Στην ελληνική αγορά εργασίας διαμορφώνεται εδώ και χρόνια ένα επικίνδυνο μοτίβο που περνά απαρατήρητο μέχρι την ώρα της συνταξιοδότησης. Χιλιάδες αυτοαπασχολούμενοι –και ένας όχι αμελητέος αριθμός μισθωτών– λειτουργούν με γνώμονα το «εδώ και τώρα», επιλέγοντας τις χαμηλότερες δυνατές εισφορές ή αποδεχόμενοι μισθούς μικρότερους από τους πραγματικούς, αρκεί να αυξάνεται άμεσα το καθαρό εισόδημά τους.

Το τίμημα, όμως, εμφανίζεται αργότερα: οι χαμηλές εισφορές σήμερα οδηγούν σε συντάξεις που δύσκολα ξεπερνούν τα 600–800 ευρώ, ακόμη και έπειτα από δεκαετίες ασφάλισης.

Η πραγματική εικόνα των εισφορών των αυτοαπασχολουμένων

Τα πιο πρόσφατα στοιχεία του e-ΕΦΚΑ δείχνουν καθαρά την τάση. Από περίπου 1,4 εκατομμύρια αυτοαπασχολούμενους, σχεδόν οι οκτώ στους δέκα επιλέγουν την οικονομικότερη επιλογή: είτε την ειδική κατηγορία είτε την πρώτη ασφαλιστική βαθμίδα. Με αυτόν τον τρόπο περιορίζουν άμεσα τη μηνιαία τους επιβάρυνση, αλλά παράλληλα «κλειδώνουν» πολύ χαμηλές συντάξιμες αποδοχές.

Η μαθηματική εξίσωση είναι αμείλικτη: από τα 244,65 ευρώ της πρώτης κατηγορίας, μόλις 180,65 ευρώ αφορούν την κύρια σύνταξη. Αυτό το ποσό πολλαπλασιάζεται επί πέντε και διαμορφώνει συντάξιμο μισθό 905 ευρώ – ένα ποσό που δεν επιτρέπει μεγάλη τελική σύνταξη, όσος χρόνος ασφάλισης κι αν προστεθεί.
Με 30 χρόνια εργασίας, ο συντελεστής αναπλήρωσης που εφαρμόζεται δεν ξεπερνά το 26,5%. Ακόμη και μαζί με την εθνική σύνταξη, το ποσό που λαμβάνει τελικά ο επαγγελματίας δύσκολα ξεπερνά τα 600 ευρώ καθαρά. Για σύνταξη άνω των 800 ευρώ χρειάζονται 40 χρόνια πλήρους ασφάλισης, πάντα με τα σημερινά δεδομένα.

Το πρόβλημα δεν περιορίζεται στους αυτοαπασχολούμενους

Ανάλογη κατάσταση παρατηρείται και στους μισθωτούς, όπου συχνά συμφωνείται «κατώτατος μισθός στα χαρτιά» και συμπληρωματική πληρωμή χωρίς εισφορές. Το μοντέλο αυτό μπορεί να αυξάνει πρόσκαιρα τα καθαρά εισοδήματα, όμως υπονομεύει το ύψος της σύνταξης, αφού ολόκληρος ο ασφαλιστικός βίος μετράει στον υπολογισμό των μελλοντικών αποδοχών.

Αναπροσαρμογές, πληθωρισμός και η ψευδαίσθηση αύξησης της σύνταξης

Αν και οι εισφορές αναπροσαρμόζονται ετησίως με βάση τον πληθωρισμό, το όφελος είναι κυρίως λογιστικό. Η ονομαστική σύνταξη ενδέχεται να αυξηθεί, αλλά η αγοραστική της δύναμη δεν αλλάζει ουσιαστικά, καθώς το πραγματικό κόστος ζωής αυξάνεται αντίστοιχα. Έτσι, οι χαμηλές εισφορές λειτουργούν σαν «δίχτυ ασφαλείας» μόνο στα χαρτιά.

Γιατί οι νέες συντάξεις είναι χαμηλότερες από τις παλιές

Ο νέος τρόπος υπολογισμού λαμβάνει υπόψη ολόκληρη τη διάρκεια του εργασιακού βίου. Αυτό σημαίνει πως οι περίοδοι χαμηλών εισφορών –είτε λόγω επιλογής είτε λόγω συμφωνιών «κάτω από το τραπέζι»– συμπιέζουν οριστικά το τελικό ποσό. Γι’ αυτό οι συντάξεις που εκδίδονται σήμερα είναι συχνά χαμηλότερες από εκείνες προηγούμενων γενεών εργαζομένων.

Ποιοι δρόμοι υπάρχουν για να αποφευχθεί το αδιέξοδο

Η αύξηση της μελλοντικής σύνταξης δεν είναι αδύνατη, αλλά απαιτεί συνειδητή απόφαση και χρόνο.

Τρεις είναι οι βασικές επιλογές που προτείνουν οι ειδικοί:

-Επιλογή υψηλότερης ασφαλιστικής κατηγορίας για όσους μπορούν να αντέξουν το μηνιαίο κόστος.
-Ιδιωτική ασφάλιση, που λειτουργεί συμπληρωματικά και προσφέρει επιπλέον εισόδημα στη σύνταξη.
-Επαγγελματικά ταμεία, ένας θεσμός διαδεδομένος στην Ευρώπη αλλά όχι ακόμη στην Ελλάδα, ο οποίος μπορεί να ενισχύσει σημαντικά τις τελικές παροχές.
-Η ουσία, όμως, παραμένει: η χαμηλή εισφορά σήμερα, σε οποιαδήποτε μορφή απασχόλησης, έχει επιπτώσεις που διαρκούν μια ζωή.

Διαβάστε ακόμη: