Η έπειτα από 14 χρόνια αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, το «ξεπάγωμα» των τριετιών για περίπου 100.000 εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα που αμείβονται με τις κατώτατες αμοιβές, καθώς και η πρωθυπουργική εξαγγελία για διαμόρφωση του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ, στο τέλος της τετραετίας, αποτελούν τρεις καθοριστικούς παράγοντες που θα κρίνουν τον πραγματικό ρυθμό αύξησης των μισθών, εντός του 2024.
Δύο ακόμη σημαντικές παράμετροι είναι η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, που θα ισχύσει από τον Απρίλιο του 2024 και μετά και αφορά περίπου 600.000 μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, καθώς και η τύχη των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη χώρα μας, με τα στοιχεία να είναι άκρως απογοητευτικά, αφού δείχνουν πως μόλις 3 στους 10 Ελληνες εργαζόμενους καλύπτονται από κάποια συλλογική σύμβαση.
Η «μάχη» της αύξησης των μισθών αναμένεται αμφίρροπη, καθώς μπορεί να πληθαίνουν οι κυβερνητικοί παράγοντες που δηλώνουν πως πρέπει και οι επιχειρήσεις να βάλουν το χέρι στην τσέπη, προκειμένου να καλυφθούν για παράδειγμα οι κενές θέσεις εργασίας και κατά συνέπεια να αυξηθούν και οι αποδοχές στη χώρα μας, όμως στην πράξη τα στοιχεία δείχνουν ότι εντός του νέου έτους θα υπάρξει επιβράδυνση της αύξησης των μέσων μισθών.
Αυτό αναφέρει μάλιστα, στην πρόσφατη, ενδιάμεση έκθεσή της και η Τράπεζα της Ελλάδος για τη νομισματική πολιτική. Συγκεκριμένα, η έκθεση προβλέπει μεν αύξηση των μέσων μισθών και κατά το νέο έτος, ωστόσο σημειώνει ότι οι ρυθμοί αύξησης θα είναι χαμηλότεροι από αυτούς του 2023. Τους μισθούς του 2024 αναμένεται ότι θα επηρεάσουν αφενός η προγραμματισμένη αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και αφετέρου η επαναφορά των τριετιών στις κατώτατες αμοιβές.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με την ΤτΕ, το σύνολο των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας θα κλείσει αυξημένο κατά 7,9 μονάδες το 2023, ενώ εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται κατά επιπλέον 7,1 μονάδες το 2024.
Αντίστοιχα, οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας ανά μισθωτό, από +6,2 μονάδες το 2023, θα αυξηθεί επιπλέον κατά 5,4 μονάδες το νέο έτος. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με την παραγωγικότητα της εργασίας που προκύπτει σε σχέση με το ΑΕΠ της χώρας και τη συνολική απασχόληση. Εκεί η αύξηση είναι πολύ μικρότερη, μόλις 0,7 μονάδες για το 2023 και κάτι ανάλογο θα συνεχιστεί και το 2024, με νέα αύξηση, που όμως δεν θα υπερβεί τη μία μονάδα.
Ετσι, η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας, περιορίζεται κάπως, στις 5,5 μονάδες το 2023 και στις 4,4 μονάδες φέτος, παραμένοντας υψηλό.
Την ίδια στιγμή, τα στοιχεία που παραθέτει η ΤτΕ δείχνουν πως στον επιχειρηματικό τομέα, στο οκτάμηνο Ιανουαρίου – Αυγούστου, υπογράφηκαν 152 νέες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που αφορούν μόλις 70.940 μισθωτούς. Μάλιστα, μόνον οι 45 εξ αυτών (29,6%) περιλαμβάνουν αυξήσεις μισθών. Οι υπόλοιπες δεν συμπεριέλαβαν μισθολογικές ρυθμίσεις, ενδεικτικό του προβλήματος που υπάρχει να μεταφερθούν οι όποιες αυξήσεις στο σύνολο της αγοράς εργασίας.
Σύμφωνα με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, το γεγονός αυτό καταδεικνύει την ανάγκη επαναφοράς των κλαδικών συμβάσεων, οι οποίες κατέρρευσαν την περίοδο της οικονομικής κρίσης, εξαιτίας της αλλαγής του νομικού καθεστώτος που τις διέπει.
Είναι δε χαρακτηριστική η έρευνα της ΓΣΕΕ, σύμφωνα με την οποία, κατά τον προηγούμενο χρόνο, 9 στους 10 εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα μείωσαν την κατανάλωση βασικών αγαθών διατροφής. Την ίδια στιγμή, το 65% δεν έλαβε κάποια αύξηση στον μισθό του, ενώ το 25% εργάστηκε παραπάνω από το κανονικό ωράριό του – και εξ αυτών το 48% δεν έλαβε αμοιβή γι’ αυτό.
