Τα τελευταία έτη, και ιδιαίτερα μετά τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008, οι διεθνείς οργανισμοί έχουν καταγράψει τη βαθμιαία τάση αναστροφής του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης. Αυτή η τάση ενισχύθηκε με την πανδημία, καθώς οι διαταραχές των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων επέτειναν την αβεβαιότητα και συνεχίστηκε μετά την έναρξη του πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, δεδομένου ότι η διακίνηση ενεργειακών πόρων και άλλων εμπορευμάτων μεταξύ συγκεκριμένων χωρών φαίνεται να διακόπτεται ή να μειώνεται πολύ.
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της τράπεζας Alpha Bank, οι αυστηρές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία από τις δυτικές χώρες οδηγούν σε μία αναδιάταξη τόσο των αλυσίδων αξίας, όσο και του διεθνούς εμπορίου. Η εξέλιξη αυτή πιθανότατα να ενθαρρύνει, μακροπρόθεσμα, τη δημιουργία μικρότερων ομάδων χωρών που βασίζονται μεταξύ τους στο εμπόριο και χρησιμοποιούν συγκεκριμένα νομίσματα για τις συναλλαγές τους, εκτός του δολαρίου.
Προς το παρόν, είναι νωρίς να παρατηρηθούν από την πλευρά συγκεκριμένων χωρών τάσεις επαναδιαπραγμάτευσης του νομίσματος στο οποίο θα πληρώνονται για τις εμπορικές συναλλαγές.
Πρόσφατα, όμως, η Ρωσία -στα πλαίσια των αντιμέτρων για τις κυρώσεις που της επεβλήθησαν- απαίτησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση την πληρωμή του φυσικού αερίου σε ρούβλια. Ένα από τα ερωτήματα που εγείρονται, σε αυτή την περίπτωση, είναι αν η αυξανόμενη χρήση άλλων νομισμάτων στο παγκόσμιο εμπόριο μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω διαφοροποίηση των συναλλαγματικών διαθεσίμων που κατέχουν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, ώστε να αποδυναμωθεί η κυριαρχία του δολαρίου.
Είναι γεγονός ότι κυρίαρχος ρόλος του δολαρίου στη διενέργεια των συναλλαγών παγκοσμίως, καθώς το μερίδιο των διεθνών συναλλαγματικών διαθεσίμων σε δολάρια είναι υπερδιπλάσιο του μεριδίου των ΗΠΑ στο παγκόσμιο ΑΕΠ, το 2020. Αυτή η κυριαρχία, όμως, δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη.
Το πιο αντιπροσωπευτικό μέγεθος για να διαπιστωθεί αν το δολάριο χάνει έδαφος στην παγκόσμια αγορά είναι η εξέλιξη των διεθνών, νομισματικών αποθεμάτων. Το μέγεθος αυτό αποτελεί ένα «μέτρο εμπιστοσύνης» των θεσμών και των επενδυτών σε ένα νόμισμα, καθώς ο βαθμός διακράτησής του αντανακλά την εκτίμηση ότι δεν θα απωλέσει την αξία του. Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το μερίδιο του αμερικανικού δολαρίου στα διεθνή αποθέματα μειώθηκε, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, από 71% το 2000 σε 59% το 2021.
Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε διάφορες κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο και δεν μπορεί να εξηγηθεί από τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών . Ωστόσο, παρά την υποχώρηση του εν λόγω μεριδίου, το δολάριο εξακολουθεί να υπερβαίνει σημαντικά όλα τα αντίστοιχα μερίδια των βασικών νομισμάτων, συμπεριλαμβανομένου του ευρώ (21%), του γιεν Ιαπωνίας (6%), της βρετανικής λίρας (5%), του κινεζικού γουάν (3%), του δολαρίου Αυστραλίας (2%) και του δολαρίου Καναδά (2%).
Σύμφωνα με την Alpha Bank, η πτώση του μεριδίου του δολαρίου ΗΠΑ οφείλεται στην αντίστοιχη αύξηση των μεριδίων μιας ομάδας νομισμάτων και όχι ενός συγκεκριμένου «ανταγωνιστικού» νομίσματος. Τη μεγαλύτερη συμβολή στην πτώση του μεριδίου του δολαρίου την έχει το κινεζικό νόμισμα (κατά 1/4) και το ευρώ (κατά 1/4), ενώ έπονται τα υπόλοιπα νομίσματα.
