Να ερμηνεύσει τη διαφαινόμενη αλλαγή στάσης του προέδρου της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, όσον αφορά το ενδεχόμενο ειρήνευσης και κατάπαυσης πυρός στην Ουκρανία επιχειρεί το Politico.

Όπως αναφέρεται στο άρθρο γνώμης που υπογράφει η Αγκάθι Ντεμαρέ από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων (ECFR) το βασικό πρόβλημα που ενδεχομένως να υποχρέωσε τη «στροφή» Πούτιν να κρύβεται στο ότι «η Μόσχα θα μπορούσε σύντομα να δυσκολευτεί να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο».

Κατά την ανάλυση της οικονομολόγου «όσοι μιλούν για τη δημοσιονομική κατάσταση της Μόσχας τις περισσότερες φορές σημειώνουν ότι η Ρωσία καταγράφει μικρό δημοσιονομικό έλλειμμα και ότι το ρωσικό δημόσιο χρέος είναι χαμηλό (περίπου στο 20% του ΑΕΠ). Αυτή η ανάλυση ισχύει για τις περισσότερες οικονομίες, αλλά στην περίπτωση της Ρωσίας υπάρχει μια σημαντική παγίδα:

Με τις δυτικές κυρώσεις να περιορίζουν τη δυνατότητα της Μόσχας να αξιοποιήσει τις διεθνείς αγορές χρέους, το Κρεμλίνο έχει περιορισμένα περιθώρια ελιγμών για τη χρηματοδότηση του μικρού – αλλά ωστόσο πραγματικού – δημοσιονομικού ελλείμματος».

Το plan B που δεν περπάτησε και το plan C που τέθηκε σε εφαρμογή

Η ίδια σημειώνει ότι «με το εξωτερικό χρέος εκτός εξίσωσης, το αρχικό plan Β της Μόσχας ήταν να πείσει τις ρωσικές τράπεζες να αγοράσουν κρατικό χρέος. Η στρατηγική αυτή λειτούργησε αρκετά καλά το 2022 και το 2023, αλλά πέρυσι άρχισαν να εμφανίζονται ρωγμές.

Αντιμέτωπες με ανταγωνιστικές πιέσεις από το Κρεμλίνο να επεκτείνει εκατοντάδες δισεκατομμύρια σε φθηνά δάνεια σε αμυντικές επιχειρήσεις, ενώ παράλληλα αγόραζαν τεράστιες ποσότητες κρατικών ομολόγων, οι εγχώριες τράπεζες έχουν γίνει τόσο ταμειακά ταλαιπωρημένες που είναι πλέον απρόθυμες να συσσωρεύσουν περισσότερο χρέος.

Στα τέλη του περασμένου έτους, το Κρεμλίνο αναγκάστηκε να ακυρώσει αρκετές δημοπρασίες για την έκδοση εγχώριου χρέους επειδή δεν υπήρχαν αγοραστές».

«Έτσι, με τον εγχώριο δανεισμό όλο και περισσότερο εκτός εξίσωσης, η Μόσχα στράφηκε στο plan C: την αξιοποίηση των αποθεματικών του ρωσικού Εθνικού Ταμείου Πρόνοιας (NWF)» συμπληρώνει η οικονομολόγος.

Όπως, όμως, αναφέρει στην ανάλυσή της «στα χαρτιά, αυτό μοιάζει με μια λογική στρατηγική. Με σύνολο σχεδόν 10 τρισεκατομμύρια ρούβλια (περίπου 110 δισεκατομμύρια δολάρια) στις αρχές του 2022, το ρευστό αυτών των αποθεματικών φαινόταν αρχικά επαρκές για να καλύψει το έλλειμμα του προϋπολογισμού που τροφοδοτείται από τον πόλεμο για αρκετά χρόνια.

Ωστόσο, ακόμη και οι μεγαλύτερες αποταμιεύσεις τελικά στερεύουν, και τρία χρόνια μετά την έναρξη της σύγκρουσης, τα αποθέματα αυτά έχουν ήδη συρρικνωθεί κατά περίπου 60%».

O κίνδυνος χρεοκοπίας

«Για το Κρεμλίνο, λοιπόν, φαίνεται ότι το τρέχον έτος θα είναι δύσκολο στο δημοσιονομικό μέτωπο. Τον Ιανουάριο, το μηνιαίο έλλειμμα του προϋπολογισμού της χώρας ήταν περίπου 45% υψηλότερο από τον στόχο για ολόκληρο το έτος 2025. Εάν οι δημοσιονομικές δαπάνες παραμείνουν στα επίπεδα του Ιανουαρίου καθ’ όλη τη διάρκεια του υπόλοιπου έτους, τα αποθέματα του NWF θα μπορούσαν να εξαφανιστούν σε μόλις τρεις μήνες.

Και ακόμη και αν δεν συμβεί αυτό – κάτι που είναι πιο πιθανό – το 2025 είναι πιθανότατα το τελευταίο έτος που η Μόσχα θα είναι σε θέση να καλύψει πλήρως το δημοσιονομικό της έλλειμμα αξιοποιώντας αυτές τις αποταμιεύσεις» συνεχίζει η αναλύτρια.

Το ερώτημα, επομένως, είναι τι θα συμβεί αν η Ρωσία ξεμείνει από χρήματα για να χρηματοδοτήσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα. Κατά την Ντεμαρέ «με τις εγχώριες τράπεζες να ασφυκτιούν από το χρέος, μια κρατική χρεοκοπία θα μπορούσε κάλλιστα να πυροδοτήσει μια ολοκληρωμένη χρηματοπιστωτική κρίση.

Αν συνέβαινε αυτό, το Κρεμλίνο θα ήταν δύσκολο να στηρίξει τον τραπεζικό του τομέα. Με τα αποθεματικά του NWF να εξαντλούνται, δεν θα υπήρχε διαθέσιμος κουμπαράς χρημάτων για να προχωρήσει σε ανακεφαλαιοποιήσεις. Ο χάρτινος πύργος που έχει γίνει η ρωσική οικονομία θα άρχιζε γρήγορα να κλονίζεται».

«Από δημοσιονομικής άποψης, η Ρωσία δεν έχει πλέον πολύ χρόνο. Το Κρεμλίνο δεν έχει κανένα plan D για τη χρηματοδότηση του δημοσιονομικού του ελλείμματος, γεγονός που εγείρει ερωτήματα σχετικά με την ικανότητά του να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο.

Από αυτή την άποψη, η δημοσιονομική ανάσα θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αυτό που πραγματικά αναζητά ο Πούτιν στις συνομιλίες του με τις ΗΠΑ, είτε μέσω της ελάφρυνσης των κυρώσεων (για παράδειγμα, χαλαρώνοντας τους περιορισμούς των ΗΠΑ στην ικανότητα της Ρωσίας να τοποθετεί εξωτερικό χρέος) είτε μέσω μιας παύσης της σύγκρουσης (η οποία θα επέτρεπε στη Μόσχα να αναπληρώσει τα ταμεία της μέσω της μείωσης των αμυντικών δαπανών).

Ο λόγος για τον οποίο ο Πούτιν μπορεί τελικά να είναι έτοιμος να διαπραγματευτεί φαίνεται να είναι εξαιρετικά απλός: Θέλει να αποφύγει μια ταπεινωτική χρεοκοπία» καταλήγει η ανάλυση στο Politico.

Διαβάστε ακόμη: