Ένα ρολόι χειρός που φέρεται ότι ανήκε στον Αδόλφο Χίτλερ και πωλήθηκε για 1,1 εκατομμύρια δολάρια από έναν οίκο δημοπρασιών στο Μέριλαντ ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων με τους Εβραίους εμπόρους να αντιτάσσονται στην πώληση με μια οργισμένη ανοιχτή επιστολή.
Ο οίκος Alexander Historical Auctions, με έδρα το Chesapeake City του Maryland, πούλησε το αμφιλεγόμενο τεχνούργημα σε ανώνυμο αγοραστή στα τέλη Ιουλίου, σύμφωνα με την ιστοσελίδα της εταιρείας. Ο οίκος δημοπρασιών πούλησε επίσης και άλλα αντικείμενα που σχετίζονται με τους Ναζί, όπως έναν χρυσό αετό από την κρεβατοκάμαρα του Χίτλερ, πολλά σκίτσα και πίνακες του δικτάτορα και ένα φόρεμα που ανήκε στην Εύα Μπράουν, τη σύζυγο του Χίτλερ.
Οι υπάλληλοι του οίκου δημοπρασιών πιστεύουν ότι ο Χίτλερ έλαβε το χρυσό ρολόι, που κατασκευάστηκε από τον Andreas Huber, στις 20 Απριλίου 1933, στα 44α γενέθλιά του. Φέρει τα γράμματα “AH”, μια σβάστικα και το έμβλημα του ναζιστικού αετού, καθώς και δύο ημερομηνίες: 20 Απριλίου 1889, τα γενέθλια του Χίτλερ, και 30 Ιανουαρίου 1933, την ημέρα που έγινε καγκελάριος της Γερμανίας.
Ένας Γάλλος στρατιώτης άρπαξε το ρολόι στις 4 Μαΐου 1945, όταν η συμμαχική μονάδα του έφτασε στο εξοχικό του Χίτλερ στη Βαυαρία, σύμφωνα με το Alexander Historical Auctions.
“Το ρολόι και η ιστορία του έχουν ερευνηθεί από μερικούς από τους πιο έμπειρους και σεβαστούς ωρολογοποιούς και στρατιωτικούς ιστορικούς στον κόσμο, οι οποίοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είναι αυθεντικό και ότι πράγματι ανήκε στον Αδόλφο Χίτλερ”, σύμφωνα με τον οίκο δημοπρασιών.
Πριν από την πώληση, 34 Εβραίοι ηγέτες οργανώσεων και έμποροι συνυπέγραψαν ανοιχτή επιστολή με την οποία προέτρεπαν τον Alexander Historical Auctions να ακυρώσει τη δημοπρασία, την οποία χαρακτήρισαν “αποτρόπαια”.
“Ενώ είναι προφανές ότι τα μαθήματα της ιστορίας πρέπει να διδαχθούν -και τα νόμιμα ναζιστικά αντικείμενα ανήκουν σε μουσεία ή χώρους ανώτερης εκπαίδευσης- τα αντικείμενα που πουλάτε σαφώς δεν ανήκουν”, έγραψε στην επιστολή ο ραβίνος Menachem Margolin, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Εβραϊκής Ένωσης. “Το γεγονός ότι πωλούνται στον πλειοδότη, στην ελεύθερη αγορά, είναι ένα κατηγορητήριο για την κοινωνία μας, μια κοινωνία στην οποία η μνήμη, η δυστυχία και ο πόνος των άλλων παρακάμπτονται για το οικονομικό κέρδος””.
Ο Bill Panagopulos, πρόεδρος του οίκου δημοπρασιών, υπερασπίστηκε την πώληση, λέγοντας στον Andrew Jeong της Washington Post ότι βρήκε απογοητευτικές τις απόψεις των Εβραίων ηγετών. Αρνήθηκε να προσδιορίσει το πρόσωπο που αγόρασε το ρολόι, αλλά είπε ότι το άτομο ήταν Ευρωπαίος Εβραίος. Πρόσθεσε ότι ο ίδιος και η οικογένειά του έχουν δεχθεί απειλές θανάτου εξαιτίας της δημοπρασίας και ότι οι περισσότερες πωλήσεις του οίκου δημοπρασιών δεν έχουν καμία σχέση με τους Ναζί.
“Πολλοί άνθρωποι δωρίζουν [ναζιστικά αντικείμενα] σε μουσεία και ιδρύματα, όπως κάναμε κι εμείς”, λέει ο Παναγόπουλος στην Washington Post. “Άλλοι χρειάζονται τα χρήματα ή απλώς επιλέγουν να τα πουλήσουν. Αυτό δεν είναι δική μας απόφαση”.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο οίκος δημοπρασιών δέχεται πυρά για αμφιλεγόμενες πωλήσεις. Το 2011, η εταιρεία πούλησε τα ημερολόγια του Γιόζεφ Μένγκελε, του ναζιστή γιατρού που βασάνισε κρατούμενους του Άουσβιτς, υποβάλλοντάς τους σε απάνθρωπα ιατρικά πειράματα.
Όσον αφορά το ποιος αγοράζει τέτοιου είδους αντικείμενα, ο Παναγόπουλος δήλωσε ότι οι αγοραστές είναι “συχνά Εβραίοι που εκπροσωπούν εβραϊκές οργανώσεις ή Εβραίοι συλλέκτες που σκοπεύουν να ανοίξουν τα δικά τους μουσεία”. Σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, οι αγοραστές δεν είναι νεοναζί, οι οποίοι είναι “πολύ φτωχοί και πολύ ηλίθιοι για να εκτιμήσουν οποιοδήποτε είδος ιστορικού υλικού”, λέει ο Παναγόπουλος στον Cnaan Liphshiz του Jewish Telegraphic Agency (JTA).
“Αυτό που πουλάμε είναι εγκληματικά στοιχεία, όσο ασήμαντα κι αν είναι“, λέει στη JTA. “Είναι απτές, πραγματικές αποδείξεις in-your-face ότι ο Χίτλερ και οι Ναζί έζησαν, αλλά και καταδίωξαν και σκότωσαν δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους”.
Ο οίκος δημοπρασιών προχώρησε τελικά στην πώληση, αν και η τιμή αγοράς του ρολογιού, ύψους 1,1 εκατομμυρίου δολαρίων, ήταν πολύ λιγότερη από την αρχική εκτίμηση των 2 έως 4 εκατομμυρίων δολαρίων.