Συνεπώς, η παγκόσμια οικονομία έχει διαφοροποιήσει, σε κάποιο βαθμό, τα αποθεματικά της, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αντανακλώντας τις προοπτικές διαμόρφωσης ενός πιο «κατακερματισμένου» διεθνούς νομισματικού συστήματος.
Ωστόσο, το δολάριο διατηρεί την πρωτοκαθεδρία, ως το σημαντικότερο παγκόσμιο, αποθεματικό νόμισμα. Οι βασικότεροι λόγοι είναι η ρευστότητα, η ευελιξία και η αξιοπιστία του και, συνεπώς, οι προκλήσεις για την κυριαρχία του στις παγκόσμιες αγορές είναι πολύ περιορισμένες, μεσοπρόθεσμα.Σε μακροχρόνιο ορίζοντα, οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι αμφισβήτησης της κυρίαρχης, διεθνούς θέσης του δολαρίου, ως μέσου συναλλαγών και αποθεματοποίησης πλούτου, συνοψίζονται στους εξής:
Πρώτον, στην προσπάθεια της Ρωσίας να μειώσει την εξάρτησή της από το δολάριο. Η εξέλιξη αυτή επιταχύνθηκε μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και την επιβολή κυρώσεων από τις ΗΠΑ. Η Ρωσία, πριν την εισβολή στην Ουκρανία, διακρατούσε περίπου το 1/5 των συναλλαγματικών της αποθεμάτων σε δολάρια, με ένα σημαντικό τμήμα αυτών να διατηρείται στη Γερμανία, τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιαπωνία. Ωστόσο, αυτές οι χώρες έχουν πλέον ενωθεί, προκειμένου να απομονώσουν τη Ρωσία από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, μέσω των κυρώσεων. Το γεγονός αυτό, εκτιμάται ότι θα είναι ένας σημαντικός παράγοντας προς την κατεύθυνση περαιτέρω μείωσης των διεθνών, συναλλαγματικών αποθεμάτων σε δολάρια.
Δεύτερον, στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) είναι μία μεγάλη οικονομία με «βαθιές» χρηματαγορές, ελεύθερο εμπόριο και αξιόπιστους θεσμούς. Εάν επιταχυνθεί η δημοσιονομική ολοκλήρωση και αναπτυχθεί μία μεγάλη, ρευστή αγορά ομολόγων στην Ε.Ε., το ευρώ θα μπορούσε να γίνει ακόμα πιο ελκυστικό ως αποθεματικό νόμισμα.
Τρίτον, στην ταχεία οικονομική ανάπτυξη της Κίνας. Ως η μεγαλύτερη εξαγωγική χώρα στον κόσμο, η Κίνα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο διεθνές εμπόριο. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικά εμπόδια στην ευρύτερη χρήση του κινεζικού νομίσματος, αφού δεν είναι ελεύθερα μετατρέψιμο, οι εγχώριες κεφαλαιαγορές δεν είναι πλήρως ανοιχτές και η εμπιστοσύνη των επενδυτών στους θεσμούς της χώρας, συμπεριλαμβανομένου του κράτους δικαίου, είναι σχετικά χαμηλή (Wincuinas, J., 2019: “The China position: Gauging institutional investor confidence”, Economist Intelligence Unit).
Τέταρτον, στην αύξηση των διεθνών συναλλαγών, μέσω κρυπτονομισμάτων και ψηφιακών νομισμάτων. Η αλλαγή των προτιμήσεων των καταναλωτών και των επενδυτών, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα χρήσης νέων ψηφιακών προϊόντων, μπορεί να συμβάλει, εν μέρει, στη μείωση των συναλλαγματικών αποθεμάτων σε δολάρια. Ωστόσο, η τεχνολογία από μόνη της δεν μπορεί να αντισταθμίσει πλήρως τους παράγοντες που καθιστούν το δολάριο το σημαντικότερο νόμισμα παγκοσμίως.