Την άνοιξη
Λίγο πριν από το τέλος του 2023 πάντως, 660.000 δημόσιοι υπάλληλοι είδαν στους μισθούς τους σημαντικές αυξήσεις, ενώ ποδαρικό με αυξήσεις θα κάνει ο Ιανουάριος και για περίπου 100.000 μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, που θα δουν τους μισθούς τους να αυξάνονται καθώς με απόφαση του απελθόντος υπουργού Εργασίας Αδ. Γεωργιάδη, οι τριετίες «ξεπάγωσαν» πριν από το αρχικά προβλεπόμενο διάστημα.
Κοντά στην άνοιξη, νέα αύξηση που εκτιμάται ότι θα κυμανθεί στο 5% με 6%, θα δουν και περίπου 600.000 μισθωτοί που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Στο ποσοστό αυτό θα ενσωματωθεί ο τρέχων πληθωρισμός, αλλά και ένα μέρος της αύξησης της παραγωγικότητας. Η σχετική διαδικασία για την αύξηση του κατώτατου μισθού θα ξεκινήσει στο τέλος Ιανουαρίου του 2024 και θα «κλειδώσει» τον Απρίλιο.
Με δεδομένα αυτά τα ποσοστά των αυξήσεων, ο νέος μισθός εκτιμάται ότι θα κυμανθεί μεταξύ των 820 και 830 ευρώ, οπότε θα απομένουν 120 με 130 ευρώ –επιπλέον– έως το 2027 για να επιτευχθεί στόχος για κατώτατο μισθό στα 950 ευρώ.
Στο τέλος Ιανουαρίου, περίπου 100.000 εργαζόμενοι θα δουν τους μισθούς τους να αυξάνονται, καθώς ο εργασιακός νόμος Γεωργιάδη προβλέπει την υποχρεωτική εφαρμογή των τριετιών, από την 1η Ιανουαρίου του 2024, χωρίς βέβαια να ισχύει κάποια αναδρομικότητα για την περίοδο από τις 14 Φεβρουαρίου 2012 έως και τις 31 Δεκεμβρίου 2023. Συνεπώς, οι πρώτες αυξήσεις θα πληρωθούν στους παλαιούς εργαζομένους –ανάλογα με την προϋπηρεσία–, ενώ για τους νέους, οι πρώτες προσαυξήσεις θα έρθουν από το 2027 και μετά.
Τι προβλέπεται για τις 3ετίες
Το «ξεπάγωμα» των 3ετιών αφορά κατ’ αρχήν όλους τους αμειβόμενους με τον κατώτατο μισθό, αλλά και όλους τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα που αμείβονται με κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες προβλέπουν επιδόματα προϋπηρεσίας.
Προσοχή όμως. Το διάστημα μεταξύ 14.2.2012 (όταν μπήκαν στον «πάγο» τα επιδόματα προϋπηρεσίας) και 31.12.2023 θεωρείται «χαμένος» χρόνος και δεν θα μετράει για το χτίσιμο των τριετιών. Θα μετράνε τα έτη εργασίας που είχε ο μισθωτός πριν από τη 14η Φεβρουαρίου του 2012 και μετά την 1/1/2024. Στην πράξη, χρόνος από τον τρέχοντα μήνα και μετά θα προστίθεται στον χρόνο πριν από τον Φεβρουάριο του 2012 ώστε να προκύπτει η προϋπηρεσία για το επίδομα.
Ετσι, για παράδειγμα ο εργαζόμενος που είχε εξασφαλίσει 2,5 χρόνια προϋπηρεσίας το 2012, με το «ξεπάγωμα» την 1/1/2024, θα κτίσει την πρώτη του τριετία σε έξι μήνες, τον Ιούνιο του 2024 και θα πρέπει να πάρει τότε αύξηση 10% επί του βασικού μισθού που θα ισχύει τότε.
Οσοι ξεκίνησαν να δουλεύουν μετά τις 14 Φεβρουαρίου του 2012 θα αρχίσουν να χτίζουν το δικαίωμα επιδόματος για πρώτη φορά, από τον τρέχοντα μήνα και εφεξής. Ετσι, ένας εργαζόμενος που σήμερα αμείβεται με τον κατώτατο μισθό των 780 ευρώ και ξεκίνησε να δουλεύει μετά τον Φεβρουάριο του 2012 θα πάρει αύξηση για πρώτη φορά το 2027 (2024-2026), 10% επί του τότε κατώτατου μισθού όποιος κι αν είναι τότε ο ελάχιστος μισθός.
Ενας επιπλέον μισθός τον χρόνο για 660.000 δημοσίους υπαλλήλους
Πολλαπλές ενισχύσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων προβλέπονται από την 1η Ιανουαρίου και για πρώτη φορά μετά 14 χρόνια, με τον πρώτο αυξημένο μισθό Ιανουαρίου να έχει ήδη καταβληθεί πριν από τα Χριστούγεννα. Σε ετήσια βάση, εκτιμάται ότι κατά μέσον όρο οι αυξήσεις οδηγούν σε έναν επιπλέον μισθό για κάθε έναν από τους 660.000 δημοσίους υπαλλήλους.
