Με αφορμή το σημερινό Google Doodle που είναι ένα διαδραστικό παιχνίδι που θυμίζει battle royale και γιορτάζει το «Popcorn!» θα ταξιδέψουμε στο αγαπημένο, γνωστό σνακ και στην αγαπημένη συνήθεια μας στον κινηματογράφο, το οποίο έχει μεγάλη ιστορία που φτάνει στην εποχή των σπηλαίων.
Όλα ξεκίνησαν, όπως γενικά η ιστορία του καλαμποκιού, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, όπου η ποικιλία που θα μετατρεπόταν στον αφράτο και σκληρό συνάμα “σβώλο” καλλιεργούνταν από το 5000 π.Χ, από ιθαγενείς που μερικές χιλιετίες αργότερα θα έδιναν τους θαυμαστούς πολιτισμούς που γκρέμισαν οι κονκισταδόρες μετά το 1492. Ίχνη της ψημένης εκδοχής αυτού του καλαμποκιού, του μακρινού προγόνου του ποπ-κορν δηλαδή, ανιχνεύονται σε τάφους ηλικίας 3000 ως 6700 ετών στο Περού, αν και οι αρχαιολόγοι θεωρούν πως το καλαμπόκι γενικά δεν αποτελούσε βασικό συστατικό στοιχείο της διατροφής των πολιτισμών της περιόδου.
Από εκεί και πέρα, σε ό,τι αφορά τη διάδοση του σνακ στους Ευρωπαίους, η επιστήμη χάνεται στην αχλή του θρύλου, ένας από τους οποίους τοποθετεί το κοσμοϊστορικό γαστριμαργικό γεγονός. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, κάποιος Ινδιάνος ονόματι Κουαντεκίνα, έφερε το ποπ κορν σε Βρετανούς αποίκους μέσα σε δέρμα ελαφιού στο πρώτο δείπνο της ημέρας των Ευχαριστιών που διοργανώθηκε ποτέ, ενώ σε άλλη παραλλαγή της ιστορίας, αυτό έγινε από κάποιον Σκουάντο το 1621, ένα χρόνο αφότου είχε δέσει το περίφημο Mayflower με επιβάτες Άγγλους πουριτανούς για να αποφύγουν θρησκευτικές διώξεις στη χώρα τους. Το γοητευτικό αυτό παραμύθι ειρηνικής γαστρονομικής συνύπαρξης Ινδιάνων και αποίκων δεν έχει κανέναν ιστορικό πυρήνα.
Στην πραγματικότητα, θα περάσουν αιώνες μέχρι την πρώτη επιβεβαιωμένη εμφάνιση του ποπ – κορν στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1820, όταν άρχισε να πωλείται στις ανατολικές πολιτείες με το όνομα Pearl ή Nonpareil. Από τη δεκαετία του 1840 και μετά, το ποπ κορν αρχίζει να εμφανίζεται σε περιοδικά της ανατολικής ακτής, ενώ το 1848 καθιερώνεται και η σύγχρονη ονομασία του από τον λεξικογράφο Ράσελ Μπάρτλετ, που ετυμολόγησε το σνακ από τον ήχο που έβγαζε όταν άνοιγε ο καρπός στο ψήσιμο.
Οι συνταγές που άρχισαν να ξεφυτρώνουν για παρασκευή ποπ – κορν στο τηγάνι δεν έδιναν πολύ ποιοτικό αποτέλεσμα, κι έτσι άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους αυτοσχέδιες αρχικά μηχανές παρασκευής ποπ κορν, που τελειοποιούνταν στο πέρασμα του χρόνου. O πρώτος επιχειρηματίας που ξεκίνησε τη μαζική παραγωγή ποπ-κορν, συγκεκριμένα μιας καραμελωμένης εκδοχής του ανάμεικτης με ξηρούς καρπούς, ήταν ο Γερμανός μετανάστης Φριτς Ρακχάιμερ, παρουσιάζοντας την εφεύρεσή του για πρώτη φορά στη διεθνή έκθεση του Σικάγο το 1893, ενώ το δημιούργημά του, που αργότερα ονομάστηκε “Cracker Jack”, πωλείται μέχρι σήμερα στις ΗΠΑ.
Η μεγαλύτερη μηχανή ποπ-κορν με ύψος 7,89 μ., πλάτος 3,53 μ. και βάθος 2,83μ. παρουσιάστηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2020 στο Πουκέτ της Ταϊλάνδης και εγγράφηκε στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες. Το προηγούμενο ρεκόρ παρέμενε ακατάρριπτο από το 2004.
Η απογείωση το ποπ κορν, πρώτα στις ΗΠΑ και μετά σε όλο τον κόσμο, επρόκειτο φυσικά να έρθει χάρη στην εξάπλωση του κινηματογράφου, παρότι αρχικά οι αιθουσάρχες ήταν επιφυλακτικοί έναντι της παρουσίας του την ώρα προβολής, φοβούμενοι θορύβους από το μασούλημα και έξοδα λόγω εξαερισμού ενάντια στη χαρακτηριστική “βουτυράτη” μυρωδιά.
Γιατί δεν το ήθελαν οι ιδιοκτήτες των κινηματογράφων
Το πλήθος αγόραζε ποπ κορν από τους πωλητές, αλλά οι ιδιοκτήτες των κινηματογράφων δίσταζαν να το πωλούν. «Για ορισμένους ιδιοκτήτες, η πώληση έθιγε την αξιοπρέπειά τους», έγραψε ο Smith. «Οι πλανόδιοι πωλητές περνούσαν από τους διαδρόμους με καλάθια που πουλούσαν Cracker Jack και ποπ κορν. Μεγάλο μέρος του ποπ κορν πετιόταν στον αέρα ή σκορπιζόταν στο πάτωμα».
Στους κινηματογράφους, τα πεταμένα ποπ κορν λέρωναν τα πανάκριβα χαλιά. Όμως, με το πέρασμα των χρόνων, οι ιδιοκτήτες κινηματογράφων άλλαξαν στάση και η άνθιση του ποπ κορν ήρθε σε μια από τις πιο απίθανες οικονομικές περιόδους: τη Μεγάλη Ύφεση. «Με πέντε ή δέκα σεντς το σακουλάκι, το ποπ κορν ήταν μια προσιτή πολυτέλεια για τους περισσότερους Αμερικανούς», έγραψε ο Smith.
Αρχικά, η παρασκευή ποπ κορν γινόταν έξω από τα θέατρα, όπου οι πωλητές νοίκιαζαν χώρους. Θεωρούνταν πολύ δαπανηρό να εξοπλιστούν τα κτίρια με αεραγωγούς. Όμως, μόλις άρχισαν να εμφανίζονται ανταγωνιστές και οι ιστορίες για τον «πλούτο του ποπ κορν» εξαπλώθηκαν, η παρασκευή μεταφέρθηκε μέσα στα σινεμά. «Το ποπ κορν πουλούσε τόσο πολύ λόγω του αρώματός του. Μόλις οι μηχανές τοποθετήθηκαν στα σινεμά, οι δουλειές ανέβηκαν», έγραψε ο Smith.
Σήμερα, η κατά κεφαλή κατανάλωση ποπ κορν στις ΗΠΑ, που είναι και σχεδόν ο μοναδικός παραγωγός παγκοσμίως, ανέρχεται σε εκατομμύρια κιλά κατ’ έτος, τα περισσότερα εκ των οποίων παρασκευάζονται κατ’ οίκον, συνήθεια που δεν έχει επικρατήσει σε άλλες χώρες. Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός πως, παρά την τεράστια διάδοση των γενετικά μεταλλαγμένων καλαμποκιών, στις ΗΠΑ τουλάχιστον, η ποικιλία που προτιμάται για τα ποπ κορν δεν έχει ακόμα τροποποιηθεί, παραμένοντας δηλαδή πολύ κοντά στην αρχική του προέλευση χιλιάδες χρόνια πριν.