Σε κατάσταση συναγερμού βρίσκονται τα τελευταία 24ωρα τόσοι οι διοικήσεις των τραπεζών όσο και συνολικά το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, εξαιτίας της κλιμάκωσης της έντασης στη Μέση Ανατολή και της σύγκρουσης ΙσραήλΙράν.

Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα επηρεάζεται άμεσα λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης, της ενεργειακής εξάρτησης και της εξαγωγικής και τουριστικής της σχέσης με τη Μέση Ανατολή.

Υψηλόβαθμη τραπεζική πηγή τονίζει στην «axianews» ότι «αν και η διατύπωση ασφαλών προβλέψεων για τις εξελίξεις εμπεριέχει ακόμη μεγάλο ρίσκο, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί πως ο κίνδυνος αρνητικής επίδρασης στο μακροοικονομικό περιβάλλον έχει πλέον αυξηθεί σημαντικά».

Όλα θα εξαρτηθούν προσθέτει από το χρόνο που θα χρειαστεί για την αποκλιμάκωση της έντασης, το μέγεθος της επίδρασης στην πραγματική οικονομία, αλλά και από τη στάση που θα τηρήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο μέτωπο των επιτοκίων.

Την ίδια στιγμή οι πρώτες εκθέσεις τραπεζικών αναλυτών αναδεικνύουν δύο «αρνητικά» σενάρια τα οποία μπορούν να θέσουν εκτός στόχων τα επιχειρησιακά σχέδια που έχουν τεθεί υπ’ όψιν της επενδυτικής κοινότητας αλλά και να μειωθεί η ζήτηση για νέα δάνεια εκτροχιάζοντας τους στόχους για την φετινή πιστωτική επέκταση.

Συγκεκριμένα επισημαίνουν ότι πιθανή επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας και ανόδου του πληθωρισμού λόγω της αύξησης των ενεργειακών τιμών, υπό προϋποθέσεις είναι ικανά να εκτροχιάσουν τους στόχους των επιχειρησιακών σχεδίων των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων.

Και αυτό γιατί έχουν ληφθεί υπ’ όψιν συγκεκριμένες παραδοχές ως προς τη μεγέθυνση της πραγματικής οικονομίας, του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων.

Οι ίδιες πηγές προσθέτουν πως «σε περίπτωση μίας σοβαρής επιδείνωσης του οικονομικού κλίματος και της εμπιστοσύνης, θεωρείται αναπόφευκτη η μείωση της ζήτησης για χρηματοδοτήσεις, η πορεία της οποίας αποτελεί το βασικό επιχείρημα των τραπεζών για την αναπλήρωση των απωλειών στα έντοκα έσοδα, λόγω της υποχώρησης των ευρωπαϊκών επιτοκίων».

Ανάλυση: Γιατί η έκβαση ενός πολέμου Ισραήλ - Ιράν παραμένει αβέβαιη, ακόμη και με αμερικανική συμμετοχή

Οι άμυνες

Ωστόσο καθολική είναι η εκτιμήσει ότι το εγχώριο πιστωτικό σύστημα διαθέτει μια σειρά από ισχυρές άμυνες ικανές αντιμετωπίσουν μία ενδεχόμενη παρατεταμένη αστάθεια διεθνώς.

Συγκεκριμένα διαθέτουν υψηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας, τα κόκκινα δάνεια έχουν υποχωρήσει σε ιστορικά χαμηλά, διαθέτουν διαφοροποιημένες πηγές εσόδων ενώ το μόνο ερωτηματικό είναι η νομισματική πολιτική που θα ακολουθήσει από εδώ και στο εξής η ΤτΕ.

Συγκεκριμένα οι συστημικοί όμιλοι έχοντας ήδη πιάσει τους στόχους για τις ελάχιστες εποπτικές απαιτήσεις (MREL), δεν έχουν άμεση ανάγκη για έξοδο στις αγορές. Όπως ήδη έγινε σαφές τις τελευταίες δύο εβδομάδες οι κινήσεις νέων εκδόσεων που έγιναν με μεγάλη επιτυχία κινήθηκαν είναι διορθωτικού κατά βάση χαρακτήρα, με στόχο τη μείωση του κόστους χρηματοδότησής τους.

Από την άλλη, διατηρούν πολύ υψηλά κεφαλαιακά αποθέματα, τα οποία είναι ικανά να συμβάλουν στην διαχείριση ακόμη και ακραίων συνθηκών.

Την ίδια στιγμή οι ελληνικές τράπεζες διατηρούν τους υψηλότερους δείκτες ρευστότητας στην Ευρώπη αυτήν τη στιγμή, με τις καταθέσεις να αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος του παθητικού τους.

Ακόμη λοιπόν κι αν καταστεί δυσχερέστερη η άντληση φρέσκου χρήματος από τις αγορές, υπάρχουν επαρκή μαξιλάρια για την αντιμετώπιση αρρυθμιών που μπορεί να προκαλέσει ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή.

