Σε κίνηση υψηλού στρατηγικού βάρους προχώρησε η UniCredit, ανεβάζοντας το ποσοστό συμμετοχής της στην Alpha Bank κοντά στο 20% και με σχέδιο να το φτάσει στο 29,9%, καθιστώντας σαφή τη βαρύτητα που αποκτά η ελληνική τράπεζα στο επενδυτικό ραντάρ του ιταλικού ομίλου. Η εξέλιξη αυτή έρχεται σε μια περίοδο όπου η UniCredit δυσκολεύεται να προχωρήσει στην εξαγορά της Banco BPM στην Ιταλία λόγω κυβερνητικών περιορισμών (“Golden Power”), με την Ελλάδα να αναδεικνύεται σε εναλλακτική γεωγραφική επιλογή.
Όπως επισημαίνουν οι αναλυτές της JP Morgan, η αρχική συμμετοχή του 9,6% στην Alpha είχε καθαρά χρηματοοικονομικό χαρακτήρα, στο πλαίσιο της συνεργασίας και της εξαγοράς της ρουμανικής θυγατρικής της Alpha. Πλέον όμως, με την προσθήκη επιπλέον 9,7% μέσω παραγώγων – και αίτημα προς την ΕΚΤ για αύξηση έως και 29,9% – η επένδυση μετατρέπεται σε στρατηγική. Η συνολική τοποθέτηση αγγίζει τα €950 εκατ., με απόδοση επένδυσης (ROI) της τάξης του 19% και προσδοκία ενίσχυσης κερδών κατά 1,7% το 2027, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της JP Morgan.
H UBS «βλέπει» στρατηγική σκέψη από την πλευρά της UniCredit εξαιτίας των σταθερών μακροοικονομικών προοπτικών και την κερδοφόρα τραπεζική αγορά που προσφέρει η Ελλάδα. «Όπως τονίζεται στη θετική μας άποψη για τις τοπικές τράπεζες, η Ελλάδα εμφανίζεται ως μια ελκυστική αγορά σε αυτό το στάδιο. Μακροοικονομικά, η χώρα θεωρείται ότι ξεπερνά τον μέσο όρο της Ευρωζώνης κατά μεγάλη διαφορά, παρατηρείται διαρθρωτική μείωση της ανεργίας. Το ουδέτερο δημοσιονομικό ισοζύγιο και τα παραπάνω οδηγούν σε μια βελτίωση του δείκτη χρέους σε 140% έως το 2026 από 165% το 2023).Η τραπεζική δυναμική παραμένει επίσης θετική, με τα δάνεια να αυξάνονται σε ετήσια βάση όπως και οι καταθέσεις, ενώ το spread των πελατών αν και μειώνεται εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη σε πάνω από 4,5%.
Γιατί Alpha και γιατί τώρα
Η επιλογή της Alpha δεν είναι τυχαία. Οι αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων (ROTE) των ελληνικών τραπεζών πλησιάζουν πλέον το 14-15%, ενώ η Ελλάδα αναμένεται να ξεπερνά τον μέσο όρο της Ευρωζώνης σε ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια (2,5% έναντι <1%), με σημαντική βελτίωση στους δείκτες ανεργίας και χρέους. Επιπλέον, η αγορά θεωρείται ώριμη για περαιτέρω ενοποιήσεις, ενώ η πολιτική σταθερότητα και η απουσία σημαντικής πολιτικής παρέμβασης κάνουν τη χώρα ελκυστική για επενδυτές του τραπεζικού κλάδου.
Επιπτώσεις στους κεφαλαιακούς δείκτες
Η πλήρης ενσωμάτωση του ποσοστού στο μετοχικό κεφάλαιο της Alpha αναμένεται να έχει αρνητική επίπτωση περίπου 40 μονάδων βάσης στον δείκτη CET1 της UniCredit, ο οποίος θα διαμορφωθεί στο 15,7% (pro-forma) στο τέλος του β’ τριμήνου του 2025. Η UBS εκτιμά πως το μερίδιο ~20% της UniCredit μπορεί να συνεισφέρει πάνω από €150 εκατ. ετησίως στα καθαρά κέρδη του ομίλου, προσφέροντας μια σημαντική ενίσχυση 1,5%-2% στα συνολικά κέρδη.
Παρότι δεν αναμένεται άμεση πρόθεση για πλήρη εξαγορά, οι αναλυτές δεν αποκλείουν στροφή στρατηγικής σε περίπτωση που ναυαγήσει η συμφωνία με την Banco BPM. Σύμφωνα με τη J.P. Morgan, μια εξαγορά 100% της Alpha θα μπορούσε να επιτευχθεί με premium έως 22% στην τρέχουσα τιμή (€2,79), χωρίς να πέσει ο δείκτης CET1 κάτω από το κρίσιμο όριο του 13%, διατηρώντας ROI στο 14,6% και αύξηση κερδών έως 11% το 2027. Η UBS εκτιμά ότι πλήρης εξαγορά θα απαιτούσε περί τις 175 μονάδες βάσης CET1, αλλά θα ενίσχυε τα κέρδη της UniCredit κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες.