«Έφυγε» από την ζωή, σε ηλικία 77 ετών, ο ζωγράφος Γιώργος Λαζόγκας.
Ο Γιώργος Λαζόγκας γεννήθηκε στη Λάρισα το 1945. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1963-1970), αλλά τελικά αφοσιώθηκε στη ζωγραφική.
Το 1970 βραβεύτηκε στον διαγωνισμό νέων ζωγράφων του Ινστιτούτου Γκαίτε Θεσσαλονίκης και το 1972 κέρδισε το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό νέων ζωγράφων της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης.
Παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση στη Θεσσαλονίκη (1975, Ζήτα-Μι) και, το επόμενο έτος, έφυγε με υποτροφία του γαλλικού κράτους για σπουδές ζωγραφικής στο Παρίσι. Γνωρίστηκε με τον Αλέξανδρο Ιόλα και εξοικειώθηκε με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα.
Από πολύ νωρίς ο Γιώργος Λαζόγκας είχε τη συνήθεια να σχεδιάζει σε σελίδες γραφομηχανής.
Το σχέδιο ως εργαλείο έρευνας, έπαιξε ρόλο στη διατύπωση του συνολικού του έργου. Είναι γι’ αυτόν μια καθημερινή άσκηση που διαμόρφωσε συνολικά την εικαστική του αντίληψη και γραφή. Οι σχεδιαστικές σημειώσεις -με την αμεσότητα που τις χαρακτηρίζει- μετατρέπονται σε ημερολόγιο ζωής.
Η ανάπτυξη του σχεδίου ως γραφής, με εικονιστικό ή ανεικονικό χαρακτήρα, αποτυπώνεται καταρχήν στη ζωγραφική επιφάνεια, ενώ ταυτόχρονα τείνει να διεισδύσει στο χώρο. Οι επάλληλες τοποθετήσεις σχημάτων, συχνά πάνω σε διαφανείς επιφάνειες, με επικαλύψεις ή διαγραφές, αναδείκνυαν τα φευγαλέα και μεταβλητά ίχνη της εικόνας, σαν παλίμψηστα.
Στην εργασία του Λαζόγκα ακολούθησε η περίοδος των μεγάλων διαστάσεων, κατά την οποία η παρουσία του εικονογραφικού κινήτρου εκδηλώθηκε με ένα είδος ιχνογράφησης του ίδιου του σώματος επάνω σε λευκές επιφάνειες στις οποίες τυπώνονται τα ίχνη του. Σ’ αυτές τις εργασίες το ίχνος εμφανίζεται να είναι η απουσία μιας παρουσίας, και εκεί επανέρχεται η έννοια του παλίμψηστου μέσω της χειρονακτικής συμπεριφοράς, όχι πια του καλλιτέχνη αλλά του ίδιου του αντικειμένου της εικόνας του, δηλαδή του σώματος.
Tο σώμα, επίσης, αυτή την δεύτερη περίοδο μετά το 1980, επωμίστηκε το ίδιο, ως αντικείμενο, την διαδικασία του και έγινε αυτάρκης δράση, υλοποιούμενη με τις δικές της πρωτοβουλίες.
Γνωστά έργα της ελληνικής αρχαιότητας ή ζωντανά γυναικεία σώματα δηλώνονται ως ίχνη πάνω σε λευκές υφασμάτινες επιφάνειες, στερεωμένες ή όχι σε πλαίσια. Οι μορφές, αποσπασματικές, εικαστικά επεξεργασμένες, διαμελισμένες, αλλά σχεδόν πάντα αναγνωρίσιμες, δέχονται τις σχεδιαστικές και χρωματικές επεμβάσεις του καλλιτέχνη. Σε κάποιες περιπτώσεις επεκτείνονται στο χώρο και παίρνουν τη μορφή περιβαλλόντων (Δεσμός, Αθήνα, 1983, Επίκεντρο, Πάτρα, 1990).
Την περίοδο της δεκαετίας του ’80 η δουλειά του απλώθηκε ακόμα περισσότερο στο χώρο, παίρνοντας πολλές φορές τη μορφή εικαστικής εγκατάστασης, με χρήση διαφόρων μέσων (τυπώματα, φωτογραφία, βίντεο, σχέδιο, ζωγραφική, κ. ά.), ανάλογα με τις εκάστοτε εκφραστικές του ανάγκες. Τα ίχνη-αποτυπώματα ανθρώπινων σωμάτων πάνω σε μεγάλες υφασμάτινες επιφάνειες αποτέλεσαν το νέο εικονιστικό και νοηματικό σημείο αναφοράς των έργων του.
Τα σχόλια που διατυπώνονται με αυτό τον τρόπο αφορούν την τέχνη ως σωματική διαδικασία και, ταυτόχρονα, ως ερμηνευτική προσέγγιση των πραγμάτων. Οι αναφορές σε έργα της αρχαιότητας υποδηλώνουν το διαχρονικό χαρακτήρα των προβληματισμών του.
Το 1981, ο Γιώργος Λαζόγκας με την θεωρητικό Σάνια Παπά και τον ποιητή Ανδρέα Παγουλάτο πραγματοποιούν στο υπόγειο του Beaubourg τη δράση «Κορμί – Κείμενο».
Από το 1992 μέχρι το 1997, επαναδιατυπώνει το Παλίμψηστο στην ενότητα Θραύσματα, προβάλλοντας το θεώρημα του τέλους της συνολικής εικόνας και αναδεικνύοντας το θραύσμα, το ίχνος, το ελάχιστο ως το μέρος που αποτυπώνει το όλον.