Ενισχυτικά σε μια πιθανή διαχείριση κρίσης λειτουργεί και το γεγονός ότι αυτή την στιγμή οι δείκτες μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά μετά την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη καθώς έχει αποδώσει καρπούς η στρατηγική μαζικής αποενοποίησης των πιο προβληματικών στοιχείων του ενεργητικού των τραπεζών τα προηγούμενα χρόνια.

Από την άλλη, είναι προφανές ότι όσα δάνεια δεν κοκκίνησαν παρά τις τελευταίες διαδοχικές κρίσεις έχουν μεγάλες πιθανότητες να παραμένουν πράσινα και σε αυτή την περίπτωση, ενώ οι νέες χορηγήσεις της τελευταίας 15ετίας έχουν δοθεί με αυστηρά κριτήρια, γεγονός που περιορίζει τον πιστωτικό κίνδυνο.

Κομβικής σημασίας αναδεικνύεται επίσης η στρατηγική των τελευταίων μηνών για την διαφοροποίηση των πηγών εισοδήματός των τραπεζών, τόσο γεωγραφική, όσο και ποιοτική, μέσω εξαγορών καθώς μπορούν να αναπληρώσουν ενδεχόμενες απώλειες σε συγκεκριμένους τομείς από άλλα πεδία δράσης τους.

Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των εργασιών των ελληνικών τραπεζών προέρχεται πλέον από Ελλάδα και Κύπρο, δύο χώρες με τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, καθώς ακόμη και στην περίπτωση που υπάρξει επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, το σενάριο της ύφεσης αυτή τη στιγμή φαντάζει μακρινό.

Μεγάλο ερωτηματικό παραμένει η στάση που θα υιοθετήσει η ΕΚΤ, αναφορικά με τη νομισματική πολιτική. Σήμερα το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων βρίσκεται στο 2% ενώ πριν το ξέσπασμα της κρίσης στη Μέση Ανατολή, οι οικονομολόγοι ανέμεναν ότι μέχρι το τέλος του 2025 θα είχαμε μία ακόμη μείωσή του, στο 1,75%.

Πλέον όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά καθώς από τη μία πλευρά ελλοχεύει ο κίνδυνος της αναζωπύρωσης των πληθωριστικών πιέσεων και από την άλλη ο κίνδυνος μίας σοβαρής επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας.

Αν τα επιτόκια παραμείνουν στα τρέχοντα επίπεδα, αυτό θα λειτουργήσει υποστηρικτικά στην οργανική κερδοφορία των τραπεζών. Στον αντίποδα, εάν υποχωρήσουν για την τόνωση της ευρωπαϊκής οικονομίας, τα πιστωτικά ιδρύματα θα έχουν απώλειες.

Η πορεία της ελληνικής οικονομίας εν μέσω διεθνούς «καταιγίδας»

Οι φόβοι του οικονομικού επιτελείου

Το ενδεχόμενο να πληγεί η ανάπτυξη στην Ελλάδα, εάν η σύγκρουση παραταθεί, δεν αποκλείεται και στους κόλπους του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, ενώ χαρακτηριστικές ήταν οι δημόσιες τοποθετήσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του υπουργού Ανάπτυξης Τάκη Θεοδωρικάκου.

Η ανησυχία στο Μέγαρο Μαξίμου εστιάζεται κυρίως σε πιθανή εκτόξευση των τιμών στο πετρέλαιο (ο προϋπολογισμός του 2025 έχει καταρτιστεί με εκτίμηση τιμής του brent στα 73,1 δολάρια/βαρέλι την ώρα που ακούγονται σενάρια για 130 δολάρια το βαρέλι), κάτι που θα οδηγούσε σε νέα μεγάλη άνοδο τον πληθωρισμό.

Παράλληλα τονίζεται ότι αν ο πόλεμος κρατήσει θα υπάρξουν ζητήματα τροφοδοσίας κάτι που θα οδηγούσε σε άνοδο των τιμών», ενώ ενδέχεται να δημιουργηθεί πρόβλημα στις εξαγωγές, στο τουριστικό ρεύμα αλλά και στη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Μεγάλος προβληματισμός υπάρχει σχετικά και με το πακέτο μέτρων, το οποίο αναμένεται να ανακοινώσει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης από το βήμα της ΔΕΘ κατά τον ερχόμενο Σεπτέμβριο.

Όπως εξηγούν αρμόδια κυβερνητικά στελέχη «αν αυτός ο πόλεμος κρατήσει ένα μήνα πιθανότατα δεν θα έχουμε επιπτώσεις. Εάν όμως πάμε στη ΔΕΘ εν μέσω μιας ανεξέλεγκτης σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή και το βαρέλι πετρελαίου αυξηθεί -για παράδειγμα- στα 130 ευρώ/βαρέλι, τότε προφανώς το πακέτο της ΔΕΘ δεν θα είναι το ίδιο» τονίζουν με νόημα.

Διαβάστε ακόμη: