσικουδιά, κρασί) ή αφορολόγητα (παράνομα) ποτά. Συνεπώς όπως σημειώνει το ΙΟΒΕ, ο αυξημένος φόρος είναι πιθανό να μην μειώνει τελικά την κατά κεφαλήν κατανάλωση αλκοολούχων ποτών, αλλά να μετατοπίζει την κατανάλωση προς φθηνότερα ή αφορολόγητα/παράνομα προϊόντα που μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία.
Ενδιαφέρον για τον σκοπό της μελέτης είναι το γεγονός ότι, στην Ελλάδα η αυξημένη βαρύτητα των φόρων κατανάλωσης δεν απορρέει από τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), αλλά από τους λοιπούς (ειδικούς) φόρους κατανάλωσης. Αυτό μπορεί να υποδηλώνει μειωμένη αποτελεσματικότητα σε άλλες περιοχές του φορολογικού συστήματος ή/και συγκριτικά υψηλότερους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πρόσφατη μελέτη του Tax Foundation που αναλύει το θέμα των φόρων κατανάλωσης στην Ευρώπη αναδεικνύει ότι Ελλάδα έχει από τους υψηλότερους αντίστοιχους. Πέρα από τους υψηλούς συντελεστές φορολογίας των επιχειρήσεων (π.χ. ο συντελεστής 24% είναι πάνω από το μέσο όρο του 23,3% του ΟΟΣΑ), η μελέτη εστιάζει στο συντελεστή ΦΠΑ 24% (έστω κι αν λόγω πανδημίας έχει πρόσκαιρα και για κάποια είδη αποκλιμακωθεί), που είναι από τους υψηλότερους στον ΟΟΣΑ. Όπως αναφέρεται ο συνδυασμός των παραπάνω είναι η αιτία των απίστευτων “διαρροών” εσόδων ΦΠΑ. Τα τελευταία στοιχεία της Κομισιόν κατατάσσουν την Ελλάδα στην 2η χειρότερη θέση, μετά τη Ρουμανία, με εκτιμώμενη απώλεια ΦΠΑ περίπου 7 δισ μόνο για το 2019!
Αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη η μείωση σε βάθος χρόνου των φόρων είναι η μόνη λύση για να τονωθεί η ανταγωνιστικότητα του κλάδου με την επανάκαμψη μιας κάποιας μορφής κανονικότητας. Ήδη η Ένωση Επιχειρήσεων Αλκοολούχων Ποτών (ΕΝΕΑΠ) έχει καταθέσει στο δημόσιο διάλογο μια συνολική πρόταση για τη στήριξη του θέση του κλάδου της εστίασης για περαιτέρω που περιλαμβάνει οριζόντια μείωση του ΦΠΑ, εντάσσοντας σε αυτή και τα αλκοολούχα ποτά.
«Η οριζόντια μείωση του ΦΠΑ σε όλη την εστίαση, συμπεριλαμβανομένων των αλκοολούχων ποτών, σε συνδυασμό με το πάγιο αίτημα του κλάδου μας για μείωση και σύγκλιση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στα αλκοολούχα ποτά με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο θα ενίσχυαν την καταγεγραμμένη κατανάλωση και αναλογικά τα δημόσια έσοδα με βιώσιμο τρόπο, κερδίζοντας έδαφος από την μη καταγεγραμμένη κατανάλωση αμφιβόλου ποιότητας και ενίοτε ακατάλληλων ποτών» αναφέρει η ΕΝΕΑΠ.