Έχει πραγματοποιήσει ατομικές εκθέσεις, κυρίως στην Ελλάδα, κι έχει συμμετάσχει σε δεκάδες ομαδικές, στην Ελλάδα, σε ευρωπαϊκές και ασιατικές χώρες και στις Η.Π.Α.
Ο Γιώργος Λαζόγκας βραβεύτηκε σε διαγωνισμό ξένων ζωγράφων υποτρόφων του γαλλικού κράτους (1977), συμμετείχε στο Salon Comparaisons (Παρίσι 1978), στην Biennale des Jeunes (Παρίσι 1980), στα Ευρωπάλια (1982, όπου τιμήθηκε με το Prix Europe στην Οστάνδη, Βέλγιο), στην Μπιενάλε του Sao Paulo (1983), στο Salon de Μontrouge (Παρίσι 1996) και στις εκδηλώσεις για τη Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης (1997).
Το 2006 οργανώθηκε αναδρομική έκθεση των σχεδίων του στο Μουσείο Μπενάκη και στο Μ.Μ.Σ.Τ. και εκδόθηκε λεύκωμα με κείμενα των Ν. Βαλαωρίτη, Τ. Πατρίκιου, κ.ά. Το 2008 δημιούργησε μια μόνιμη εικαστική εγκατάσταση για το σταθμό «Ελαιώνας» του Μετρό της Αθήνας.
Η τελευταία του έκθεση εγκαινιάστηκε τον Μάιο στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Με τίτλο «Το χθες είναι τώρα. Γιώργος Λαζόγκας: Μύθοι και Αρχαιότητα» και θα διαρκέσει μέχρις τις 20 Αυγούστου 2022, όπου έργα του συνδιαλέγονται με τεχνουργήματα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, από την προϊστορική, αρχαϊκή και κλασική περίοδο. Στην έκθεση, 30 έργα, 28 σχέδια και σε 2 προθήκες 21 σχέδια και 2 βιβλία του Γιώργου Λαζόγκα «συνοδοιπορούν» με 23 ειδικά επιλεγμένες αρχαίες καλλιτεχνικές δημιουργίες από τις συλλογές του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Η έκθεση υπομνηματίζει στο ευρύ κοινό την πολυποίκιλη ενασχόληση του Λαζόγκα με το παρελθόν και το νοητό διάλογο που δημιουργείται ανάμεσα στο χθες και το σήμερα. Ο καλλιτέχνης ανασύρει στα έργα του ιστορικά και μυθολογικά σπαράγματα δημιουργώντας νέες οπτικές και εννοιολογικές αφηγήσεις. Οι εκάστοτε αναφορές μεταμορφώνονται σε αινιγματικές αλληγορίες του παρόντος, σε οπτικές ιστορίες που ξετυλίγονται «εν κρυπτώ», κινητοποιώντας τη φαντασία.
Η έκθεση χωρίζεται σε τρείς ενότητες, «αποδράσεις στη Μεσόγειο», «θραύσματα μνήμης» και «μεταμορφώσεις εικόνων. Αποτελούν παλίμψηστα του χρόνου, έννοια που καθιέρωσε ο Λαζόγκας στην ορολογία της εγχώριας ιστορίας της τέχνης τη δεκαετία του ’70 περιγράφοντας τις στρωματογραφίες μιας εικόνας, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.
«Αυτό που χαρακτηρίζει τον Λαζόγκα είναι ότι εμμένει στο εικαστικό ιδίωμα της γραφής και στην αναζήτηση ενός σχεδίου που αποσυντίθεται και ανασυντίθεται. Έτσι, κατορθώνει να απομονώνει με ένα τελετουργικό τρόπο (σχεδίαση σε καρμπόν με ίχνη στα τυφλά) τον κεντρικό γενεσιουργικό πυρήνα του σχεδίου.
Πάντα πίστευε ότι η ζωγραφική, όπως την εννοούμε ακόμα και έπειτα από ένα αρκετά εξελιγμένο στάδιο πολλαπλών πειραματισμών, φτάνει σε ένα εκφραστικό αδιέξοδο κινδυνεύοντας να εξαντληθεί, πολλές φορές εξαιτίας των τεχνικών προδιαγραφών της. Το σχέδιο αντίθετα, η πιο αρχαϊκή και πηγαία μορφή της ζωγραφικής είναι γι’ αυτόν ένας τρόπος για να επαναδιαπραγματευθεί την εικόνα απεγκλωβίζοντάς την από τα όριά της. Ψηλαφίζει, ανασύρει εικόνες μέσα από το σκοτάδι, στα τυφλά, μέσα από τη μαύρη επιφάνεια του καρμπόν.
Η άποψη της «Τυφλής Ζωγραφικής» αναδύει εικόνες κατευθείαν από το υποσυνείδητο, χωρίς την αισθητική παρέμβαση και τους κανόνες της οπτικής θεώρησης του έργου τη στιγμή της παραγωγής του. Η μαύρη επιφάνεια παρεμβάλλεται ανάμεσα στο έργο και τον ζωγράφο. Σα να θέλει να υπηρετήσει περισσότερο την Ιδέα, παρά το παραμορφωμένο είδωλό της, έτσι όπως εκείνο θα προέκυπτε από την κριτική της οπτικής επαφής μαζί του. Περισσότερο αγγίζει παρά ζωγραφίζει το σώμα των έργων του» γράφει ο Ευθύμης Λαζόγκας στον κατάλογο της έκθεσης του Γιώργου Λαζόγκα «Σειρήνες», Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας – Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα. Λάρισα, 2009.