Τα ξένα επενδυτικά funds και το 15% των Ελλήνων επενδυτών χρηματοδότησαν τρεις αυξήσεις κεφαλαίου, ύψους 3,53 δισ. ευρώ σε λιγότερο από επτά μήνες, μεταξύ του περασμένου Απριλίου – Νοεμβρίου.

Η ελληνική αγορά συγκέντρωσε 3,53 δισ. ευρώ μέσω τριών αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου στις Τράπεζες Πειραιώς (1,35 δισ. ευρώ), Alpha bank (800 εκατ. ευρώ) και ΔΕΗ (1,35 δισ. ευρώ).

Και οι τρεις αυξήσεις κεφαλαίου είχαν διαφορετική στόχευση ωστόσο υπερκαλύφθηκαν και προσέφεραν σημαντικές αποδόσεις σε ξένα και ελληνικά χαρτοφυλάκια, ιδιαίτερα η Πειραιώς, αλλά και η πρόσφατη αύξηση κεφαλαίου της ΔΕΗ. Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις στα μετοχολόγια των τριών εισηγμένων εταιρειών εμφανίζονται ξένοι θεσμικοί επενδυτές διεθνούς κύρους, όπως Τ Row Price, Blackrock, Capital Group, Fidelity, CVC Capital κ.ά.

Η αποτίμηση της ΔΕΗ με τις επενδύσεις οδηγεί σε 23 ευρώ

Μάλιστα, η αύξηση κεφαλαίου της ΔΕΗ πραγματοποιήθηκε με προσφορές μέσω διεθνούς βιβλίου που ξεπέρασαν τα 4 δισ. ευρώ με μια τιμή διάθεσης 9 ευρώ η οποία διαμορφώθηκε μέσω της υψηλής ζήτησης. Το αποτέλεσμα, σήμερα, είναι η ΔΕΗ να λάβει μια αποτίμηση όσο περίπου διαμορφώνεται η ρευστότητα της.

Ακόμα, και στην υποθετική περίπτωση που η ΔΕΗ δεν θα έκανε καμία επένδυση με τα σημερινά κεφάλαια (1,3 δισ. ΔΕΔΔΗΕ 1,3 δισ. αύξηση) -και δίχως να υπολογίζεται η ρευστότητα των τιτλοποιήσεων- ο καθαρός δανεισμός θα ανερχόταν σε μόλις 200 εκατ. ευρώ αφού το καθαρό χρέος είναι 2,9 δισ. ευρώ.

Η ΔΕΗ, όμως, προετοιμάζεται για επενδύσεις 6 δισ. ευρώ μέχρι το 2024 και 9 δισ. ευρώ μέχρι το 2026, εξέλιξη που σημαίνει ότι με 9 επενδύσεις και με τον σημερινό αριθμό μετοχών η τιμή διαμορφώνεται στα 23 ευρώ, όταν θα αρχίσουν να αποδίδουν οι επενδύσεις. Στο χρηματιστήριο όλα αυτά θα προεξοφληθούν νωρίτερα.

Τα επόμενα βήματα αποτελούν η διάθεση του 20% των μετοχών της Εθνικής και η αύξηση κεφαλαίου της Αττικής. Όλες οι αυξήσεις κεφαλαίου πραγματοποιήθηκαν εν μέσω της εν εξελίξει πανδημίας, αλλά και του σταδιακού ανοίγματος της ελληνικής οικονομίας με θεαματική επιστροφή στην κανονικότητα του Τουρισμού, του εμπορίου, της μεταποίησης, των ακινήτων.

Με τις αυξήσεις, και την επικείμενη αύξηση κεφαλαίου στην Τράπεζα Αττικής, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα (σ.σ. τέσσερις συστημικές) οδεύει πρός ένα μονοψήφιο Δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων, μια εξέλιξη η οποία απελευθερώνει κεφάλαια για δανεισμό, και θέτει τις βάσεις για την σταδιακή κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών.

Το ιδιο διάστημα οι διεθνείς ομολογιακές εκδόσεις (ΔΕΗ, Μυτιληναίος κ.ά.), αλλά και οι εκδόσεις ελληνικών εταιρικών ομολόγων εξασφαλίζουν φθηνή χρηματοδότηση, αλλά αποπληρώνουν τραπεζικές υποχρεώσεις. Βεβαίως, η αποπληρωμή δεν βοηθά την καθαρή πιστωτική επέκταση των ελληνικών τραπεζών, ωστόσο με εξαίρεση την επόμενη χρονιά (2022), τα επόμενα έτη οι ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης θα εξασφαλίσουν έσοδα, τόκους στις ελληνικές τράπεζες.

Όλα αυτά δίχως να υπολογιστούν τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης 12 δισ. δάνεια και 18 δισ. ευρώ επιχορηγήσεις. Αν και οι ελληνικές τράπεζες υπολείπονται ακόμα σε επίπεδα κεφαλαιοποιήσεων, έναντι των ευρωπαϊκών, είναι σχεδόν θέμα χρόνου να κλείσει η διαφορά μ αυτές τόσο στους δείκτες όσο και σε μεγέθη απόδοσης.

Η επικείμενη αναβάθμιση των ελληνικών τραπεζών (πιστοληπτική ικανότητα) θα εξασφαλίσει πρόσβαση στις αγορές και φθηνότερο χρήμα για τις επιχειρήσεις. Οι ξένοι επενδυτές, όμως, χρηματοδότησαν αυτές τις αυξήσεις προκειμένου να εμφανίσουν αποδόσεις όταν η επενδυτική αναβάθμιση σε δώδεκα μήνες από σήμερα ή το αργότερο εντός των πρώτων μηνών του 2023 αναμένεται να φέρει στην Ελλάδα επενδυτές από τις ανεπτυγμένες αγορές.