Τα τελευταία χρόνια, η ελληνική οικονομία βρίσκεται στη δίνη διαδοχικών κρίσεων: οικονομική κρίση, υγειονομική κρίση και πρόσφατα ενεργειακή κρίση. Η οικονομική κρίση ήταν πρωτοφανής τόσο σε μέγεθος όσο και σε διάρκεια. Όπως επισημαίνει και το ΚΕΠΕ στην τελευταία του έκθεση, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 25% και έκτοτε δεν έχει επιστρέψει στα επίπεδα του 2009.
Στη διάρκεια της πανδημίας η Ελλάδα υπέστη τη δεύτερη βαθύτερη ύφεση στην Ευρωζώνη, παρά τη μεγαλύτερη δημοσιονομική χαλάρωση στην οποία επιδόθηκε, εν μέρει λόγω της συνεχιζόμενης μεγάλης εξάρτησης από τον τουρισμό που επλήγη δυσανάλογα πολύ.
Η ενεργειακή κρίση πλήττει βάναυσα την ελληνική οικονομία, κυρίως μέσω του αυξανόμενου κόστους διαβίωσης και του πληθωρισμού.
Ωστόσο, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο τρίμηνο του έτους έδειξαν ότι η ελληνική οικονομία, παρά τις έντονες εξωτερικές διαταραχές, επανακάμπτει δυναμικά
Ειδικότερα, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ κυμάνθηκε στο 7%, αρκετά πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Το ΚΕΠΕ εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης για το σύνολο του έτους θα κυμανθεί στο 4,3%.
Πιο συγκεκριμένα, οι σχετικοί ρυθμοί μεταβολής για το πρώτο και το δεύτερο εξάμηνο του 2022, σε σχέση με τις αντίστοιχες περιόδους του 2021, εκτιμώνται στο 5,5% και 3,2%, αντίστοιχα. Οι προβλέψεις σε τριμηνιαία βάση εμφανίζουν θετικό πρόσημο καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους (3,9% στο δεύτερο τρίμηνο, 2,9% στο τρίτο τρίμηνο και 3,6% στο τέταρτο τρίμηνο).
Η ανωτέρω πρόβλεψη συνιστά μία εκτίμηση ότι, στην πορεία του έτους 2022, η ελληνική οικονομία θα εξακολουθήσει να ανακάμπτει με ρυθμούς, οι οποίοι θα της επιτρέψουν να αναπληρώσει τις απώλειες που είχαν σημειωθεί λόγω της πανδημίας και να ξεπεράσει σε πραγματικούς όρους το επίπεδο του ΑΕΠ του έτους 2019. Η εκτίμηση αυτή απορρέει από την ευνοϊκή εξέλιξη των περισσότερων από τα οικονομικά μεγέθη που ενσωματώνονται στην πρόβλεψη.
Βέβαια, οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία και οι πληθωριστικές πιέσεις σε ενέργεια και πρώτες ύλες επηρέασαν σημαντικά τόσο τη διεθνή όσο και την εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά. Αν και το πρώτο τετράμηνο του 2022 ολοκληρώθηκε με θετικές αποδόσεις από την αρχή του έτους για την πλειονότητα των χρηματιστηριακών δεικτών και αυξημένη κεφαλαιοποίηση στο Χ.Α., οι χρηματιστηριακοί δείκτες κατέγραψαν σημαντικές απώλειες μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Παράλληλα, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων καταγράφονται αυξημένες, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού. Από την άλλη πλευρά, οι πρόσφατες αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας αποτυπώνουν την εμπιστοσύνη των αγορών στην ελληνική οικονομία και φέρνουν την Ελλάδα ένα βήμα πριν από τον στόχο επιστροφής σε επενδυτική βαθμίδα.
Παρ’ όλα αυτά, οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι λόγω της διεθνούς συγκυρίας και της συνδεόμενης αβεβαιότητας παραμένουν, με την ενδυνάμωση της ελληνικής κεφαλαιαγοράς να αποτελεί προτεραιότητα.
Ανάκαμψη εν μέσω κρίσης
Από την πλευρά του το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ), σημειώνει στην τελευταία του έκθεση ότι η ελληνική οικονομία κατάφερε να ανακάμψει το έτος 2021, παρά τις διαδοχικές φάσεις της πανδημίας καλύπτοντας ένα σημαντικό μέρος των απωλειών του 2020.
Η ανάπτυξη σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΕΔΣ, αναμένεται να συνεχιστεί και το 2022 προσεγγίζοντας ρυθμό πλησίον του 3%.
Η έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, οι διεθνείς γεωπολιτικές εντάσεις και η ενεργειακή κρίση, επιβαρύνουν αλλά δεν ακυρώνουν τα θετικά μηνύματα που υπάρχουν όπως, η πρόσφατη εισήγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας τον ερχόμενο Αύγουστο, η πρόωρη αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, καθώς και οι θετικές αξιολογήσεις επενδυτικών οίκων για το αξιόχρεο της ελληνικής κυβέρνησης, που έχουν φέρει την πιστοληπτική βαθμίδα της σε βραχεία απόσταση από την επενδυτική.
Από την άλλη, το ύψος του δημόσιου χρέους, ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), εξακολουθεί να κινείται σε υψηλά επίπεδα αν και μειώθηκε αισθητά το έτος 2021 σε σύγκριση με το 2020. Οι δυνατότητες εξυπηρέτησής του όμως δεν αναμένεται βραχυπρόθεσμα να επηρεαστούν σημαντικά από πιθανή άνοδο των επιτοκίων.
Αυτό οφείλεται κυρίως στην υποστηρικτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έναντι των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, στο υψηλό ποσοστό μη διαπραγματεύσιμου χρέους (με μακρά περίοδο αποπληρωμής και προσυμφωνημένα χαμηλά επιτόκια) και στα υψηλά επίπεδα ρευστών διαθεσίμων του κράτους.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα του έτους 2021, κυρίως λόγω των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας παρέμεινε ένα από τα υψηλότερα δημοσιονομικά ελλείμματα στην Ευρωζώνη, μειώθηκε όμως σε σύγκριση με το 2020 κυρίως λόγω της σημαντικής αύξησης των φορολογικών εισπράξεων.
Στον εξωτερικό τομέα, η ανάκαμψη των εξαγωγών συνδυάστηκε με ελαφρά βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, συντηρώντας ωστόσο, τον κίνδυνο επανεμφάνισης μόνιμων δίδυμων ελλειμμάτων, ο οποίος αποτελεί βασική έκφραση των διαρθρωτικών μακροοικονομικών ανισορροπιών της ελληνικής οικονομίας.
Οι μακροοικονομικές προκλήσεις
Το ΕΔΣ ξεκαθαρίζει στην έκθεσή του ότι, το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία και η διεθνής πληθωριστική και ενεργειακή κρίση έχουν μεταβάλλει τις προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας βραχυπρόθεσμα, ενώ αυξάνουν τις αβεβαιότητες μεσοπρόθεσμα. Οι προβλέψεις για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας για το 2022 έχουν μετριαστεί, αλλά παραμένουν θετικές.
Στη διάρκεια αυτή αναμένεται να κινηθεί σε τροχιά παρόμοια με την ευρωπαϊκή, χάρη και στην επίδραση συντονισμένων πολιτικών σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ωστόσο, μια σειρά από πηγές μακροοικονομικών ανισορροπιών που υφίστανται στην ελληνική οικονομία, διαφοροποιούν την ελληνική περίπτωση και πολλαπλασιάζουν τις αβεβαιότητες. Οι κίνδυνοι σχετίζονται τόσο με το εύρος των δυσμενών επιδράσεων των διεθνών εξελίξεων και της ανόδου του πληθωρισμού στην χώρα όσο και με τα αναμενόμενα αποτελέσματα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής σε εγχώριο και ευρωπαϊκό επίπεδο για την αντιμετώπισή τους.
Πηγές μακροοικονομικών ανισορροπιών
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πηγές υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών εξακολουθούν να εντοπίζονται:
(α) στο υψηλό επίπεδο δημόσιου χρέους που αναδεικνύει σοβαρούς κινδύνους δημοσιονομικής βιωσιμότητας σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα,
(β) στο υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων και στη μικρή και χαμηλής ποιότητας κεφαλαιακή βάση των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων που επιβαρύνει τον διαμεσολαβητικό ρόλο του χρηματοπιστωτικού τομέα στην οικονομία,
(γ) στο υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, λόγω χαμηλής διεθνούς ανταγωνιστικότητας, που οδηγεί σε συσσώρευση υποχρεώσεων προς το εξωτερικό και επιδείνωση της ήδη μεγάλης αρνητικής καθαρής διεθνούς επενδυτικής θέσης της χώρας,
(δ) στην τάση συνεχούς συρρίκνωσης του δυνητικού προϊόντος από το 2010, λόγω χαμηλής συνολικής παραγωγικότητας, έντονων ρυθμών αποεπένδυσης κατά το παρελθόν και διάβρωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου, και
(ε) στα υψηλά ποσοστά ανεργίας των νέων που υποσκάπτουν την κοινωνική και οικονομική συνοχή και ανθεκτικότητα, αυξάνοντας τους κινδύνους φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.
Η αποτελεσματικότητα των σχεδιαζόμενων μέτρων οικονομικής πολιτικής στην αποκατάσταση των ανωτέρω μακροοικονομικών ανισορροπιών υπόκειται επίσης σε σημαντική αβεβαιότητα, όπως προαναφέρθηκε. Αυτή επιτείνεται όσο τα πρώτα στοιχεία για την πορεία της οικονομίας και του πληθωρισμού το τρέχον έτος κινούνται στα όρια των προβλέψεων του Υπουργείου Οικονομικών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, ο μηνιαίος πληθωρισμός (ετήσια μεταβολή του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή) ακολούθησε αυξητική τροχιά με ποσοστά άνω του 5% από τις αρχές του έτους, ενώ τον μήνα Μάιο έφτασε στο 10.5%. Το ύψος αυτό είναι σχεδόν διπλάσιο από την πρόβλεψη για το σύνολο του έτους (5,2%), σύμφωνα με το ελληνικό Πρόγραμμα Σταθερότητας.
Συνθήκες αβεβαιότητας
Επιπλέον, αντίθετα από την πρόβλεψη για μείωση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο, το πρώτο τρίμηνο του έτους παρατηρείται διπλάσια ετήσια αύξηση των εισαγωγών σε σχέση με τις εξαγωγές, βάσει των στοιχείων εθνικών λογαριασμών (ΕΛΣΤΑΤ, εποχικά διορθωμένοι δείκτες όγκου).
Οι παρατηρήσεις αυτές συντηρούν τις συνθήκες υψηλής αβεβαιότητας ως προς (α) τη διάρκεια και την ένταση της πληθωριστικής κρίσης, (β) την πιθανότητα λήψης νέων δημοσιονομικών μέτρων, τα οποία θα έθεταν σε κίνδυνο την επιστροφή σε πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα το 2023 και (γ) την ταχύτητα αποκατάστασης των ανισορροπιών του εξωτερικού τομέα της οικονομίας.
Από την άλλη, τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών του πρώτου τριμήνου του τρέχοντος έτους, εμφανίζουν ανθεκτικές αυξήσεις σε ΑΕΠ, ιδιωτική κατανάλωση και επενδύσεις, ικανές να στηρίξουν την πραγματοποίηση του μακροοικονομικού σεναρίου του Προγράμματος Σταθερότητας για το σύνολο του έτους.
Η απρόσκοπτη υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΕΣΑΑ) υπολογίζεται να παρέχει επίσης σημαντική στήριξη στην πραγματοποίηση του σεναρίου μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας και στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των υφιστάμενων μακροοικονομικών ανισορροπιών, μέσω της εφαρμογής μιας σειράς επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων.