Η πανδημική κρίση φαίνεται να έχει αποσταθεροποιήσει τη χρηματοοικονομική δομή του δημόσιου τομέα, αυξάνοντας την πίεση στις χρηματοδοτικές ανάγκες του, αλλά και την αβεβαιότητα για το ρίσκο φερεγγυότητας και τον βαθμό πιστοληπτικής του αξιοπιστίας στο μέλλον.
Όπως υπογραμμίζει στην τελευταία του έκθεση το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ), οι παράγοντες οι οποίοι αναμένεται να επηρεάσουν το πιστωτικό προφίλ και τους όρους αναχρηματοδότησης του Δημοσίου στο μέλλον είναι οι ακόλουθοι:
Πρώτον, ο ακριβής χρόνος τερματισμού της πανδημίας, καθώς αυτό θα προσδιορίσει το μέγεθος των επιπλέον έκτακτων παρεμβάσεων που θα απαιτηθούν για τη στήριξη της οικονομίας και τις επιπτώσεις τους στο δημοσιονομικό ισοζύγιο και στο χρέος.
Η προοπτική αυτή θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από την αποτελεσματικότητα των μέτρων υγειονομικής προστασίας και τον βαθμό εμβολιαστικής κάλυψης και ανοσοποίησης του πληθυσμού, δεδομένης της αβεβαιότητας που προκαλεί η εμφάνιση νέων μεταλλάξεων.
Δεύτερον, οι πηγές εγγυημένης ρευστότητας και το ευρύτερο χρηματοδοτικό πλαίσιο της χώρας. Εξαιρετικής σημασίας ως προς αυτό είναι η ταχεία απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, καθώς και τα έκτακτα, μη συμβατικά, μέτρα της ΕΚΤ (όπως το πρόγραμμα PEPP και η κατ’ εξαίρεση αποδοχή των κρατικών ομολόγων στις πράξεις αναχρηματοδότησης των τραπεζών), που στηρίζουν τη ρευστότητα της οικονομίας και τις αποδόσεις των εκδόσεων του Δημοσίου.
Επιπλέον, η διατήρηση και η ορθή διαχείριση του αποθεματικού ρευστότητας, το ύψος του οποίου στο τέλος του 2020 ανερχόταν στα 31 δισ. ευρώ, θα συμβάλουν στη στήριξη της εμπιστοσύνης για το αξιόχρεο του Δημοσίου, καλύπτοντας τις βραχυ-μεσοπρόθεσμες δανειακές υποχρεώσεις του.
Η συγκεκριμένη επιλογή θα επιτρέψει επίσης την κάλυψη έκτακτων χρηματοδοτικών αναγκών του Δημοσίου, χωρίς επιπτώσεις στο χρέος και πιθανά στους όρους αναχρηματοδότησής του.
Θετική συμβολή στη ρευστότητα της οικονομίας θα έχει και η αξιοποίηση του νέου ΕΣΠΑ, καθώς και άλλων προγραμμάτων που εντάσσονται στο Next Generation EU.17.
Τρίτον, παρεμβάσεις που θα επηρεάσουν τους μεσο-μακροπρόθεσμους ρυθμούς μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας.
Η προοπτική αυτή δεν θα εξαρτηθεί μόνο από την αξιοποίηση κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά κυρίως από τα οφέλη που τελικά θα έχει στον όγκο των ιδιωτικών επενδύσεων, στην απασχόληση και στον μετασχηματισμό της οικονομίας.
Δεδομένης όμως της επιβαρυμένης μακρο-χρηματοπιστωτικής κατάστασης της οικονομίας, η ενεργοποίηση της επεκτατικής δυναμικής του ΑΕΠ απαιτεί επιπλέον τη λήψη άμεσων μέτρων στήριξης του διαθέσιμου εισοδήματος και της ρευστότητας των νοικοκυριών καθώς και του ευρύτερου ιδιωτικού τομέα.
Στο πλαίσιο αυτό, κομβικής σημασίας είναι η διαμόρφωση ενός κατώτατου μισθού ο οποίος θα εγγυάται ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης σε συνδυασμό με θεσμικές παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας που προάγουν την προστασία και την ποιότητα της απασχόλησης.
Τέταρτον, εξωγενείς παράγοντες που αναμένεται να επηρεάσουν βραχυ-μεσοπρόθεσμα τις χρηματοδοτικές ανάγκες και τη μεγεθυντική δυναμική της οικονομίας.
Ένας τέτοιος παράγοντας είναι ο βαθμός του γεωπολιτικού ρίσκου της χώρας την προσεχή περίοδο και το ενδεχόμενο να τροφοδοτήσει νέες εμπροσθοβαρείς δαπάνες στον κρατικό Προϋπολογισμό (π.χ. δαπάνες για αμυντικούς εξοπλισμούς, διαχείριση προσφυγικής κρίσης κ.ά.).
Σημαντική επίσης παράμετρος είναι και η αβεβαιότητα για τη συνέχιση ή μη της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών και το εάν και κατά πόσο αυτό θα επηρεάσει τις αξιολογήσεις φερεγγυότητας και τις αποδόσεις των χρεογράφων, δεδομένης μάλιστα της ευαισθησίας των αναλύσεων βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους στο κόστος δανεισμού.
Επιβαρυντικά σε αυτό αναμένεται να λειτουργήσουν και το ρίσκο λιτότητας από πιθανή επαναφορά της Ελλάδας στο αυστηρό δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ, δεδομένου μάλιστα του υψηλού βαθμού ευθραυστότητας της οικονομίας.