Οι οριζόντιες αυξήσεις ανέρχονται σε 70 ευρώ τον μήνα, όμως παράλληλα αναπροσαρμόζεται η οικογενειακή παροχή για όσους έχουν παιδιά, όπως και μια σειρά από άλλα επιδόματα, χορηγούνται επιπλέον «μπόνους» σε συγκεκριμένες κατηγορίες υπαλλήλων που βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης, ενώ ενισχύονται και τα οδοιπορικά.
Ο εισαγωγικός μισθός δημοσίου υπαλλήλου υποχρεωτικής εκπαίδευσης διαμορφώθηκε στα 850 ευρώ από τα 780 που ήταν καθηλωμένος τα τελευταία πολλά χρόνια, με αποτέλεσμα μαζί με τα επιδόματα, τα οποία επίσης θα αναπροσαρμοστούν, να υπάρχει τελικά εξίσωση με τον κατώτατο μισθό του ιδιωτικού τομέα.
Συγκεκριμένα, ο μισθός αν προστεθεί το επίδομα παιδιού –το οποίο επίσης αυξάνεται– φθάνει πλέον στα 920 ευρώ και ουσιαστικά εξισώνεται με τον κατώτατο του ιδιωτικού τομέα, όπου υπάρχουν 14 μισθοί αντί για 12 όπως στο Δημόσιο. Ειδική έμφαση δίνεται σε όσους υπαλλήλους κατέχουν θέσεις ευθύνης, όπως τμηματάρχες και διευθυντές.
Η οικογενειακή παροχή ορίζεται σε 70 ευρώ για ένα τέκνο, 120 ευρώ για δύο τέκνα, 170 ευρώ για τρία τέκνα, 220 ευρώ για τέσσερα τέκνα και συν 70 ευρώ για κάθε επιπλέον τέκνο. Ετσι, ένας δημόσιος υπάλληλος με ένα τέκνο θα λάβει επιπλέον αύξηση 20 ευρώ κάθε μήνα, ενώ με δύο παιδιά και πάνω, η αύξηση θα είναι της τάξης των 50 ευρώ. Το ετήσιο όφελος ανέρχεται σε 240-600 ευρώ επιπλέον αντίστοιχα.
Κατά 30% αυξάνεται και το επίδομα θέσης ευθύνης που λαμβάνουν περίπου 65.000 δημόσιοι υπάλληλοι. Αφορά τμηματάρχες, υποδιευθυντές, διευθυντές και γενικούς διευθυντές. Αντίστοιχη αύξηση ισχύει και για τα επιδόματα θέσεως ευθύνης των ενστόλων των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, των ιατρών του ΕΣΥ, των ερευνητών, των προϊσταμένων εκπαίδευσης κ.λπ. Σε ετήσια βάση, λαμβάνουν έτσι αύξηση ίση με 4 έως 5 μηνιαία επιδόματα επιπλέον από αυτά που ήδη λάμβαναν έως τώρα κάθε χρόνο.
Επιπλέον αύξηση 15 ευρώ στο επίδομα ιδιαίτερων συνθηκών εργασίας θα λάβουν τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας που είναι έγγαμοι ή έχουν παιδιά. Το ειδικό επίδομα λαμβάνουν 112.000 δικαιούχοι και αυξάνεται από 55 ευρώ σε 70 ευρώ για τους έγγαμους χωρίς τέκνα και από 115 ευρώ σε 130 ευρώ για τους έγγαμους με τέκνα.
Αύξηση κατά 30% ισχύει και στο επίδομα παραμεθορίου (στα 130 ευρώ από 100 που ισχύει έως τώρα ή 360 ευρώ επιπλέον ετησίως) για 21.200 στελέχη Ενόπλων Δυνάμεων, Λιμενικού, Ελληνικής Αστυνομίας και Πυροσβεστικού Σώματος.
Επιπλέον αύξηση ισχύει στους μισθούς των μελών ΔΕΠ (Διδακτικό Ερευνητικό Προσωπικό), ενώ θεσπίζεται ειδικό επίδομα βιβλιοθήκης, με συνολική μεσοσταθμική αύξηση αμοιβών κατά 10%. Αυτό σημαίνει αύξηση αποδοχών που ξεπερνά τον έναν μηνιαίο μισθό επιπλέον. Αφορά 12.500 δικαιούχοι και η αύξηση θα ισχύσει αναδρομικά από 7/10/2022, σε συμμόρφωση με τις σχετικές αποφάσεις του ΣτΕ. Η αύξηση αυτή είναι πλέον της αύξησης των 70 ευρώ για όλους, αλλά και της οικογενειακής παροχής (επιδόματα τέκνων).
Τέλος, η χιλιομετρική αποζημίωση για τις μετακινήσεις εντός ή εκτός έδρας αυξάνεται στο ποσό των 20 λεπτών για κάθε χιλιόμετρο, όταν η μετακίνηση γίνεται με χρήση ιδιωτικής χρήσης μεταφορικού μέσου. Ακόμη, αναπροσαρμόζονται οι δαπάνες διανυκτέρευσης στο εσωτερικό από 25% έως 33%, καθώς και στο εξωτερικό κατά 10%. Αφορά το σύνολο των φυσικών προσώπων που μετακινούνται με εντολή Δημοσίου για υπηρεσιακές ανάγκες.