Οι δύο φίλοι ζούσαν μαζί, μοιράζονταν τα έξοδα, έπιναν σημαντικές ποσότητες αψέντι και ζωγράφιζαν τα ίδια θέματα. Ο Βαν Γκογκ ήταν ιδιαίτερα παραγωγικός. Δυστυχώς, η φιλία τους δεν πήρε καλή τροπή και η κατάσταση διαβίωσής τους έγινε αφόρητη. Η σχέση τους ήταν ανισόρροπη, με τον Βαν Γκογκ να εκμεταλλεύεται συχνά τον Γκογκέν, ζώντας με τα χρήματά του και παραλείποντας να βοηθήσει στις δουλειές του σπιτιού.
Αλλά πάνω απ’ όλα ήταν οι διαμάχες για την τέχνη που έσπρωξαν το δίδυμο να απομακρυνθεί ο ένας από τον άλλον ενώ στις 23 Δεκεμβρίου 1888 ξέσπασε ένας καταλυτικός, ιστορικός και βίαιος τσακωμός για τη ζωγραφική, στην οποία ο Γκογκέν υποστήριζε ότι ήταν σημαντικό να δουλεύει κανείς με βάση τη φαντασία, ενώ ο Βαν Γκογκ υποστήριζε ότι οι πίνακες έπρεπε να βασίζονται στη φύση και τον ρεαλισμό.
Το αυτί του Βαν Γκογκ
Η κατάσταση ήταν τεταμένη. Σύμφωνα με τον Γκογκέν, ο Βαν Γκογκ τον απείλησε με μαχαίρι. Τρομοκρατημένος, ο Γκογκέν έφυγε αμέσως. Ο Βαν Γκογκ, βρίσκοντας τον εαυτό του μόνο του και στα δεσμά της τρέλας, φαίνεται ότι έκοψε τότε μέρος του αριστερού του αυτιού με ένα ξυράφι, το οποίο στη συνέχεια τύλιξε σε εφημερίδα και το πήγε σε μια πόρνη ονόματι Ρέιτσελ, την οποία έβλεπε τακτικά. Στη συνέχεια πήγε για ύπνο. Βρέθηκε από την αστυνομία μόνο την επόμενη μέρα, σε σύγχυση και με το κεφάλι του γεμάτο αίμα. Ο Γκογκέν εξήγησε στην αστυνομία τι είχε συμβεί, πριν στη συνέχεια εγκαταλείψει οριστικά την Αρλ. Φαίνεται ότι ήταν η τελευταία φορά που είδαν ο ένας τον άλλον από κοντά.
Ίσως έγινε αλλιώς
Μια άλλη θεωρία έχει, ωστόσο, διατυπωθεί από δύο Γερμανούς ακαδημαϊκούς, τον Hans Kaufmann και τη Rita Wildegans. Σύμφωνα με τους Kaufmann και Wildegans, κατά τη διάρκεια του καυγά, δεν ήταν ο Βαν Γκογκ που έκοψε μόνος του το αυτί του, αλλά ο Γκογκέν, ο οποίος ήταν εξαιρετικός ξιφομάχος, τραυματίζοντας κατά λάθος τον φίλο του με το σπαθί του.
Οι δύο ακαδημαϊκοί υποθέτουν ότι ο Γκογκέν ήθελε απλώς να τρομάξει τον Βαν Γκογκ, αλλά γλίστρησε, στη συνέχεια τράπηκε σε φυγή και πέταξε το σπαθί του στον Ροδανό ποταμό (μάλιστα, το εν λόγω σπαθί δεν το ξαναείδε κανείς ποτέ μετά το συμβάν).
Λίγα έγγραφα είναι διαθέσιμα για να υποστηρίξουν οποιαδήποτε από τις δύο θεωρίες και έτσι το μυστήριο παραμένει.
Ήταν παιδόφιλος ο Γκογκέν;
Στην Ταϊτή το 1901, ο Γκογκέν θα ζωγραφίσει ηλιοτρόπια σε έναν τελευταίο φόρο τιμής (ή ίσως τύψεις) προς τον φίλο του που είχε τόση εμμονή με τα λουλούδια και το χρώμα τους. Στην Ταϊτή, επίσης, ο Γκογκέν θα ζωγραφίσει την έφηβη Tehamana, η οποία έζησε με τον καλλιτέχνη για 18 μήνες, έγινε ερωμένη και μοντέλο του από την ηλικία των 13 ετών, όταν ο ζωγράφος ήταν 43 ετών. Αυτό έχει οδηγήσει πολλούς ανθρώπους να ονομάζουν τον Γκογκέν παιδόφιλο – και να θεωρούν τους πίνακές του στην Ταϊτή λιγότερο ως ύμνο στη χαμένη αθωότητα και τη μυθική αγνότητα και περισσότερο ως ένα δυσάρεστο παράδειγμα ανδρικού αποικιακού προνομίου.
Μάλιστα, για μία έκθεση του Γκογκέν που έγινε στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, το 2020, οι New York Times έγραψαν «μήπως ήρθε η ώρα να ακυρώσουμε τον Γάλλο καλλιτέχνη;» παρά τις δηλώσεις των επιμελητών της έκθεσης ότι η έφηβη Tehamana ήταν μάλλον αποκύημα φαντασίας του Γκογκέν και όχι πραγματικότητα, ένα αμάλγαμα από τις γυναίκες που είχε γνωρίσει και συνευρεθεί στο νησί της Γαλλικής Πολυνησίας.
Μια ιστορία δύο εμβληματικών καλλιτεχνών
Γεννημένος το 1848, ο Πολ Γκογκέν υπήρξε θεμελιωτής της μοντέρνας τέχνης. Η χρήση του χρώματος συγκεκριμένα έφερε επανάσταση στην ιστορία της ζωγραφικής και επηρέασε σημαντικά καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Πικάσο. Άνθρωπος με έντονη προσωπικότητα, η ζωή του ήταν άγρια και ταραχώδης και εργάστηκε ως τραπεζίτης, στη συνέχεια ως εργάτης στα εγκαίνια της διώρυγας του Παναμά, ως ζωγράφος στη Βρετάνη και τελικά στην Ταϊτή.
Ο Ολλανδός ζωγράφος Βίνσεντ Βαν Γκογκ ήταν επίσης ένας κορυφαίος καλλιτέχνης στην ιστορία της ζωγραφικής. Παρά το γεγονός ότι ζούσε μέσα στη φτώχεια και την τρέλα, είχε πολλούς φίλους, μεταξύ των οποίων ο αδελφός του Τεό, ο ζωγράφος Εμίλ Μπερνάρ και, φυσικά, ο Πολ Γκογκέν.
Η μοίρα τον πρόλαβε το 1890, όταν αυτοπυροβολήθηκε στο στήθος, βάζοντας τέλος στα όλο και πιο συχνά ψυχωτικά του επεισόδια.
Το 1903, σχεδόν ένα μήνα πριν γίνει 55 ετών, ο Πολ Γκογκέν πέθανε. Η σύφιλη που τον βασάνιζε από χρόνια τον κέρδισε.
Και οι δύο εξερεύνησαν τις δυνατότητες που προσέφερε το χρώμα, πολύ πριν από τους πειραματισμούς των πρωτοποριακών καλλιτεχνών που εμφανίστηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα.
*Ο Βαν Γκογκ γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου του 1853 και πέθανε στις 29 Ιουλίου του 1890.
*Ο Γκογκέν γεννήθηκε στις 7 Ιουνίου του 1848 και πέθανε στα 8 Μαΐου του 1903.