ια ακόμη προσπάθεια επανεκκίνησης της παραγωγής νικελίου στην Ελλάδα μετά το «λουκέτο» στη ΛΑΡΚΟ θα κάνει η κυβέρνηση μέσω νέων διαγωνισμών για το εργοστάσιο της Λάρυμνας και τα μεταλλευτικά δικαιώματα για τους ελληνικούς λατερίτες.

Το μόνο που θα πρέπει να θεωρείται σχεδόν βέβαιο, πριν ακόμη αρχίσει η νέα διαδικασία, είναι, όπως τονίζουν πηγές που γνωρίζουν καλά το θέμα, ότι το η ιστορική μονάδα που έστησε ο Μποδοσάκης στη Λάρυμνα θα καταλήξει να γίνει… σκραπ.

Το Σin είχε αναφερθεί από τον Απρίλιο στην προδιαγεγραμμένη αποτυχία των δύο παράλληλων διαγωνισμών για τη ΛΑΡΚΟ, σημειώνοντας τις δυσμενείς συνθήκες στην παγκόσμια αγορά νικελίου που καθιστούν αδύνατη την επανεκκίνηση της παραγωγής στο εργοστάσιο της ΛΑΡΚΟ. Αυτό ακριβώς επιβεβαίωσε ο προτιμητέος επενδυτής, όπως ανακοίνωσε το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών:

  • «Ο προτιμητέος επενδυτής που είχε αναδειχθεί από τις διαδικασίες αυτές (ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και AD Holdings) γνωστοποίησε την περασμένη Παρασκευή με επιστολή του προς τα συναρμόδια υπουργεία ότι απέσυρε το ενδιαφέρον του. Στην επιστολή επισημαίνονται μεταξύ άλλων οι δυσμενείς μεταβολές που μεσολάβησαν στην παγκόσμια αγορά της ενέργειας, των μετάλλων και ιδίως των προϊόντων νικελίου, καθώς και οι αλλεπάλληλες και συνεχιζόμενες εμπλοκές στη δικαιοσύνη».

Η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να εκκινήσει νέα διαδικασία αναζήτησης επενδυτή, όχι μόνο γιατί παραμένει σε εκκρεμότητα η επιστροφή παράνομων κρατικών ενισχύσεων που είχε χορηγήσει το Δημόσιο και για τις οποίες εξακολουθεί να επιβαρύνεται με πρόστιμα από την Κομισιόν, αλλά και για να βρεθεί ένας τρόπος να συνεχισθεί η αξιοποίηση των μεταλλευτικών δικαιωμάτων του Δημοσίου, κάτι που προϋποθέτει τη συνέχιση της παραγωγής νικελίου.

Σύμφωνα με πληροφορίες, οι επόμενοι δύο διαγωνισμοί που θα οργανωθούν σε άγνωστο χρόνο (πάντως, πιθανόν ως το τέλος του έτους) θα έχουν πολύ μεγαλύτερη ευελιξία στους όρους που θα επιβάλλονται στους ενδιαφερόμενους επενδυτές. Το κυριότερο, κατά τις ίδιες πληροφορίες, είναι ότι δεν θα υπάρχει πλέον δέσμευση επαναλειτουργίας της πυρομεταλλουργικής μονάδας της ΛΑΡΚΟ, ώστε ο επενδυτής να μπορεί ελεύθερα να την κάνει σκραπ και να προχωρήσει σε ένα διαφορετικό σχέδιο παραγωγής.

Άλλωστε, ο μόνος λόγος για τον οποίο είχε επιβληθεί αυτή η δέσμευση στον προηγούμενο διαγωνισμό (που οργανώθηκε από το ΤΑΙΠΕΔ, ενώ το Δημόσιο οργάνωσε τον διαγωνισμό για τα μεταλλευτικά δικαιώματα) ήταν ότι τότε παρέμεναν όλοι οι εργαζόμενοι της ΛΑΡΚΟ στο δυναμικό της και υπήρχε πίεση για την επανεκκίνηση της λειτουργίας του εργοστασίου. Σήμερα, αυτή η πίεση έχει εξασθενήσει, αφού όλοι οι εργαζόμενοι έχουν απολυθεί και έχει δρομολογηθεί η μεταφορά τους σε άλλες θέσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ή σε προγράμματα της ΔΥΠΑ.

Το εργοστάσιο της ΛΑΡΚΟ είναι ιστορικά ζημιογόνο, ήδη από την εποχή του Μποδοσάκη, ο οποίος το άφησε να ενταχθεί στις προβληματικές εταιρείες του Δημοσίου. Τα πολύ φτωχά σε περιεκτικότητα νικελίου ελληνικά κοιτάσματα λατερίτη (η περιεκτικότητά τους είναι μόλις 0,95%, όταν τα πιο φτωχά κοιτάσματα που αξιοποιούνται διεθνές έχουν περιεκτικότητα 1,4%) ανεβάζουν στα ύψη τα κόστη ενέργειας και το εργατικό κόστος, καθιστώντας αντιοικονομική την εκμετάλλευσή τους. Αυτό φαίνεται ότι ισχύει ακόμη και σε περίπτωση εμπλουτισμού τους με εισαγόμενα κοιτάσματα υψηλότερης περιεκτικότητας.

Έτσι, η πυρομεταλλουργία της ΛΑΡΚΟ θα ήταν βιώσιμη, ύστερα από πολύ μεγάλες επενδύσεις εκσυγχρονισμού και προσαρμογής στις απαιτήσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, μόνο αν υπήρχε η προοπτική παρατεταμένα υψηλών τιμών στη διεθνή αγορά νικελίου. Ωστόσο, στην παγκόσμια αγορά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: οι τιμές υποχωρούν, με προοπτική να παραμείνουν χαμηλές, λόγω της υπερπροσφοράς κυρίως από την πλευρά της κορυφαίας πιαραγωγού, Ινδονησίας, με την οικονομική και τεχνολογική υποστήριξη της Κίνας.

Σύμφωνα με το Trading Economics, oι τιμές του νικελίου έχουν μειωθεί στα 16.250 δολάρια ανά τόνο, κυρίως λόγω της σημαντικής αύξησης της παγκόσμιας παραγωγής νικελίου. Η ταχεία επέκταση της βιομηχανίας νικελίου της Ινδονησίας έχει πλημμυρίσει την αγορά, προκαλώντας πτώση των τιμών από τις κορυφές τους το 2022 και το 2023. Παρά την προσωρινή άνοδο νωρίτερα φέτος, λόγω γεωπολιτικών εντάσεων και κυρώσεων, οι τιμές έκτοτε μειώθηκαν.

Οι αναλυτές προβλέπουν συνεχιζόμενες δυσκολίες, εκτιμώντας ότι τα πρωτογενή αποθέματα νικελίου θα φτάσουν σε υψηλό τετραετίας το 2024, γεγονός που θα μπορούσε να εμποδίσει οποιαδήποτε σημαντική ανάκαμψη των τιμών. Ως αποτέλεσμα των χαμηλότερων τιμών, η BHP Group Ltd. επέλεξε να σταματήσει τις δραστηριότητές της στο Nickel West και το έργο νικελίου West Musgrave στη Δυτική Αυστραλία, τονίζει το Trading Economics.

Σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις για τις τιμές, αναφέρεται ότι η τιμή του νικελίου έχει μειωθεί κατά 143 USD/MT ή 0,87% από τις αρχές του 2024 και αναμένεται να διαμορφωθεί στα 16.011 USD/MT μέχρι το τέλος αυτού του τριμήνου και να υποχωρήσει στα 15.018 δολ. σε βάθος 12 μηνών.

Η πτώση της τιμής του νικελίου

νικελιο

Με αυτά τα δεδομένα, η μόνη πιθανότητα που μένει για να συνεχισθεί η αξιοποίηση των μεταλλευμάτων του ελληνικού χώρου, όπως αναφέρουν πηγές με γνώση του θέματος, θα μπορούσε να είναι η δημιουργία μονάδας υδρομεταλλουργίας για την παραγωγή θειικού νικελίου, που χρησιμοποιείται στις μπαταρίες των ηλεκτρικών αυτοκινήτων.

Η υδρομεταλλουργία έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να αξιοποιήσει φτωχά μεταλλεύματα και έχει ελάχιστες ενεργειακές ανάγκες, αλλά μειονέκτημά της, από τη σκοπιά της εθνικής οικονομίας, είναι ότι απασχολεί ελάχιστο προσωπικό.

Ακόμη και υδρομεταλλουργία, βεβαίως, δεν υπόσχεται θαύματα. Στις σημερινές συνθήκες που επικρατούν στην παγκόσμια αγορά, ακόμη και αυτή η μέθοδος δεν είναι απολύτως βέβαιο ότι θα αποδεικνυόταν οικονομικά επωφελής για έναν επενδυτή.

Πάντως, υπάρχει το παράδειγμα της Κύπρου, όπου η Hellenic Minerals έχει δημιουργήσει υδρομεταλλουργική μονάδα στο μεταλλείο της Σκουριώτισσας, το οποίο ουσιαστικά έχει εξαντληθεί.

Η παραγωγή γίνεται με μεταλλεύματα που εισάγονται, κυρίως από την Αφρική και η Κύπρος έχει αναπτύξει πλέον εξαγωγές θειικού νικελίου. Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να γίνει στο παλιό εργοστάσιο της ΛΑΡΚΟ, με το επιπλέον πλεονέκτημα ότι η υδρομεταλλουργική μονάδα θα είχε πρόσβαση σε τοπικά μεταλλεύματα.

Διαβάστε ακόμη: