Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Καλαμάτα, Ιωάννινα, Τρίκαλα και Κοζάνη επελέγησαν ανάμεσα σε 377 ευρωπαϊκές πόλεις για να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα της επιτροπής «100 Κλιματικά Ουδέτερες και Έξυπνες Πόλεις έως το 2030 από και προς τους πολίτες».
Όσον αφορά τον τρόπο επίτευξης του εγχειρήματος –είκοσι έτη νωρίτερα από όλη την υπόλοιπη Ευρώπη– θα αξιοποιηθούν δυνητικά σημαντικοί κοινοτικοί πόροι με περιβαλλοντικά, κοινωνικά, οικονομικά, επενδυτικά, αναπτυξιακά και εκπαιδευτικά οφέλη.
Οι πόλεις θα δύνανται να υλοποιήσουν επενδύσεις που θα επιταχύνουν τη μετάβασή τους στην κλιματική ουδετερότητα και τον ψηφιακό τους μετασχηματισμό, μέσω των χρηματοδοτικών «εργαλείων» της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Παράλληλα, θα έχουν την ευκαιρία να προωθήσουν ολιστικές λύσεις στον πολεοδομικό τους σχεδιασμό, να εφαρμόσουν έξυπνες τεχνολογίες, ευέλικτα συστήματα διαχείρισης ενέργειας και να υιοθετήσουν έναν τρόπο μετακίνησης και μεταφοράς, φιλικό προς το περιβάλλον.
Σκοπός της ευρωπαϊκής αποστολής, η συνεργασία των εκατό αστικών περιοχών και η λειτουργία τους ως πρότυποι κόμβοι καινοτομίας για όλες τις υπόλοιπες, εξελίσσοντας ένα αποθετήριο καλών πρακτικών από επιτυχημένα έργα και επενδύσεις μεγάλης κλίμακας.
Τα συμβόλαια με την Κομισιόν, αν και θα έχουν νόμιμη ισχύ, δε θα είναι δεσμευτικά ως προς τους στόχους.
Ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστας Σκρέκας, ανέφερε σε τοποθέτησή του ότι: «η επιλογή των έξι ελληνικών πόλεων για τη συμμετοχή στις “100 κλιματικά ουδέτερες πόλεις της Ευρώπης έως το 2030”, αποτελεί μία μεγάλη ευρωπαϊκή διάκριση και επιτυχία της χώρας μας.
Έξι ελληνικοί δήμοι θα μετατραπούν έως το 2030 σε κοιτίδες καινοτομίας και πρωτοπορίας, με πολλαπλά οφέλη για τους πολίτες, την οικονομία και το περιβάλλον.
Οι πόλεις μας, με μία σειρά από επενδύσεις, θα υλοποιήσουν παρεμβάσεις που θα βελτιώσουν την ποιότητα ζωής των συμπολιτών μας, θα συμβάλλουν στην αστική αναζωογόνηση και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Με αίσθημα ευθύνης απέναντι στις μελλοντικές γενιές, δεσμευόμαστε να εφαρμόσουμε πολιτικές που θα κάνουν τις ελληνικές πόλεις πιο ανθρώπινες, ασφαλείς, ανθεκτικές και βιώσιμες, απέναντι στους κινδύνους της κλιματικής κρίσης».