Τα κομμάτια του παζλ της μαφιόζικης εκτέλεσης του Γιώργου Μοσχούρη που έλαβε χώρα χθες Πέμπτη (24/4) στο Χαλάνδρι επιχειρούν να ενώσουν οι ερευνητές της ΕΛ.ΑΣ. προκειμένου να φθάσουν στα ίχνη των δραστών.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι αστυνομικοί θεωρούν πως πίσω από την εξουδετέρωση του αποκαλούμενου και «θαμνάκια» βρίσκονται οι «τσιγαράδες» του Εντίκ.
Η οργάνωση ομογενών από την πρώην Σοβιετική Ενωση, δηλαδή, που, σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., εμπλέκονται σε τουλάχιστον τρεις δολοφονίες ατόμων της Greek Mafia.
Επιπλέον οι ερευνητές της Αστυνομίας έχουν στρέψει το βλέμμα τους και προς πρόσωπα του εγχώριο εγκλήματος με τα οποία το θύμα είχε ανοιχτούς λογαριασμούς.
Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Μοσχούρης είχε γίνει στόχος. Ήταν Ιούλιος του 2020 όταν ο 55χρονος είχε δεχθεί επίθεση δολοφονίας στη Βούλα από πέντε άτομα χωρίς όμως οι δράστες να καταφέρουν τελικά να τον σκοτώσουν.
Πάντως, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις καλά ενημερωμένων πηγών, η δολοφονία του αποτελεί ένα «ακριβό συμβόλαιο θανάτου» της τάξης πιθανόν του ενός εκατ. ευρώ. Και αυτό γιατί ο άνδρας ήταν ένα από τα πιο παλιά και δυνατά ονόματα της νύχτας.
Πώς έγινε η δολοφονία
Ωστόσο αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι, αν και συνήθιζε να έχει δίπλα του ανθρώπους να τον προσέχουν, όταν δολοφονήθηκε ήταν τελείως μόνος του. Σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., οι εκτελεστές του -δύο τον αριθμό- τον περίμεναν να βγει από το ιατρικό κέντρο.
Στη συνέχεια τον προσέγγισαν με ένα αυτοκίνητο και άρχισαν να τον πυροβολούν επανειλημμένα με καλάσνικοφ. Αδιάψευστος μάρτυρας οι περισσότεροι από 30 κάλυκες που εντοπίστηκαν στο σημείο.
Ακολούθως έφυγαν από το σημείο και έφτασαν στο Πάτημα Χαλανδρίου, όπου πυρπόλησαν το αυτοκίνητο και εξαφανίστηκαν με ένα άλλο όχημα, που πιθανόν οδηγούσε συνεργός τους.
Να σημειωθεί ότι ο Μοσχούρης έγινε ευρύτερα γνωστός το καλοκαίρι του 2002 όταν το όνομά του «φιγουράριζε» μαζί με αυτά του Βασίλη Στεφανάκου, του Αριστείδη Λακιώτη και του Γιάννη Σκαφτούρου μαζί με άλλα 40 άτομα στην ογκώδη δικογραφία για την ελληνική μαφία.
Όπως ανέφεραν τα έγγραφα οι εμπλεκόμενοι αναλάμβαναν την εκτέλεση «συμβολαίων θανάτου», εκβιασμούς, δολοφονικές επιθέσεις, καθώς και λαθρεμπόριο τσιγάρων και υγρών καυσίμων.
Χωρίζονταν σε τέσσερις ομάδες και ο Μοσχούρης ανήκε στην δεύτερη αφού σύμφωνα με τους αστυνομικούς ήταν το πρωτοπαλίκαρο του Γεράσιμου Τσούλου, γνωστού νονού της νύχτας.
Τότε διέφευγε της σύλληψης, αλλά τελικά ήρθε η ώρα του να περάσει το κατώφλι των φυλακών, εκεί όπου όπως λέγεται άρχισε σταδιακά να αλλάζει. Φέρεται, σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν άνθρωποι που τον συναναστράφηκαν, ότι ήρθε πιο κοντά στον Θεό, όσο παράδοξο και αν φαντάζει αυτό για έναν σκληρό της νύχτας αν και τα όσα έκανε όταν βγήκε έξω δε συνηγορούσαν σε κάτι τέτοιο.