Στις 26 Σεπτεμβρίου 1989, ο Παύλος Μπακογιάννης δολοφονήθηκε από την τρομοκρατική οργάνωση 17Ν στην είσοδο πολυκατοικίας της οδού Ομήρου στο κέντρο της Αθήνας, όπου στεγαζόταν το γραφείο του, βυθίζοντας στο πένθος τον πολιτικό κόσμο και σοκάροντας το πανελλήνιο.

Ήταν 07:58 το πρωί…

Τρεις ένοπλοι τον πυροβόλησαν με 45άρια πιστόλια και τον τραυμάτισαν θανάσιμα. Ο τότε 54χρονος βουλευτής αμέσως μετά την δολοφονική επίθεση, μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου εξέπνευσε μία ώρα αργότερα.

Τραγικές φιγούρες τα μέλη της οικογένειάς του, η σύζυγος του Ντόρα Μπακογιάννη και τα δύο τους παιδιά, Αλεξία και Κώστας. Το ζευγάρι γνωρίστηκε στο Μόναχο και είχε παντρευτεί το 1974. Ο Παύλος Μπακογιάννης κηδεύτηκε στο Καρπενήσι, στις 29 Σεπτεμβρίου 1989 παρουσία πλήθος κόσμου και υπό συνθήματα κατά της τρομοκρατίας.

Το μήνυμα της Ντόρας Μπακογιάννη:

«32 χρόνια μετά, οι ιδέες και τα πιστεύω σου είναι πιο επίκαιρα από ποτέ. Η τρομοκρατία και η τυφλή βία δεν θα νικήσουν. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ», γράφει η Ντόρα Μπακογιάννη.

Κώστας Μπακογιάννης: «Κοίτα μπαμπά»:

Από την πλευρά του ο γιος του και δήμαρχος της Αθήνας, Κώστας Μπακογιάννης δημοσίευσε στο λογαριασμό του στο facebook ένα τραγούδι του Πάνου Μουζουράκη με τίτλο «Κοίτα μπαμπά».

Ποιος ήταν ο Παύλος Μπακογιάννης

Γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1935 στο χωριό Βελωτά της Ευρυτανίας. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του παπα – Κώστα και της Ειρήνης Μπακογιάννη. Γυμνάσιο πήγε στο Θέρμο Τριχωνίδας, για ένα χρόνο στο Καρπενήσι (1950) και το τελείωσε στην Πάτρα στο Β’ Γυμνάσιο Πατρών.

Σπούδασε Πολιτικές και Κοινωνικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία, παίρνοντας πτυχίο Πολιτικής Οικονομίας και Πολιτικών Επιστημών των Πανεπιστημίων Μονάχου, Τύμπιγκεν και Κωνσταντίας (Konstanz), στο Πανεπιστήμιο της οποίας ανακηρύχθηκε κατόπιν Διδάκτωρ των Κοινωνικών Επιστημών. Δίδαξε Πολιτικές Επιστήμες και Δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 και για 10 περίπου χρόνια διηύθυνε το ελληνόφωνο πρόγραμμα της ραδιοφωνίας της Βαυαρίας.

Στο Μόναχο γνώρισε τη Ντόρα Μητσοτάκη, κόρη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η οποία σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης. Παντρεύτηκαν το 1974. Μαζί της απέκτησε δύο παιδιά, την Αλεξία και τον Κώστα.

Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, το 1974 επέστρεψε στην Ελλάδα. Εργάσθηκε στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» και το 1982 ανέλαβε εκδότης – διευθυντής του εβδομαδιαίου περιοδικού «ΕΝΑ» ως το Φεβρουάριο του 1985.

Από το Νοέμβριο του 1985 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1989 διετέλεσε πολιτικός σύμβουλος του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Κώστα Μητσοτάκη. Τον Ιούνιο του 1989 εκλέχθηκε βουλευτής της μονοεδρικής περιφέρειας Ευρυτανίας.

Ακολούθησε η κυβέρνηση Τζαννετάκη, στο σχηματισμό της οποίας έλαβε ενεργό ρόλο, ως διαπραγματευτής μεταξύ του κόμματός του και του Συνασπισμού. Θεωρούσε επιβεβλημένη την υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών, την επούλωση των πληγών του Εμφυλίου και του Διχασμού και την Εθνική Συμφιλίωση.

Στα πλαίσια αυτής του της πεποίθησης εργάστηκε για την επιτυχία του πρωτοποριακού, για την εποχή, εγχειρήματος συγκυβέρνησης Αριστεράς και Δεξιάς. Για τους ίδιους λόγους ήταν εισηγητής, εκ μέρους της Ν.Δ., του νομοσχεδίου για την απάλειψη των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου που υπερψηφίστηκε και έγινε Νόμος το καλοκαίρι του 1989.

Όσοι τον ήξεραν, υποστηρίζουν ότι οι μεγάλες του αγάπες ήταν ο τόπος του, η Ευρυτανία και η Δημοκρατία.